Back to top
• ΜΠΕΖΕΝΙΚΟΣ - Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΛΕΟΥΣΑΣ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΘΕΣΗ

Ανάμεσα στα μαντινειακά χωριά Λεβίδι και Βυτίνα βρίσκεται το χωριό του Μπεζενίκου, το οποίο – λόγω των εκάστοτε συνθηκών – φαίνεται ότι έχει μετακινηθεί  αρκετές φορές. Λέγεται ότι το χωριό ήταν κτισμένο κάτω από τη μονή της Ελεούσας, κοντά στην τοποθεσία «Σπηλιά» ή «Μετόχι», όπου βρίσκονται ερείπια σπιτιών και κατάλοιπα ενός τετραγώνου κτίσματος, που οι ντόπιοι τον λένε «Αγιώργη». Ίχνη οικισμού υπάρχουν ακόμη στη θέση «Βαρδαίοι» και «Λιβάδι», όπου η τοπική παράδοση τοποθετεί το τσιφλίκι ενός αγά και επεισόδια από την εποχή της Τουρκοκρατίας.
 
Το Μπεζενίκο, εάν δεχθούμε ότι είναι σλάβικο τοπωνύμιο, πρέπει να έχει ζωή πολλών αιώνων. Στην ίδια θέση βρίσκεται σήμερα το χωριό Βλαχέρνα σε υψόμετρο 940 μέτρων. Σε φυσικό μεγαλόπρεπο σκηνικό με τις πλαγιές του Μαίναλου στα δυτικά και τα πεδινά ανοίγματα του Ορχομενού προς τα ανατολικά, βρίσκονται δύο μονές, η μονή της Παναγίας Ελεούσας και η μονή Βλαχέρνας. Η Παναγία Ελεούσα βρίσκεται στη νότια πλευρά του χωριού, λίγο χαμηλότερα από το Κάστρο του Μπεζενίκου, ενώ βορειοδυτικά από το χωριό Βλαχέρνα (παλιό Μπεζενίκο), στην κορυφή του βουνού Καστανιά (που ίσως είναι ο Κνάκαλος της αρχαιότητας) βρίσκεται η μονή της Παναγίας Βλαχέρνας.
 
«Μονή των βράχων» η Αγία Ελεούσα του Μπεζενίκου στη νότια πλευρά του χωριού, αθέατη και προφυλαγμένη μέσα στο κοίλωμα του βουνού και περικυκλωμένη από τα πεύκα του Μαινάλου, υπήρξε καταφύγιο στους δύσκολους καιρούς, ιδιαίτερα στα χρόνια του Αγώνα και την περίοδο της επιδρομής του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1826). Τα παλαιότερα χρόνια ξεκινώντας από το χωριό, ένα μονοπάτι από το φαράγγι της Αράπισσας και μετά από τρία περίπου τέταρτα πεζοπορίας, οδηγούσε στα πρώτα σκαλοπάτια της μονής. Σήμερα ένας χωματόδρομος έχει πάρει τη θέση του παλιού μονοπατιού και καθιστά δυνατή την πρόσβαση με αυτοκίνητο κοντά στη μονή.
Ανηφορίζοντας προς τη μονή και πολύ κοντά στο σημείο, όπου βρίσκεται το σύγχρονο μνημείο του τοπικού ήρωα Αλέξη Νικολάου ή Λεβιδιώτη βρίσκονται μέσα σε εντυπωσιακή σπηλιά τα αρχιτεκτονικά λείψανα της Παναγιάς Καταφυγιώτισσας, για την οποία δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την ίδρυσή της. Πρόκειται για μονόχωρη εκκλησία, η οποία έχει κτισθεί σε κοίλωμα του φυσικού βράχου ακολουθώντας την κλίση του. Σήμερα σώζονται τμήματα της τοιχοποιίας σε αρκετά μεγάλο ύψος, καθώς και σπαράγματα τοιχογραφιών κατά χώραν.
 

Το Κάστρο του Μπεζενίκου

Πάνω από τη μονή της Ελεούσας, στην κορυφή του επιβλητικού βράχου που ορθώνεται πάνω από την Βλαχέρνα, βρίσκονται τα ερείπια ενός απόρθητου κάστρου που θεωρείται ότι είναι υστεροβυζαντινής περιόδου. Η ονομασία του κάστρου προέρχεται από τον ομώνυμο οικισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε κυρίως στη νότια πλαγιά του υψώματος και έχει σλάβικη προέλευση με την συνηθισμένη για την Αρκαδία κατάληξη –νικος. Ο Χαλκοκονδύλης, που εξιστορεί την εκστρατεία των Τούρκων στο Μοριά το 1458, μας δίνει την πρώτη αναφορά του οικισμού ως «Παζενίκην πόλιν», στην οποία ο Μωάμεθ έστειλε το Μανουήλ Κατακουζηνό να πείσει τους πολιορκημένους στο κάστρο της να παραδοθούν. Όμως, η προσπάθεια των Τούρκων να καταλάβουν το κάστρο ήταν ανεπιτυχής και έτσι αναχώρησαν και πολιόρκησαν το Μουχλί. Στον κατάλογο των φρουρίων του 1463 συναντάμε το οχυρό ως Bocenico, ενώ στα τελευταία χρόνια της Ενετοκρατίας ως Boserico και Bessenico.

Το κάστρο αποτελεί ένα φυσικό οχυρό, καθώς ο βράχος επί του οποίου έχει κτιστεί είναι απροσπέλαστος από τις τρεις πλευρές και μόνο από την ανατολική πλευρά υπάρχει ομαλή πρόσβαση. Σε αυτό το σημείο οι Βυζαντινοί έκτισαν ισχυρή διπλή οχύρωση και πύργους. Το βόρειο επίπεδο του κάστρου είχε την τελείως απαραίτητη οχύρωση, καθώς προστατευόταν από τον κάθετο βράχο. Στα νότια βρίσκεται η πύλη εισόδου που προστατευόταν από έναν ορθογώνιο πύργο. Αριστερά του πύργου διακρίνονται ίχνη τειχών, ενώ στην ανατολική πλευρά τα τείχη είναι εμφανέστερα και ακολουθούν την κλίση της πλαγιάς ως το υψηλότερο σημείο όπου σταματούν σε έναν ακόμα πύργο. Στη σχεδόν επίπεδη κορυφή του κάστρου, από την οποία διακρίνονται το Μαίναλο, ο Βλαχέρνικος κάμπος και πιο μακριά οι βουνοκορφές του Ολίγυρτου και του Λύρκειου, διακρίνονται οικιστικά κατάλοιπα και πολλές υδατοδεξαμενές. Οι ντόπιοι ασβεστόλιθοι, τα κεραμίδια και το ασβεστοκονίαμα που χρησιμοποιήθηκαν στην οχύρωση του βράχου μαρτυρούν και τη βυζαντινή τοιχοδομία της.
 
Η γεωγραφική θέση που κατέχει το κάστρο είναι καίρια για το έλεγχο του κόμβου Μαντινεία – Ηλεία. Σήμερα η επιφάνεια του κάστρου καλύπτεται από την πυκνή βλάστηση της περιοχής.
 

ΟΝΟΜΑΣΙΑ

Η μονή της Παναγίας Ελεούσας ή της Παναγίας του Μπεζενίκου διαθέτει διπλή ονομασία, η οποία προέρχεται: α) από την  προσωνυμία της Παναγίας Ελεούσα και β) από το όνομα του χωριού Μπεζενίκο, στο οποίο σήμερα έχει δοθεί η ονομασία Βλαχέρνα.

Σύμφωνα με έρευνα της Κωνσταντοπούλου-Δωρή το όνομα Ελεούσα ανήκει στην Παναγία και όχι σε κάποια αγία, όπως ενίοτε υποστηρίζεται, διότι στο ελληνικό εορτολόγιο δεν υπάρχει Αγία Ελεούσα και όπου αυτή απαντά, αναφέρεται στην Παναγία. Η δεύτερη ονομασία είναι τοπωνυμική. Για την προέλευση του τοπωνυμίου αυτού πολλές ερμηνείες έχουν διατυπωθεί. Κατά την εποχή της Αλώσεως σε κείμενο του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη απαντά ως «Παζενίκη» και σε κείμενο ανώνυμου χρονογράφου «Πατζανίκα».

Σε κατάλογο των φρουρίων το 1463 αναφέρεται ως Bocenico, ενώ μετά την τελευταία Ενετοκρατία (1687-1715) ως Besenico. Η λέξη «Μπεζενίκο» έχει πιθανόν σλάβικη καταγωγή, με τη συνηθισμένη για την Αρκαδία κατάληξη σε –νικο (=υποκοριστικό). «Μπεζενίκο» σημαίνει νερό, ακταία, κουφοξυλιά. Πλείστα τοπωνύμια, κυρίως στη Αρκαδία, έχουν την κατάληξη –νίκος δηλώνοντας τοποθεσίες που βρίσκονται κοντά σε νεροπηγές, π.χ. Γαρζενίκος (Μεθυδρίου και Καντήλας), Προσινίκος (Νυμφασίας Πηγής), Ρεζενίκος (Βαλτετσίου) κ.τ.λ.

Στα Χρονικά των Αρκάδων (τ.Α΄, σ.88) αναφέρεται από υπογράφοντα το δημοσίευμα ως «Βλαχερνιώτης» η άποψη ότι  η ονομασία προήλθε από κάποιο υποστράτηγο του Στηλίχωνα, Βέσιο (380-400), ο οποίος, όταν νίκησε τον Αλάριχο στη θέση Βαρδαίοι, το πεδίο της μάχης πήρε το όνομά του (Βέσιον-νίκος = Βεσενίκος = Μπεζενίκος) σε ανάμνηση της νίκης του.

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Η παράδοση αναφέρει ότι η μονή της Ελεούσας ήταν πάντα πλούσια, με μεγάλη κτηματική περιουσία και πολλούς μοναχούς. Διαλύθηκε το 1833 και τα κτήματά της πήραν οι μονές Κανδήλας και Κερνίτσας. Στη μονή είναι θαμμένος ο τοπικός ήρωας Αλέξης Νικολάου ή Λεβιδιώτης, ο οποίος είχε καταφύγει στη μονή με τους συγχωριανούς του στη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του Ιμπραήμ, όπως μαθαίνουμε από τα απομνημονεύματα του Φωτάκου. Ο Φωτάκος πάλι διηγείται  πως ο Λεβιδιώτης, ιππεύοντας ένα άλογο -λάφυρο από τους Αιγυπτίους- σώθηκε την τελευταία στιγμή από κάποιον που σταμάτησε το αφηνιασμένο άλογο, καθώς κάλπαζε για να ακολουθήσει τα άλογα των Αιγυπτίων που έφευγαν. Και το παράξενο που η μοίρα του ηρωικού Λεβιδιώτη, τον συνδέει για τελευταία φορά και πάλι με άλογο. Συγκινητική η περιγραφή –και πάλι του Φωτάκου- του τέλους του Λεβηδιώτη: «Την δε ακόλουθον ημέραν οι Έλληνες επήγαν και εσήκωσαν του Αλέξη το σώμα και του Κουβαβά και τα επήγαν εις το μοναστήρι του Μπεζενίκου εις την Αγίαν Ελεούσαν και τα έθαψαν με τας ανηκούσας τιμάς. Ο δε Παπαναστάσης έψαλε τα νεκρώσιμα. Το δε άλογό του, το οποίον, ως είπαμεν, δεν ήθελε να υπάγη, ύστερα το επήγαν, και αφού το εφόρτωσαν τα δύο πτώματα, του κυρίου του και του Κουβαβά, και αφού τα έφερεν εις το Μοναστήρι έπειτα εψόφησεν».

Το δημοτικό τραγούδι υμνεί τον θάνατο του παλικαριού στη μάχη του Λεβιδιού, στις 15 Νοέμβρη 1826:

Τρεις περδικούλες κάθονται στον Νούδιμο στη Βρύση,

η μια τηράει, το Σταχτερό, η άλλη το Μοναστήρι

κι η τρίτη ν’ η καλλίτερη μοιρολογάει και λέει:

-Πολλή Τουρκιά μας πλάκωσε στου Λεβιδιού τον Κάμπο.

ήρθαν επάνω στη Βαρειά, στη Βρύση, στον Νενίνο.

Πήρανε σκλάβους περισσούς, γυναίκες με τους άντρες.

Πήρανε στάνες πρόβατα και βουκολιά γελάδια!

Και ο Αλέξης που το άκουσε πολύ του βαρυφάνη,

και του σεΐζη μίλησε και του τσαούση λέει:

-Σεΐζη, σέλως΄τ΄άλογο και βάλ΄του και το γκέμι,

και συ τσαούση Νικολό, μάζω τα παλληκάρια,

γρήγορα για να πιάσουμε στη Βρύση στον Νενίνο…

Μας ήρθαν Τούρκοι περισσοί, πεζούρα και καβάλλα,

μας σκλάβωσαν τα αδέλφια μας, πήραν τα πράγματά μας.

Και τότε ξεκινήσανε από το Μοναστήρι

και βιαστικά κατέβηκαν στου Λεβιδιού τον Κάμπο,

και καταπιάστη ο πόλεμος μες του Βλαντά αποκάτω.

Πολλά γιουρούσια κάμανε ν’ οι Τούρκοι στους Ρωμαίους

και βάσταξαν τον πόλεμο ως το μεσημεράκι.

Κι ο Αλέξης μ’ άλλους δεκαοχτώ χωρίζει από τους άλλους,

τραβάει πέρα από την Μπαλιά όλο το καταράχι,

για να τους πιάσει από μπροστά πούταν στενός ο δρόμος.

Μπροστά καρτέρι τούχανε στης Κώσταινας τη Λάκκα,

ασκέρι τακτικού στρατού όλο στραβαπαράδες

και τα ταμπούρλα βάρεσαν, στη μέση τον εβάλαν,

πολλά τουφέκια τούριξαν κι εννιά τον εβαρέσαν

και λαβωμένος πούητανε τ’ άρματα δεν τα ρίχνει,

παρά σκοτώνει αλύπητα, ως που τον εσκοτώσαν…

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Ο βυζαντινός ιστορικός Λαόνικος Χαλκοκονδύλης αναφέρεται στο έργο του (Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ποδείξεις στοριν 2.205.16) στο κάστρο του Μπεζενίκου και στην προσπάθεια των Τούρκων να το καταλάβουν κατά την επιδρομή του Μωάμεθ Β΄ στο Μοριά (1458): ντεθεν λαύνων δι Μαντινείας (15) χώρας φίκετο π Παζενίκην πόλιν, κα πεμπε Καντακουζηνόν, ν ποτε ο λβανο γεμόνα λόμενοι στρατεύοντο π τος λληνας· παρν γρ τότε ν τ στρατοπέδ μετάπεμπτος π βασιλέως, στε πιλαβέσθαι ατ ς τος ν τ Πελοποννήσ λβανούς, μετιόντα τε κα λόγους πιπέμποντα περ προδοσίας. (20) ς δ νταθα πέμπων κέλευε προσφέρειν τος ν τ πόλει, στε  προσχωρσαι· παρσαν δ μα ατ καί τινες το βασιλέως, ατιασάμενοι παρ βασιλε, ς δικενον σφίσι νεύματι χρησάμενον ο παρέδωκαν σφς, χθεσθναί τε συνέβη τν βασιλέα, κα (206.) προϊν πιέναι τι τάχιστα κ το στρατοπέδου ξήλασεν. ς δ δύνατα προσβαλεν τ ρύματι (κλελοιπότες γρ ο ν τ πόλει ρυμα ατο ταύτ, τι γγυτάτω ν, κατέλαβόν τε κα διεσώζοντο) συσκευασάμενος πει ντεθεν, κα τ στεραί τέλεσεν ς τν Τεγεάτην χρον κα πηυλίσατο. νταθα βου(5)λεύετο πμφότερα, ε τε ς Σπάρτην λαύνοι κα πίδαυρον.

Τα ίδια γεγονότα παραδίδονται και από τον Ανώνυμο χρονογράφο, ο οποίος, κάνοντας πιθανώς μεταγραφή από  την αρχαΐζουσα γλώσσα του Λαόνικου Χαλκοκονδύλη αναφέρει: «Καὶ ἀπὸ κεῖ ἐδιάβη μέσα εἰς τὴν Μαντινεία, τὰ μέρη τῆς Καλαμάτας, καὶ εἰς τὴν χώρα τὴν Πατζανίκα. Καὶ ἐκράξανε τὸν κὺρ Μανοήλ τὸν Κατακοζηνό, ὅπου ἤτονε καπετάνιος τῶν Μοραϊτῶν καί τῶν Ἀλβανιτῶν καὶ ἤτονε εἰς βοηθείαν τοῦ Σουλτάνου καὶ ἠνάγκαζε νὰ παραδίνουνται τὰ Κάστρη του Μορέως εἰς τὸν Σουλτάνο. Ἀμμὴ κάποιοι χριστιανοὶ Μοραΐτες δημηγέρτες εἴπανε τοῦ Σουλτάνου, ὅτι: -Ὁ κὺρ Μανοὴλ ὁ Κατακουζηνὸς ἔλεγε, ὅτι νὰ κρατοῦμε δυνατά, νὰ μὴ παραδινόμεσταν εἰς τὴν ἀφεντία σου! Καί, ὡς τὸ ἤκουσε ὁ Σουλτάνος, τοῦ ἐκακοφάνη πολλὰ καὶ τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὸ φουσσάτο του. Καὶ δὲν ἤθελε νὰ τοῦ ἀκολουθᾶ, ἀλλὰ μηδὲ λόγια του μηδὲ τὴν βουλή του δὲν τὴν ἤθελε. Καὶ ἀπὸ κεῖ ἐδιάβη ὁ Σουλτάνος, καὶ ἐπολέμα τὴν Μαντινεία. Ἀμμὴ ἤτονε Κάστρο καὶ δὲν ἠπόρειε νὰ τὸ πάρη……».

Τα γεγονότα του Μπεζενίκου και η αποτυχία των Τούρκων έλαβαν χώρα το 1458. Μεταξύ των πρωταγωνιστών του επεισοδίου στο Μπεζενίκο ήταν ο Μανουήλ (ή Γκίνης) Κατακουζηνός, πιθανότατα Αρβανίτης οπλαρχηγός, ο οποίος τελικά κατόρθωσε να σώσει το κάστρο. Τον Μανουήλ Κατακουζηνό έστειλε ο Μωάμεθ να πείσει τους πολιορκημένους στο κάστρο να παραδοθούν. Εκείνος έκανε νόημα σε αυτούς να πράξουν αντίθετα, έγινε όμως αντιληπτός από τους Τούρκους και διώχθηκε από το στρατόπεδο. Οι Τούρκοι, μετά από την ανεπιτυχή προσπάθειά τους να καταλάβουν το κάστρο αποχώρησαν και πολιόρκησαν το Μουχλί.

Την ίδια ηρωική αντίσταση επιφύλαξαν στον Ιμπραήμ 400 χρόνια αργότερα οι Λεβιδιώτες και οι Μπεζενικιώτες, όταν αυτός επιτέθηκε στη μονή.

Σύμφωνα με στοιχεία που προέρχονται από το φάκ. 329 των Μοναστηριακών των Γ.Α.Κ. και με όσα αναφέρουν οι απομνηματογράφοι του Αγώνα του ’21 γνωρίζουμε σημαντικές λεπτομέρειες για τη ζωή του μοναστηριού. Έτσι λ.χ. βρίσκουμε την πληροφορία ότι η μονή ήταν σταυροπηγιακή και κάποια ορισμένη χρονική στιγμή δεινοπάθησε και διαλύθηκε. Αναφέρεται ότι ανασυγκροτείται κατά τη Β΄ Τουρκοκρατία (μετά το 1715), οπότε καθίσταται ενοριακή. Κατά την πολιορκία του Ιμπραήμ η μονή πυρπολήθηκε και διαλύθηκε.

Το 1829 ήρθαν στην έρημη μονή, μετά την αναχώρηση του Ιμπραήμ, ο «Διονύσιος όσιος Αργυρόπουλος από το Λεβίδι» (ετών 55; και εγγράμματος) και ο «Παρθένιος ιερομόναχος Παπαδιαμαντόπουλος, ετών 36», οι οποίοι βρήκαν το μοναστήρι και τα μετόχια του πυρπολημένα. Μετά τη διάλυση της μονής οι μοναχοί διεκδικούν από τη Νομαρχία Τριπόλεως και το Υπουργείο Εκκλησιαστικών την περιουσία τους και 1600 τουρκικά γρόσια που είχαν οι ίδιοι διαθέσει και κατ’ αυτόν τον τρόπο αρχίζει μία μακρόχρονη διένεξη με πολλά έγγραφα αλληλογραφίας. Υπάρχει μάλιστα έγγραφο του 1838, στο οποίο το Υπουργείο παρατηρεί δριμύτατα τον Διοικητή Μαντινείας, διότι τον θεωρεί υπεύθυνο για το ότι οι μοναχοί του Μπεζενίκου δε δίνουν ακριβή κατάλογο της «αποσκευής» της μονής, και θεωρώντας ύποπτη την στάση τους για αντικείμενα που λείπουν ή που παρουσιάζονται διαφορετικά, τελειώνει: «…άλλως εάν τυχόν ήθελον επιμείνει αρνούμενοι χωρίς λόγον, προσκαλείσθε να μας αναφέρητε δια να λάβωμεν τα προσήκοντα μέτρα» (Γ.Α.Κ.).

Σε έγγραφο με την ημερομηνία 23 Ιουνίου 1833 που είναι «Κατάλογος του Ιερού Καταγωγείου της Μονής Μπεζενίκου, η Κοίμησις της Υπεραγίας Θεοτόκου» υπάρχει μια ενδιαφέρουσα περιγραφή της κατάστασης της μονής, των μετοχίων της και των περιουσιακών της στοιχείων, γραμμένη από τους μοναχούς. Σε αυτήν ορίζεται ακριβώς η θέση της μονής και η απόστασή της από τα γειτονικά χωριά. Καταγράφεται η τοπική παράδοση, ότι το μοναστήρι ήταν από παλιά σταυροπηγιακό και επί Τουρκοκρατίας με ενέργεια του Επισκόπου Μαντινείας έγινε ενοριακό. Αναφέρουν ότι το 1829, οπότε και εγκαταστάθηκαν σε αυτό, δε βρήκαν τίποτε – ούτε χρυσόβουλλα, ούτε βιβλία, ούτε συγγράμματα – μόνο «τη σπηλιά οπού υπήρχε ήδη η εκκλησία». Για τις εργασίες της μονής είχαν έμμισθο έναν τσοπάνη 30 χρονών και έναν δεκαπεντάχρονο υπηρέτη. Η μονή ήταν μικρή, σφηνωμένη στο βράχο, με μια στέρνα. Υπήρχαν ακόμη δύο κελλιά με κατώι.

Το 1834 η μονή Αγίας Ελεούσας θεωρείται διαλυμένη. Το 1839 οι μοναχοί της Κανδήλας, οι οποίοι υποφέρουν οικονομικά, ζητούν τα κτήματα της Μπεζενίκου, που τελικά το 1840, με σύμφωνη γνώμη της Ιεράς Συνόδου, τους παραχωρούνται. Στη μονή Κανδήλας έχει σωθεί σχέδιο πρωτοκόλλου παραδόσεως (Οκτώβριος 1840), σε εκτέλεση της υπ’ αρ. 5634/16-10-1840 διαταγής Διοικήσεως Μαντινείας, σύμφωνα με την οποία, οι γνωστοί  για τον μακρόχρονο αγώνα τους μοναχοί Διονύσιος και Παρθένιος, παραδίδουν στη μονή Κανδήλας διάφορα αντικείμενα της Αγίας Ελεούσας.

Έτσι, κλείνει η ιστορία της μονής του Μπεζενίκου, που -κατά την παράδοση- λειτουργούσε σαν ανδρώα σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα του ’21 και από αυτήν είχαν μεταφερθεί στη μονή Κανδύλας ένας εξαιρετικά μεγάλος αριθμός βιβλίων, αλλά και κώδικες, για να χρησιμεύσουν στην κατασκευή φυσιγγίων.

Στην απογραφή του Ρήγα Παλαμήδη του 1828 και στην περιγραφή του χωριού Μπεζενίκου δεν αναφέρεται η Ελεούσα:  «Ο Μπεζενίκος ήτο παλαιότερα χωρίον με πολλάς προσόδους, πυκνοκατωκημένον και με περιουσίαν αρκετήν, σχεδόν ωσάν πόλις, αλλ’ οι κάτοικοι πολύ επιέζοντο από τους δυνάστας και εθανάτωσαν τους σπαήδες, κατεδιώχθησαν και εσκορπίσθησαν, το δε χωρίον ηρημώθη τόσον, ώστε μόνον ολίγαι καλύβαι απέμειναν. Σιγά – σιγά ενθαρρυθέντες μερικοί επανήλθον, αλλ’ εν τω μεταξύ ευρών ευκαιρία ο Αρναούτογλους είχε καταπατήσει αμπέλια και χωράφια και εις τον κόσμον αφήκε τα ορεινά που ακριβώς ευρίσκοντο γύρω από τας καλύβας των. Εις 11 ζευγολατεία ανήρχετο η ιδιοκτησία του Ιμπραήμ αγά Αρναούτογλου από τα οποία εισέπραττε 482 κουβέλια γέννημα, κατείχε δε και ο Ωμέρ αγάς Μπούμπασης έν χάνι… Το χωρίον ήτο διηρημένον εις Επάνω και Κάτω Μπεζενίκον. Το Επάνω ελέγετο και Παλιομπεζενίκο, ενώ το Κάτω ελέγετο Νέον. Εν συνόλω, η γη υπελογίζετο εις 84 ζευγολατεία, τα σπίτια ήσαν 26, αι αγροτικαί καλύβαι 28, υπήρχε και ένας πύργος. Εκκλησία υπήρχε ο Άγ. Αθανάσιος και ηρειπωμένη ο Άγιος Δημήτριος».

ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

α) Περιγραφή της μονής

Η μονή έχει κτιστεί μέσα σε κοίλωμα του βράχου. Σύγχρονο λιθόστρωτο οδηγεί σε τσιμεντένια κλίμακα αποτελούμενη από 92 αναβαθμούς, που οδηγούν αρχικά σε ένα μικρό πλάτωμα από το οποίο η θέα της γύρω περιοχής είναι εντυπωσιακή και στη συνέχεια στην πύλη εισόδου της μονής. Βορειοδυτικά του πλατώματος είναι κτισμένο το κωδωνοστάσιο της μονής. Η εξωτερική μορφή του μοναστηριού είναι ιδιαίτερα απλή. Στην πρόσοψη της μονής υπάρχουν τέσσερα παράθυρα και  δύο εξώστες. Η πύλη εισόδου είναι τοξωτή, με δύο παραστάδες και απολήγει σε οξυκόρυφο αέτωμα. Ημικυκλική κατασκευή επί του βράχου στα δυτικά, η οποία φέρει πολεμίστρες, πιθανώς αποτελούσε φρουριακό κτίσμα της μονής.

Στο μέσον περίπου των αναβαθμών που οδηγούν από την πύλη εισόδου προς τη  θύρα του καθολικού υπάρχει είσοδος λαξευμένη επί του φυσικού βράχου. Ο υπόγειος αυτός χώρος χρησιμοποιούνταν -σύμφωνα με την τοπική παράδοση- ως κρύπτη για την διαφυγή των παρευρισκομένων στη μονή σε περίπτωση επιδρομής ή ως κρυφό σχολειό.

Η θύρα εισόδου του ναού έχει σχεδόν την ίδια αρχιτεκτονική μορφή με τη θύρα της εξωτερικής πύλης. Στην κόγχη υπάρχει εντοιχισμένη πλάκα διαστάσεων: 0,40 Χ 0,40 μ., με ανάγλυφο σταυρό και γράμματα που φέρει τη χρονολογία 1890. Τη διακόσμηση της αετωματικής απόληξης του θυρώματος συμπληρώνει μία ανάγλυφη κεφαλή που έχει ενσωματωθεί στην κορυφή του αετώματος.

Βόρεια του καθολικού της μονής υπάρχει κατασκευή που φέρει επίχρισμα και πιθανώς χρησίμευε ως δεξαμενή για την ύδρευση του μοναστηριού.

Η αρχική μορφή των κελλιών και των άλλων χώρων της μονής έχει μεταβληθεί λόγω νεοτέρων επισκευών και επεμβάσεων.

β) Περιγραφή του καθολικού

Το καθολικό της Αγίας Ελεούσας, που είναι αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είναι δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος ναός με τρούλλο και με το ιερό διευθετημένο σε βραχοσκεπή. Έχει διαστάσεις: 5Χ4μ. και φέρει την προσθήκη ενός νεότερου εξωνάρθηκα (6 x 5 μέτρα), ο οποίος πιθανώς ανήκει στις εργασίες ανακαίνισης που έχουν κατά καιρούς πραγματοποιηθεί στη μονή και αναφέρονται στις υπάρχουσες επιγραφές. Το δάπεδο του καθολικού αποτελείται από τετράγωνες πέτρινες πλάκες και είναι διαφορετικό από αυτό του εξωνάρθηκα, το οποίο κατά πάσα πιθανότητα χρονολογείται στις αρχές του 20ου αι., καθώς μοιάζει με το δάπεδο του εξωνάρθηκα του καθολικού της μονής Βαρσών, που έχει κατασκευαστεί σύμφωνα με επιγραφή το 1908.

Το ανατολικό τμήμα του καθολικού και κυρίως οι τρείς κόγχες του ιερού έχουν λαξευτεί στο φυσικό βράχο. Ο τρούλλος στηρίζεται εσωτερικά σε δύο κίονες και δύο τοιχοπεσσούς, που οριοθετούν το τριμερές ιερό. Παλαιότερα η αγία τράπεζα βρισκόταν στο νότιο τοίχο του διακονικού (στον φυσικό βράχο έχει λαξευτεί τυφλό αψίδωμα). Στα νότια ένα δίλοβο παράθυρο αποτελεί φωτιστικό άνοιγμα. Στο εσωτερικό του καθολικού είναι εμφανή τα ίχνη από φωτιά. Η στέγαση του ναού είναι πρόχειρη και αλλοιώνει αισθητά τη μορφή του κτίσματος.

Σύμφωνα με την παράδοση, η μονή της Αγίας Ελεούσας ιδρύθηκε επί Ανδρονίκου Παλαιολόγου στις αρχές του 14ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες όμως του καθολικού, που  χρονολογούνται πιθανώς τον 18ο αι., μαρτυρούν ότι και η οικοδόμηση του καθολικού πρέπει να έγινε τουλάχιστον μέσα στον 18ο αιώνα.

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

Το καθολικό φέρει στρώμα τοιχογραφιών, πιθανώς του 18ου αι., οι οποίες φαίνεται πως έχουν υποστεί φθορές από πυρκαγιά και στα νεώτερα χρόνια έχουν επιζωγραφιστεί. Ωστόσο, λόγω των συνθηκών που επικρατούν στο ναό σχεδόν όλες οι επιζωγραφισμένες επιφάνειες φέρουν στρώμα από άλατα. Η υγρασία με το πέρασμα του χρόνου έχει αλλοιώσει και τις νεώτερες επιζωγραφίσεις. Το φόντο των παραστάσεων έχει επιζωγραφιστεί πιθανώς με χρώματα λαδιού. Ο εξωνάρθηκας φέρει τοιχογραφίες του 20ου αιώνα.

ΕΠΙΓΡΑΦΕΣ

Σε κτητορική επιγραφή  (0,22 x 0,12μ.) αναφέρεται ότι η μονή ανακαινίστηκε το 1956. Επίσης, υπάρχει και μια άλλη επιγραφή σχετική με την αγιογράφηση:

Αυτή η θεία και ιερά Μονή της Αγίας Ελεούσης

εζωγραφίσθη δαπάνη της Μονής και των

αποδημούντων εν Αμερική Πατριωτών Βασιλείου και

Αικατερίνης Πανούση εις αιώνιον μνημόσυνον αυτών

και εν έτει 1908 Ιουλίου 25.

Σε επιγραφή (0,25 x 0,15 μ.), η οποία είναι εντοιχισμένη  στην πύλη εισόδου  στο προαύλιο, αναγράφεται γύρω από ένα ανάγλυφο σταυρό:

1900                        ΙΟΥΛΙΟΥ

Η ΘΥΡΑ                    ΑΥΤΗ

ΑΝΕΚΑΙ                   ΝΙΣΘΗ

ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΩΝ   ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ

ΚΑΙ ΥΠΟ                   ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΔΗ

ΜΗΤΡΙΟΥ                Κ. ΤΖΙΟΛΑ

Η ΚΤΙΣΤΕΣ               ΜΑΚΕΔΟΝΙ

Και σε μικρότερη: «συνδρο/Λεβιδίου.»

Πάνω από τη θύρα εισόδου του καθολικού του ναού υπάρχει επιγραφή γύρω από ανάγλυφο σταυρό, στην οποία αναγράφεται:

ΜΑΙΟΥ 1

Κ.ΤΖΙΟΛΑ

ΣΥΝΔΟΜΙΤΟΥ

ΜΕΤΟΧΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΛΕΟΥΣΑΣ

Σε έγγραφο με ημερομηνία 23 Ιουνίου1833 (Γ.Α.Κ, φάκ. 315), στην περιγραφή που δίνουν οι μοναχοί για την κατάσταση της μονής Ελεούσας, των μετοχιών  και των περιουσιακών της στοιχείων, αναφέρεται ότι το 1829, οπότε και εγκαταστάθηκαν στο μοναστήρι δε βρήκαν κείμενα (χρυσόβουλλα, βιβλία ή κατάστιχα) που να αναγράφουν περιουσιακά στοιχεία. Οι μοναχοί, περιγράφοντας το εσωτερικό της μονής αναφέρουν ότι «τα δεσποτικά» μόλις θεωρούνται ένεκα της φωτιάς (οι εικόνες του τέμπλου είχαν γεμίσει αιθάλη από φωτιά).

Αναφέρουν λιγοστά σκεύη και μία λειψανοθήκη που είχαν αγοράσει με δικά τους λεφτά (200 γρόσια) από έναν ξένο καλόγερο, τον Καλλίνικο και έφερε στο εσωτερικό της λείψανα των αγίων Χαραλάμπους, Αναργύρων και του οσιομάρτυρος Παύλου του εν Τριπόλει. Στη συνέχεια περιγράφονται τα μετόχια της μονής: ένα μετόχι στο «όριο» του Μπεζενίκου με τρία καταλύμματα, καμμένα από τους Άραβες, τα οποία ανακαινίστηκαν από τους μοναχούς και ενοικιάσθηκαν σε γεωργούς και ένα ερειπωμένο μετόχι στο Λεβίδι. Ακολουθεί περιγραφή κτημάτων σε διάφορες τοποθεσίες, στην περιοχή Μπεζενίκου και στην περιφέρειά της και τέλος, καταγράφονται τα ζώα που κατέχει η μονή: 113 γιδοπρόβατα, ένα μέρος των οποίων ήταν αγορασμένα από τους ίδιους, 2  μουλάρια, καθώς επίσης και μελίσσια που τους χάρισαν οι κάτοικοι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

– Αντωνακάτου Ν. – Μαύρος Τ., Ελληνικά Μοναστήρια. Πελοπόννησος. Μονές Αρκαδίας, τ. Β΄, Αθήνα 1979, σ.67-71.

– Θ. Βαγενάς, «Ηρωική αντίσταση στο Μπεζενίκο (1458)»,Αρκαδικά, χρόνος Γ΄, τεύχος 1, Αθήναι 1975, σ.11-12.

– Βλαχερνιώτης, «Βλαχέρνα (Μπεζένικο) Μαντινείας», Χρονικά των Αρκάδων, τ. Α΄ (1959), σ. 88-90.

– Γριτσόπουλος Τ., Ιστορία της Τριπολιτσάς, τ.Α΄, Αθήνα 1972.

– Καραχάλιος Π., «Το άπαρτο κάστρο του Μπεζενίκου», Χρονικά των Αρκάδων, τ.Ε΄, Αθήνα 1979, σ.15-16.

– Κωνσταντοπούλου-Δωρή Παν., Η πολυώνυμος Δέσποινα και τα επώνυμα προσκυνήματά της, (έκδ.) Ηπειρωτική Ελλάς, Πελοπόννησος, τ. Δ΄, Αθήνα 2003, σ.118-120.

– Μητροπολίτου Μαντινείας και Κυνουρίας Αλέξανδρου, Τα μοναστήρια της Μαντινείας, Αθήνα 2000, σ.189-191.

– Μπάλλα Α. Ι., «Τα μεσαιωνικά κάστρα του Μαινάλου», Πελοποννησιακά, τ. ΚΑ΄ (1955), σ.155.

– Σαραντάκης Π., Αρκαδία. Τα μοναστήρια και οι εκκλησίες της. Οδοιπορικό 10 αιώνων, Αθήνα 2000, σ. 44-45.

– Σαραντάκης Π., Οι ακροπόλεις – Τα κάστρα & οι πύργοι της, σιωπηλά ερείπια μιας δοξασμένης γης, Αθήνα 2006, σ. 43-44.

– Φωτάκος, Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. Β΄, Αθήνα 1899, σ.43.