Αρχείο για Ιστορικά
Πόσοι ήμασταν πριν 300 χρόνια στην Αρκαδία; Απογραφή των Βενετών το 1700 στην Πελοπόννησο!
Λέγοντας απογραφή πληθυσμού εννοούμε το σύνολο των διοικητικών ενεργειών, που έχουν σαν σκοπό τη συγκέντρωση στατιστικών πληροφοριών αναφορικά με το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά (δημογραφικά, οικονομικά, κοινωνικά, οικιστικά) του πληθυσμού ενός γεωγραφικού χώρου, σε δεδομένο χρόνο.
Κάθε απογραφή προϋποθέτει την καθολική και ταυτόχρονη καταγραφή όλων όσων βρίσκονται κατά την ημέρα της διεξαγωγής της σε μία οριοθετημένη γεωγραφικά περιοχή, που συνήθως είναι η εθνική επικράτεια και οι διοικητικές της υποδιαιρέσεις. H συγκριτική μελέτη των αποτελεσμάτων διαδοχικών απογραφών, αποκαλύπτει τις ιστορικές τάσεις των δομών και χαρακτηριστικών του πληθυσμού.
Απογραφές με τη σύγχρονη έννοια του όρου άρχισαν να πραγματοποιούνται σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες ήδη από τον 18ο αιώνα, γενικεύθηκαν δε τον 19ο αιώνα. Στην Ελλάδα, έχουν μέχρι σήμερα πραγματοποιηθεί συνολικά 29 απογραφές πληθυσμού, από τις οποίες 26 ήταν καθολικές και 3 μερικές. Οι απογραφές επαναλαμβάνονταν σε άνισα χρονικά διαστήματα ως τη δεκαετία του 1960, οπότε αποκαταστάθηκε μια τακτικότητα στη διενέργειά τους (κάθε δεκαετία).
Μετά την Ελληνική επανάσταση, πρώτη γενική απογραφή (καταγραφή) θεωρείται αυτή που έγινε επί Kαποδίστρια το 1828, ενώ ανάμεσα στο 1828 και το 1856 υπήρξαν 13 γενικές καταγραφές πληθυσμού σε ακανόνιστα διαστήματα. Οι πρώτες όμως αυτές απογραφές ήταν απλές απαριθμήσεις του πληθυσμού και η αξιοπιστία τους ήταν μειωμένη εξαιτίας της μεγάλης χρονικής διάρκειας τους (διαρκούσαν σχεδόν έξι μήνες).
Αν και η πρώτη καταγραφή του πληθυσμού λοιπόν διεξήχθη επί Καποδίστρια (1828), η απογραφή του 1861 ήταν η πρώτη όπου υιοθετήθηκαν μερικώς οι διεθνείς συστάσεις για τη διενέργεια απογραφών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν στα Διεθνή Στατιστικά συνέδρια των Βρυξελών (1853), του Παρισιού (1855) και της Βιέννης (1857), ενώ οι πρώτες πραγματικές απογραφές που πληρούν τους βασικούς όρους ήταν αυτές του 1889 και του 1896. Και οι δύο διεξήχθησαν μέσα σε μια μέρα, με τη χρήση ειδικών απογραφικών δελτίων (οικογενειακά το 1889 και ατομικά το 1896), αντί για τα βιβλία απογραφέων που χρησιμοποιούντο μέχρι και την απογραφή του 1879.
Μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο πραγματοποιήθηκαν 4 ακόμη απογραφές (1907, 1920, 1928 και 1940) και εν συνεχεία μία ανά δεκαετία Η τελευταία προπολεμική απογραφή οργανώθηκε 12 ημέρες πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (16/10/1940), δεν αξιοποιήθηκε όμως, αφού η έκρηξη του πολέμου παρεμπόδισαν την επεξεργασία των συλλεχθέντων δεδομένων.
Για όλες τις απογραφές που έχουν γίνει μέχρι σήμερα διαθέτουμε επαρκή στοιχεία, αν και η έκταση και ο πλούτος των δημοσιευμάτων των απογραφών που διεξήχθησαν προπολεμικά ποικίλει σημαντικά. Η πληρέστερη κάλυψη έγινε στις απογραφές του 1920 και του 1928, ενώ αντίθετα η επεξεργασία των συλλεχθέντων στοιχείων δεν ολοκληρώθηκε στις απογραφές των ετών 1889, 1896 και 1940, με αποτέλεσμα τα δημοσιευμένα στοιχεία να είναι εξαιρετικά φτωχά. Όμως ανατρέχοντας στην Ιστορία, ανακαλύπτουμε ότι στην Πελοπόννησο, πολύ πριν τον εθνικό ξεσηκωμό του 1821, η πιο έγκυρη απογραφή θεωρείται εκείνη που έγινε επί Βενετών, στα τέλη του 17ου αιώνα.
Καταλαμβάνοντας τον Μοριά το 1685, οι Βενετοί -που πάντα επεδίωκαν και κατόρθωναν να έχουν μια εξαιρετικά οργανωμένη διοίκηση-χρειάστηκαν συγκεκριμένα στοιχεία για να προχωρήσουν στην εφαρμογή ενός νέου φορολογικού συστήματος. Αποφάσισαν έτσι την σύνταξη κτηματολογίου και την απογραφή του πληθυσμού, η οποία και ολοκληρώθηκε το 1700.
Τότε ακριβώς, με την δημοσίευση της έκθεσης του «προνοητή»(διοικητή επαρχίας) Fr.Grimani, έγινε για πρώτη φορά γνωστός ο συνολικός πληθυσμός της Πελοπονήσου: 176.844 κάτοικοι. Στην απογραφή λοιπόν αυτή του 1700, βασική απογραφική μονάδα δεν ήταν το χωριό, αλλά η οικογένεια. Έτσι στα απογραφικά δελτία περιέχονται αναλυτικά στοιχεία για όλες τις οικογένειες ενός χωριού: αναφέρεται το όνομα του αρχηγού της οικογένειας και ο αριθμός των υπολοίπων μελών κατά φύλο και ηλικία, όμως δεν σημειώνονται τα ονόματά τους. Σε ορισμένα μεγάλα χωριά και πόλεις, τα στοιχεία έχουν ταξινομηθεί και κατά ενορία, γεγονός που αποδεικνύει την σημασία της εκκλησιαστικής κοινότητας ως μονάδας αναφοράς. Άλλωστε, την περίοδο εκείνη, η Εκκλησία ήταν το μόνο οργανωμένο σώμα που μπορούσε να βοηθήσει τις βενετικές αρχές στην διενέργεια των απογραφών.
Καταγράφεται λοιπόν ότι από τα 26 territorii (επαρχίες) της Πελοποννήσου το 1700, η επαρχία της Τριπολιτσάς είχε 9.108 κατοίκους, η επαρχία του Λεονταρίου 4.399, της Καρύταινας 5.572 και του Αγ. Πέτρου Κυνουρίας 3.880 !
Ειδικότερα στην επαρχία Τριπολιτσάς ανήκαν 61 χωριά, τα οποία και σημειώνονται ονομαστικά με την ενετική ονομασία τους. Στην πόλη της Τριπολιτσάς φαίνεται ότι κατοικούσαν τότε 274 οικογένειες, συνολικά δηλαδή 966 άτομα, ενώ στην πόλη της Καρύταινας 47 οικογένειες, συνολικά δηλαδή 169 άτομα.
Από τα χωριά, ενδεικτικά αναφέρουμε ότι διέμεναν τότε:στη Σιλίμνα 19 οικογένειες, στο Λεβίδι 71 οικογένειες, στο Ροϊνό 30, στη Μπολέτα 8, στο Βαλτέτσι 21, στην Καντήλα 38 οικογένειες, στον Αχλαδόκαμπο 21, στη Βλαχοκερασιά 48, στο Μπεζενίκο (Βλαχέρνα) 18 οικογένειες, στα Τσιπιανά (Νεστάνη) 42, στα Αγιωργίτικα 40, στη Μπερτζοβά (Παρθένι) 39, στο Αρκουδόρεμα 104, στην Βυτίνα 113, στην Ζάτουνα 74, στην Δημητσάνα 167, στην Στεμνίτσα 179, στην Κοντοβάζαινα 49 και την Αλωνίσταινα 38.
Λίγο αργότερα το 1815, ο Φ. Πουκεβίλ, Γάλλος διπλωμάτης, γιατρός, ιστορικός και φιλέλληνας, ωθούμενος από τη μεγάλη του αγάπη για την Ελλάδα και στους Έλληνες κατέγραψε τις εμπειρίες και τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στην προεπαναστατική Ελλάδα, σε μια σειρά από έργα αφιερωμένα σ’ αυτή. Τα έργα αυτά εκδόθηκαν στην Ευρώπη, είχαν μεγάλη επιτυχία και τόνωσαν τα φιλελληνικά αισθήματα των Ευρωπαίων. Κατά την μακρόχρονη διαμονή του στην Ελλάδα, ο Πουκεβίλ υπηρέτησε και ως πρόξενος της Γαλλίας στην Πάτρα. Το 1820 κυκλοφόρησε στο Παρίσι το πεντάτομο έργο του «Ταξίδι στην Ελλάδα». Το συναρπαστικό περιεχόμενο του περιλαμβάνει αρχαιολογικό υλικό, ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης, δημοτικά τραγούδια και περιγραφές των εθίμων, καθώς και στοιχεία για τον πληθυσμό και την οικονομική ζωή του τόπου.
Στην καταγραφή αυτή του Πουκεβίλ, η οποία αφορά μόνο τα χωριά της Γορτυνίας (επαρχία Καρύταινας), διαβάζουμε ότι το 1815 στην πόλη της Καρύταινας κατοικούσαν 600 οικογένειες, στη Βυτίνα 400, στην Αλωνίσταινα 150, στο Λιμποβίσι 81, στο Αρκουδόρεμα 100, στην Πιάνα 50, στην Δημητσάνα 300, την Στεμνίτσα 179,στου Καράτουλα 20,στην Ζάτουνα 100, στην Κοντοβάζαινα 60, κλπ.
Τέλος η απογραφή που έγινε όπως προαναφέραμε επί Καποδίστρια και δημοσιεύτηκε το 1829, περιλαμβάνει καταλόγους των χωριών με στατιστικά στοιχεία για τον πληθυσμό. Οι κατάλογοι αυτοί συντάχθηκαν από την Ελληνική διοίκηση, ελέγχθηκαν όμως και συμπληρώθηκαν από τα μέλη της Γαλλικής επιστημονικής αποστολής και τους αξιωματικούς–χαρτογράφους του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος. Έτσι ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στους καταλόγους αυτούς βρίσκουμε τη Βυτίνα να κατοικείται τότε από 428 οικογένειες, την Δημητσάνα από 380, την Στεμνίτσα από 423, το Αρκουδόρεμα 162, την Αλωνίσταινα από 280, του Καράτουλα από 23 και την Πιάνα από 32.
Σε όλες τις ανωτέρω καταγραφές οι μεταβολές του πληθυσμού από αιώνα σε αιώνα και από δεκαετία σε δεκαετία είναι ιδιαίτερα εμφανείς και ενδιαφέρουσες. Τα συμπεράσματα που μπορεί να βγάλει κανείς σε επιστημονικό επίπεδο, είναι πολλά και ιδιαίτερα χρήσιμα.
Η δική μας αναδρομή κάνει μία απλή περιήγηση στις παλιές και ξεχασμένες απογραφές και αποδεικνύει με ακόμα ένα τρόπο, ότι οι πληθυσμοί και τα χωριά Πελοποννήσου και ιδιαίτερα της Αρκαδίας, ήταν ενεργοί, παρόντες και ακμαίοι σε όλες τις απογραφές που έγιναν κατά τους τελευταίους τέσσερις αιώνες.
Γιούλη Π. Κόκκορη
*Τα στοιχεία πήραμε από το βιβλίο του Βας. Παναγιωτόπουλου «Πληθυσμός και οικισμοί της Πελοποννήσου,13-18ος αιώνας» και τον ιστότοπο «www.e-demography.gr/».
Πηγή: εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ
“Από το Aλβανικό έπος….”
…Ο Ελληνικός στρατός προελαύνει, κάθε τόσο νίκες. Οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα…
Εμείς φεύγοντας από το Αργυρόκαστρο, συναντάμε το Γκολέμι, το Προγονάτι, τη γέφυρα της Τσεπούνας και φθάνουμε στις 13 Δεκέμβρη στο Κολώνιο απόγευμα. Ο λόχος φτιάχνει συσσίτιο, κρέας με μακαρόνια. Είχαμε αρκετές μέρες να πάρουμε συσσίτιο. Την ώρα που μπήκαμε στη γραμμή με τις καραβάνες χτύπησε συναγερμός. Χύνουν τα καζάνια με τα μακαρόνια. Το κρέας το έβαλαν σε σακιά. Φορτωνόμαστε τον οπλισμό μας και το γυλιό μας και φεύγουμε. Φτάνουμε στη χιονισμένη κορφή.
Από το απέναντι ύψωμα οι Ιταλοί μας έβλεπαν και μας έβαλαν με όλμους. Σβιν…σβιν, κάθε λίγο αλλά δεν μας έφταναν.
Περιμέναμε όλη την ημέρα απελπισμένοι αλλά και πεινασμένοι. Το απόγευμα ήρθαν στρατιώτες με κουραμάνες και το κρέας που κράτησαν στα σακιά. Μαζί τους ήταν και ο χωριανός μας Ντίνος Σταυρόπουλος, μάγειρας του λόχου. Πριν μας δοθούν τα τρόφιμα δόθηκε διαταγή να προχωρήσουμε για το Μαλι-Σπάτ και η διανομή των τροφίμων έγινε “εν βαδίσματι”. Ο καθένας έπαιρνε κρέας μια ρέγκα και ανά 4 μια κουραμάνα. Εγώ σαν δεκανέας πήρα την κουραμάνα. Προσπάθησα να βάλω το κρέας και τη ρέγκα στο σακίδιο και μοίρασα την κουραμάνα. Μα δεν πρόσεξα και η ρέγκα έπεσε έξω κι έμεινα χωρίς προσφάι. Ένας στρατιώτης μου έδωσε ένα κομμάτι από τη ρέγκα του και έφαγα το μισό ψωμί μου. Το άλλο το φύλαξα.
Φτάσαμε στον προορισμό μας. Ο κάθε λόχος έπιασε τη θέση του. Ο εχθρός ταμπουρωμένος στα αμπριά του μας περιμένει και κει στο σκοτάδι όπως είμαστε, αυτοί μας βλέπανε και μας βάλανε συνεχώς, κυρίως με όλμους, οι οποίοι πέφτοντας στο χιόνι ευτυχώς δεν έσκαζαν όλοι. Εμείς δεν είχαμε πολεμικά μέσα να τους εξουδετερώσουμε, παρά μόνο τη λάμψη των πολυβόλων τους βλέπαμε και τους πολεμούσαμε. Η μάχη είχε ενταθεί. Ο λοχαγός του 7ου λόχου τραυματίζεται θανάσιμα. Ζητάει λοχίες. Τον βάζουν σε κουβέρτα και προσπαθούν να τον φέρουν στα μετόπισθεν. Σκάει άλλος όλμος και τους σκοτώνει σχεδόν όλους. Ο λοχίας Χρήστος Κολλίντζας από το χωριό μας τραυματίζεται σοβαρά.
«Να αντικατασταθεί» λέει ο ταγματάρχης, με τον έφεδρο Α/γό Μαριώλο, μα σε λίγα λεπτά σκοτώνεται κι αυτός. «Ν’ αναλάβει ο Α/γός Αποστολόπουλος». Αυτός σκοτώθηκε μετά από καμιά δεκαριά μέρες. Υποχωρήσαμε λίγο και οχυρωθήκαμε άλλοι πίσω από πέτρες, άλλοι στο απυρόβλητο. Μέσα στα χιόνια και στο σκοτάδι. Χωρίς να βλέπουμε τίποτα και περιμέναμε.
Εγώ είχα μάθει από τη σχολή εφέδρων Αξιωματικών θεωρητικώς τον πόλεμο, αλλά στην πράξη δεν ήξερα ούτε είδα πολλά πράγματα, κι έτσι δε με βαστούσε ο τόπος. Νόμιζα πως έπρεπε να κινηθώ από τη θέση μου, να πάω σ άλλο σημείο, κάτι ν΄ ακούσω, κάτι να δω, κάτι να κάνω. Τι ήρθαμε εδώ στα βουνά της Αλβανίας να καθόμαστε μες΄τα κρύα χωρίς δράση. Ήταν η ώρα 10 το βράδυ όταν σηκώθηκα από κάποια μεγάλη πέτρα που ήμουνα με άλλους συμπολεμιστές να πάω πιο πέρα στο λοχαγό Ζήση του 6ου λόχου, να μάθω κάτι απ΄ αυτόν, να δω τι πρέπει να κάνουμε. Αυτά στριφογύριζαν στο μυαλό μου κι έτσι σηκώθηκα απ τη θέση μου. Μα πριν προλάβω να κάνω πέντε βήματα, ένας όλμος σκάει δίπλα μου σε απόσταση 2-3 μέτρων και με χτυπούν τα βλήματα σ όλο το αριστερό μέρος του σώματός μου. Για μια στιγμή πέρασε η ζωή μου σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά από τα μάτια μου, σαν αστραπή. Θυμήθηκα το σπίτι μου… Νόμισα πως θα πεθάνω. Βάζω το χέρι στο πρόσωπό μου, που μ΄έτσουζε φοβερά και γέμισε αίματα. Στο μάτι μου είχα σκληρούς πόνους. Κάτι περίεργο έγινε όμως. Τα θραύσματα μου έκαναν τη ζημιά στο μάτι χωρίς να μου πειράξουν τα γυαλιά που φορούσα. Από ένστικτο έκανα λίγο πίσω και ζήτησα βοήθεια. Οι συμπολεμιστές μου έδεσαν λίγα από τα τραύματα με τον ατομικό μου επίδεσμο. Μου είπαν ότι αφού δεν έσπασαν τα γυαλιά, το μάτι μου δεν έχει τίποτα. Εγώ δε μπορούσα να καταλάβω αν έβλεπα γιατί ήταν σκοτάδι και ήμουν γεμάτος αίματα. Έμπηξα το όπλο μου στο χιόνι, απόθεσα το γυλιό μου κι όλα τα πράγματά μου, εκτός από μια κουβέρτα και τη ζωστήρα μου. Η παραμονή μου πλέον δεν είχε σκοπό. Γύρισα με δυο φαντάρους στο ορεινό χειρουργείο της Κολώνιας. Στο δρόμο ήταν ένας σκοτωμένος, τον κοίταξαν προσεκτικά και είπαν μεταξύ τους. Αυτός δεν είναι ο … ο χωριανός μας; Ναι του λέει ο άλλος. Άφησαν εμένα, βάζουν το νεκρό σε μια κουβέρτα και τον πήραν στα μετόπισθεν. Τότε συνάντησα τον ανθυπασπιστή Παπαντωνίου και του ζήτησα βοήθεια. Μου έδωσε δυο φαντάρους, που με στήριζαν και κατεβαίναμε σ’ ένα μονοπάτι στο χιόνι. Κάποιος τρέχοντας μας έσπρωξε να προσπεράσει. Σε δυο βήματα πιο κάτω μια ριπή τον χτύπησε στα πόδια. Ένα “ΟΧ” ακούσαμε και προσπεράσαμε. 30 νεκροί και 40 τραυματίες σ, αυτή τη μάχη. Μεταξύ αυτών και ο Χρήστος Κολλίντζας που από τα τραύματά του έπαθε γάγγραινα, όλη τη νύχτα μέσα στα χιόνια. Είπανε να του κόψουνε τα πόδια αλλά δεν δέχτηκε να ζει ακρωτηριασμένος, 20 χρονών παλικάρι και πέθανε στο νοσοκομείο της Άρτας, όπου και ετάφη.
Εμάς τους τραυματίες μας έδωσαν τις πρώτες βοήθειες και μας έστειλαν στα νοσοκομεία. Στο Αργυρόκαστρο και μετά στα Γιάννενα. Την άλλη μέρα με βάζουν σ ένα κρεβάτι και μου έκαναν εξόρυξη του οφθαλμού, χωρίς να το ξέρω. Μια μέρα, κάπου βρήκα ένα κομμάτι καθρέφτη, και αφού σήκωσα τον επίδεσμο και με μεγάλη μου λίπη είδα ότι δεν είχα πλέον το μάτι μου. Από τότε έπεσα σε μελαγχολία, έγινα διαφορετικός και δεν μπορούσα να συγκρατήσω τα νεύρα μου.
Από τα Γιάννινα, μας πήγαν στη Πρέβεζα και με το καράβι Τόγιας στον Πειραιά. Ο λαός ταλαιπωρημένος από τον πόλεμο, καρτερεί με αγωνία στο λιμάνι το καράβι με τους πρώτους τραυματίες από το μέτωπο. Καλωσορίζουν και ζητωκραυγάζουν τα τραυματισμένα παλικάρια. Ανοίγουν δρόμους να περάσουμε, μας αγκαλιάζουν, μας σφίγγουν τα χέρια και μας φωνάζουν «κουράγιο ήρωες». Τέτοια υποδοχή, τέτοιον ενθουσιασμό, δεν έχω δει πάλι στη ζωή μου. Σήμερα με την πάροδο του χρόνου, που τα πάντα δαμάζει, έχει μείνει λίγος σεβασμός στους ανάπηρους πολέμου.
Απόσπασμα από το βιβλίο «ΑΠΟ ΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΕΠΟΣ»
Του αειμνήστου Αριστείδη Δημοσθ. Ρούνη, αναπήρου του Αλβανικού μετώπου.
Το κείμενο επιμελήθηκε ο Γιώργος Ι. Καρούντζος.
Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑΣ: Σεπτέμβριος 1821
Από τις κορυφαίες στιγμές της Επανάστασης του ’21, κατά την οποία αναδείχθηκε ο στρατηγικός νους του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Από τις πρώτες μέρες του εθνικού ξεσηκωμού, ο Κολοκοτρώνης είχε συλλάβει την ιδέα της πολιορκίας και της άλωσης της Τριπολιτσάς (σημερινής Τρίπολης), επειδή κατείχε στρατηγική θέση και ήταν το διοικητικό κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Μοριά.
Στην Τριπολιτσά είχε την έδρα του ο Μόρα-Βαλεσί, ο στρατιωτικός διοικητής της Πελοποννήσου, με όλο το χαρέμι και τα πλούτη του, εκεί ζούσε ο μισός τουρκικός πληθυσμός της Πελοποννήσου και την υπερασπιζόταν σημαντικός αριθμός ενόπλων σωμάτων. Με λίγα λόγια ήταν μια επικίνδυνη εχθρική εστία, η οποία εάν δεν εξουδετερωνόταν θα ήταν μια διαρκής απειλή για τις επαναστατημένες επαρχίες της Πελοποννήσου.
Η στρατηγική σύλληψη του Κολοκοτρώνη δεν έγινε αμέσως αποδεκτή, επειδή προϋπέθετε οργανωμένο στρατό, που δεν υπήρχε. Ο Κολοκοτρώνης με επιμονή και πειστικότητα αντέστρεψε το αρνητικό για την άποψή του κλίμα μεταξύ των οπλαρχηγών κι έτσι στα μέσα Απριλίου αποφασίστηκε ο αποκλεισμός της Τριπολιτσάς σε πρώτη φάση, ώστε να διακοπεί κάθε δυνατότητα επικοινωνίας και εφοδιασμού της πόλης. Αρχιστράτηγος της επιχείρησης ορίσθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αλλά ιθύνων νους της ήταν ο Κολοκοτρώνης, το σχέδιο του οποίου τηρήθηκε κατά γράμμα.
Μέχρι τις αρχές Μαΐου του 1821 οι επαναστάτες είχαν περισώζει την Τριπολιτσά σ’ ένα κύκλο που περιλάμβανε τις περιοχές Πάπαρι, Βλαχοκερασιά, Διάσελο, Αλωνίσταινα και Βέρβενα. Τότε έφθασε η πληροφορία ότι ο Μουσταφάμπεης με 3.500 άνδρες προερχόμενος από τα Γιάννινα είχε διασπάσει την πολιορκία από τα ανατολικά και είχε εισέλθει στην πόλη. Η επιχείρηση κινδύνευε, καθώς τις επόμενες μέρες τέθηκε σε καταδίωξη του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών που πολιορκούσαν την Τριπολιτσά. Οι δύο σημαντικές ήττες που υπέστη στο Βαλτέτσι (12 Μαΐου) και στα Δολιανά (18 Μαΐου), όχι μόνο αναπτέρωσαν το ηθικό στο ελληνικό στρατόπεδο, αλλά συνέβαλαν καταλυτικά στην Άλωση της Τριπολιτσάς.
Η δύναμη των πολιορκητών συνεχώς ενισχυόταν και τις παραμονές της Άλωσης είχε φθάσει τους 10.000 άνδρες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε διαρκώς και η πόλη υπέφερε. Οι αποθήκες των τροφίμων είχαν σχεδόν αδειάσει, τα χρήματα είχαν εξαντληθεί και οι αρρώστιες θέριζαν. Στην πόλη υπήρχαν 35.000 ψυχές, Τούρκοι, Χριστιανοί, Αλβανοί και Εβραίοι.
Τότε ο Κολοκοτρώνης συνέλαβε την ιδέα να κατασκευαστεί περιφερειακή τάφρος γύρω από την πόλη για να δυσκολέψει περισσότερο τη ζωή των πολιορκημένων. Η τάφρος κατασκευάστηκε ταχύτατα από τους χωρικούς και η όλη τοποθεσία ονομάστηκε Γράνα. Γύρω και πίσω από αυτή τοποθετήθηκαν τα τέσσερα ελληνικά σώματα, με επικεφαλής τους Κολοκοτρώνη, Μαυρομιχάλη, Γιατράκο και Αναγνωσταρά. Οι επαναστάτες είχαν στη διάθεσή τους ένα παμπάλαιο κανόνι και οι πολιορκούμενοι 30.
Απόντος του Μόρα-Βαλεσί, Χουρσίτ Πασά, ο Μουσταφάμπεης, που είχε το γενικό πρόσταγμα στην πόλη, αντιλήφθηκε γρήγορα την κίνηση του Κολοκοτρώνη και στις 18 Αυγούστου ενήργησε επίθεση με ιππικό για να διασπάσει τον κλοιό των Ελλήνων. Απέτυχε και οι δυνάμεις του επέστρεψαν στην πόλη έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες. Μπέηδες και αγάδες άρχισαν τότε να συσκέπτονται για τους όρους της παράδοσης, καθώς δεν υπήρχε ελπίδα σωτηρίας.
Όμως τους πρόλαβε ένας απλός στρατιώτης, ο Μανώλης Δούνιας από τον Πραστό Κυνουρίας. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή, μαζί με δύο συντρόφους του αναρριχήθηκε στα τείχη της πόλης που έφθαναν τα πεντέμισι μέτρα ύψος και εισήλθε στην Τριπολιτσά, εκμεταλλευόμενος τη γνωριμία του με τον φύλακα του προμαχώνα. Αφού τον εξουδετέρωσε, άνοιξε την Πύλη του Μυστρά και οι έλληνες επαναστάτες εισόρμησαν στην πόλη. Οι κάτοικοί της αντιστάθηκαν, χωρίς επιτυχία, επί δίωρο.
Επακολούθησε άγρια σφαγή του πληθυσμού και πρωτοφανές πλιάτσικο. Μάταια οι οπλαρχηγοί προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τους μαινόμενους επαναστάτες. «Το ασκέρι, όπου ήτον μέσα, το Ελληνικόν, έκοβε και εσκότωνε, από Παρασκευή έως Κυριακή, γυναίκες, παιδιά και άνδρες, τριάντα δύο χιλιάδες, μία ώρα ολόγυρα της Τριπολιτσάς. Ένας υδραίος έσφαξε ενενήντα. Έλληνες εσκοτώθηκαν εκατόν» γράφει στα Απομνημονεύματά του ο Κολοκοτρώνης.
Η εκδικητική μανία των επαναστατών εκδηλώθηκε όχι μόνο σε βάρος των Τούρκων, αλλά και των Εβραίων που είχαν δείξει εχθρική στάση απέναντι στην Επανάσταση, και των Ελλήνων που είχαν χαρακτηριστεί τουρκολάτρες, όπως ο πρόκριτος Σωτήρης Κουγιάς. Αντίθετα, οι Αλβανοί της Τριπολιτσάς αποχώρησαν συντεταγμένα με τη συνοδεία ελλήνων μαχητών, καθώς είχαν έλθει σε συμφωνία με τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη.
Η Άλωση της Τριπολιτσάς αποτέλεσε σταθμό για την εδραίωση και την εξέλιξη της Επανάστασης. Ολόκληρη η Πελοπόννησος βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων, εκτός των φρουρίων, Πατρών, Μεθώνης, Κορώνης και Ναυπλίου, τα οποία πολιορκούνταν στενά.
πηγή: sansimera.gr
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΘΥΜΗΣΕΣ: ΚΟΥΡΕΙΟΝ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΡΟΥΝΗ ΣΤΗ ΒΛΑΧΕΡΝΑ!
Ο αείμνηστος Αριστείδης Σωτ. Ρούνης γεννήθηκε το έτος 1925 και απεβίωσε την 12-8-2008, σε ηλικία 83 ετών. Για πολλά χρόνια ήταν ο κουρέας του χωριού και πολλοί, σήμερα οι περισσότεροι πλέον συνταξιούχοι, είχαν καθίσει στην καρέκλα του κουρείου του μπάρμπα-Αριστείδη για να κουρευτούν! Ήταν κουρέας από μικρός, είχε δουλέψει στην Αθήνα και στην Βυτίνα (εκεί είχε παντρευτεί η αδερφή του) και κατόπιν είχε το κουρείο στο ισόγειο του καταστήματος του γερο -Ελισαίου! Αργότερα και παίρνοντας σύνταξη μετέφερε το κουρείο στην οικία του, από όπου οι παραπάνω φωτογραφίες.
*** Το Βλαχέρνα.GR ευχαριστεί την κόρη του Βασιλική, για τις πληροφορίες και τις φωτογραφίες που μας επέτρεψε να πάρουμε!
29 Μαΐου 1453, η Αγιά Σοφιά, διαχρονικό σύμβουλο της Ορθοδοξίας μας… 572 χρόνια μετά… «Εάλω η Πόλις»!
«…Σταθείτε όλοι όρθιοι στις επάλξεις σας και μην ξεπουλήσετε τα πρωτοτόκια μας. Διδάξτε στα παιδιά σας την αλήθεια, όπως την εβίωσαν οι αείμνηστοι Πατέρες μας. Ο λαός μας ξέρει να υπερασπίζεται τα ιερά και τα όσιά του…» Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος Παρασκευαϊδης
Γράφει ο Καθηγητής Χρήστος Γερ. Σιάσος
Ο Ελληνισμός, από υπάρξεώς του, κάθε μέρα του χρόνου ζει και μια θλιβερή επέτειο. Σήμερα, 29 Μαΐου 2025, 572 χρόνια μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την κατάκτηση της Βασιλεύουσας από τους Οθωμανούς πρέπει να ξαναθυμηθούμε και να φρεσκάρουμε στη μνήμη μας την αποφράδα εκείνη ημέρα, Τρίτη 29 Μαΐου 1453. Στο πέρασμα του χρόνου ο Έλληνας πάντα αγωνιζόταν για τα Ιερά και τα Όσια της Πατρίδας του, έχοντας πάντα στο μυαλό του το τρίπτυχο, Πατρίδα -Θρησκεία – Οικογένεια. Κέντρο της Ορθοδοξίας μας ήταν και είναι η Κωνσταντινούπολη και το Σύμβολό της, η Αγιά Σοφιά.
Μικρή αναφορά στην Αγιά Σοφιά.
Η Αγιά Σοφιά αρχικά ήταν ένας μικρός Ναός (360 μ.Χ.), ο οποίος καταστράφηκε από πυρκαγιά. Ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός έχτισε στη συνέχεια μεγαλοπρεπέστατο Ναό αφού ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Μηχανικό Ισίδωρο τη μελέτη και την κατασκευή του. Ο Ναός αυτός ήταν αφιερωμένος στην «Του Θεού Σοφία». Για το σκοπό αυτό συγκέντρωσε ότι, σπάνια υλικά βρήκε από διάφορες πόλεις και περιοχές, πολύτιμες πέτρες, χρυσό, ασήμι και άλλα.
Η ανέγερση του Ναού ξεκίνησε τέλος Φεβρουαρίου το 532 και τελείωσε τέλος Δεκεμβρίου το 537. Για την ανέγερση του Ναού εργάστηκαν 10.000 εργάτες και το κόστος ξεπέρασε τα 350 εκατομμύρια χρυσές δραχμές της εποχής εκείνης.
Την όλη επίβλεψη του μεγάλου αυτού έργου την είχε ο ίδιος ο Ιουστινιανός και όταν το έργο παραδόθηκε ολοκληρωμένο ο Αυτοκράτορας είπε: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντι με τοιούτον έργο επιτελέσας. Νενίκηκά σε Σολομών».
Ο Μεγαλοπρεπέστατος αυτός Ναός έχει 100 παράθυρα, 1000 καντήλια και 1000 Κληρικούς. Επίσης, υπηρετούσαν 80 Πρεσβύτεροι 150 Διάκονοι, 25 ψαλτάδες, καθώς και πολύ βοηθητικό προσωπικό. Σήμερα η Αγιά Σοφιά έχει συληθεί και ως ένα βαθμό παραμορφωθεί.
Το 1935 μετατράπηκε σε Μουσείο ενώ το 1930 το Αμερικανικό Βυζαντινό Ινστιτούτο ανέλαβε την αποκάλυψη και τον καθαρισμό των ψηφιδωτών εικόνων.
Μικρό χρονικό για την Άλωση της Βασιλεύουσας.
Το 1404 στην Κωνσταντινούπολη γεννήθηκε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ο Βασιλιάς Ιωάννης, αδελφός του Κωνσταντίνου, ζητάει βοήθεια από την Ιταλία για να αντικρούσει τον Τουρκικό κίνδυνο. Το 1439 ο Κωνσταντίνος αναλαμβάνει τον Θρόνο που απουσίαζε ο αδελφός του. Στην Ιταλία επιχειρείται η άλωση της Ορθοδοξίας με την υπογραφή της Ένωσης των δύο Εκκλησιών και από τον Ιωάννη.
Αρνήθηκαν την Ένωση και την υπογραφή Επίσκοποι και τοποτηρητές των Ανατολικών Πατριαρχείων και ο λαός άρχισε να εξοργίζεται κατά των Βασιλέων.
Το 1448 προς το τέλος Οκτωβρίου πεθαίνει ο Βασιλιάς Ιωάννης και νέος Βασιλιάς αναλαμβάνει στις 6 Ιανουαρίου το 1449 στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου στο Μυστρά, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος. Ανήμερα της εορτής του Αγίου Σπυρίδωνος 12 Δεκεμβρίου 1452 γίνεται συλλείτουργο στην Αγιά Σοφιά από τον Καρδινάλιο Ισίδωρο παρουσία του Κωνσταντίνου. Αυτό ενόχλησε και αναστάτωσε τους Ορθοδόξους της Βασιλεύουσας.
Στις 7 Απριλίου 1453 ο Μωχάμετ αρχίζει την πολιορκία της Πόλης. Ο Παλαιολόγος ζητά βοήθεια αλλά μετά από το συλλείτουργο που έγινε στην Αγιά Σοφιά δεν τον βοηθάει κανείς. Στις 18 Απριλίου το Ελληνικό Πυροβολικό χτυπά τα πυρομαχικά του Μωάμεθ. Στις 20 Απριλίου στον Κεράτιο κόλπο γίνεται μεγάλη Ναυμαχία. Ο Ελληνικός στόλος με αδιάκοπη προσευχή στην Παναγία Βλαχερνών άρχισε σιγά-σιγά να καταστρέφει τα Τουρκικά καράβια.
Ο Μωάμεθ μετά από δύο ημέρες προσπαθεί να «πολιορκήσει» τον Κεράτιο κόλπο από την ξηρά. Αμέσως ο Ελληνικός στρατός αναχαιτίζει τον Τουρκικό στρατό. Προς τα μέσα Μαΐου ο Τουρκικός στρατός υψώνει μεγάλο ανάχωμα μπροστά στα Ελληνικά κάστρα της Πόλης και σ΄αυτήν την περίπτωση ο Ελληνικός στρατός αντέκρουσε και αυτή την προσπάθεια των Τούρκων.
Στις 23 Μαΐου ο Μωάμεθ στέλνει αγγελιοφόρους του στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και του ζητούσε την παράδοση της Πόλης, υποσχέθηκε ότι δεν θα πειράξει κανέναν από τους ανθρώπους του. Ο Κωνσταντίνος δεν τα πίστεψε αυτά που του είπαν, αφού κοίταξε την εικόνα του Αγίου Κωνσταντίνου και της Αγίας Ελένης απάντησε στον απεσταλμένο του Μωάμεθ με την Ιστορική φράση: « Το δε την Πόλιν σοι δούναι, ουτ΄εμόν εστίν ουτ΄άλλον των κατοικούντων εν ταύτη. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Στις 24 Μαΐου αρχίζει η μεγάλη παράκληση και η λιτανεία με την Αγία Εικόνα της Παναγίας Βλαχερνών. Όλοι τώρα λένε ότι η Πόλη δεν θα πέσει στα χέρια των Τούρκων. Η απόφαση όμως των Τούρκων ήταν ακριβώς αντίθετη δηλαδή ότι η Πόλη θα έρθει υπό την κυριαρχία των, γι΄αυτό το λόγο ετοίμαζαν γενική επίθεση…
Εάλω η Πόλις.
Την Δευτέρα 28 Μαΐου 1453 με επικεφαλής τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, τον Κλήρο και τον λαό αρχίζει στο Ναό μεγάλη λιτανεία, γονατιστοί όλοι άρχισαν την προσευχή των. Η νύχτα, της 28ης Μαΐου προς την 29η, στην Αγιά Σοφιά ήταν ατελείωτη.
Ο Κωνσταντίνος λειτουργήθηκε στην Αγιά Σοφιά κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων και μίλησε προς τους πιστούς συμμαχητές του λέγοντας: «Παρακαλώ υμάς, ίνα στήτε γενναίως. Καλώς ούν οίδατε, αδελφοί. Ότι δια τέσσερα τινά οφειλέται κοινώς έσμεν πάντες, ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβίας, δεύτερον δε υπέρ Πατρίδος, τρίτον δε υπέρ Βασιλέως, ως Χριστού Αγίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων…».
Την Τρίτη τα ξημερώματα, 29 Μαΐου 1453, οι Τούρκοι ξεκίνησαν τον πόλεμο και οι γενναίοι Έλληνες με μπροστάρη τον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο αμύνονταν ηρωικά.
Πανικός απλωνόταν παντού. Οι γενίτσαροι περικύκλωσαν τον Κωνσταντίνο. Ήταν μόνος του , όλοι γύρο του ήταν νεκροί. Κάποια στιγμή φωνάζει «…δεν υπάρχει κανείς Χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι…». Ένας γενίτσαρος τον χτυπάει πισώπλατα και τότε ο Αυτοκράτορας με τρεμάμενη φωνή λέει « Εάλω η Πόλις», κάποιο δόρυ στη συνέχεια τον βρίσκει στο στήθος και ο Κωνσταντίνος ξεψυχώντας ψιθύρισε: , «Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολύ δακρύζεις, πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θ΄άναι» μια υπόσχεση του Κωνσταντίνου που όλοι μας χρόνια τώρα αναζητούμε.
Όταν οι Τούρκοι μπήκαν στην Αγιά Σοφιά, ο Ιερέας που τελούσε την Θεία Λειτουργία μόλις είδε τους άπιστους Τούρκους, πήρε το δισκοπότηρο με την Θεία Κοινωνία και από μια μικρή πόρτα έφυγε. Αμέσως οι Τούρκοι προσπάθησαν να ανοίξουν την πόρτα αλλά δεν τα κατάφεραν, η Παναγία έκανε το θαύμα της και οι Άγιες Γραφές μας λένε ότι ο Ιερέας κάποια ημέρα θα ολοκληρώσει την Θεία Λειτουργία.
Όλοι μας οφείλουμε να θυμούμαστε και να αντλούμε διδάγματα από την αποφράδα εκείνη ημέρα που στην μνήμη μας βρίσκεται σαν μια σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας του Ελληνισμού και όχι μόνο. Σήμερα ας βρούμε τη δύναμη να δούμε μέσα από τους εφιάλτες και τις κερκόπορτες της παγκοσμιοποίησης και την αποκοπή από τις ρίζες μας, το αληθινό φως, που θα φέρει τον πολιτισμό μετατρέποντας τη μαύρη εκείνη επέτειο σε ελπίδα, περηφάνια, πνευματική και ψυχική ανάταση στο Έθνος μας. Οφείλουμε να αγωνιζόμαστε για τα ιδανικά που κληρονομήσαμε από τους προγόνους μας και αυτά να τα αποδώσουμε με σεβασμό και ευλάβεια στη νέα γενιά, στα παιδιά μας, τα εγγόνια μας. Για να ξαναβρούμε όλοι μαζί ό,τι έχουμε χάσει, και να υπερασπισθούμε ό,τι στην Πατρίδα μας κινδυνεύει.
Ας θυμόμαστε την Άλωση, διότι μέσα από τις αναφορές των ιστορικών μας ξετυλίγεται διαχρονικά η πορεία των αξιών του Οικουμενικού Ελληνισμού. Οι ανά του αιώνες γραφές μας διδάσκουν τη συμβολή της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας στην επιβίωση του Ελληνικού Γένος μας. Οι μαχητές της Πόλης εμπνέουν το Όχι του Ελληνισμού, το Όχι του 1940, το έπος του 1941 κατά του Χίτλερ.
Η Άλωση και οι τέτοιου είδους εξελίξεις ανά τους αιώνες, μας διδάσκουν ότι τελικά επιβιώνουμε μέχρι σήμερα χάρις στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας. Και όλα αυτά μας θυμίζουν ότι, μετά από την κάθε Σταύρωση του Έθνους μας, του Γένους μας, ακολουθεί η Ανάσταση. Πρέπει όλοι μας αυτό να το πιστέψουμε! Γιατί έτσι θα αντισταθούμε στον κάθε εχθρό, στον κάθε πειρασμό!!!
Κάστρο του Μπεζενίκου: απροσπέλαστο στις ορδές του Ιμπραήμ στην επανάσταση του 1821!
Το Κάστρο Μπεζενίκου ή Βλαχέρνας είναι ερειπωμένο σήμερα κάστρο που βρίσκεται στην Αρκαδία 32 χλμ από την Τρίπολη. Βρίσκεται σε ύψος 1.150 μέτρων στη κορυφή βραχώδους λόφου. Τα τείχη του κάστρου έχουν χαρακτηριστικά βυζαντινής αρχιτεκτονικής και πιστεύεται ότι κτίστηκε κατά την Φραγκοκρατία μετά την επανάκτηση της περιοχής από το Δεσποτάτο του Μυστρά τον 15ο αιώνα.
Διασώζονται χαρακτηριστικά αρχαίας τοιχοδομίας και ερείπια δύο πύργων, ο ένας στο εσωτερικό του έχει στέρνα. Αναφέρεται ότι το 1458 ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής δεν κατάφερε και το κατακτήσει παρόλο που το πολιόρκησε λόγω της οχυρής θέσης του.
Ο Κόντογλου περιγράφει χαρακτηριστικά:
O Σουλτάν Μεχμέτ το πολιόρκησε μα δεν το πήρε κι έστειλεν τον Γκίνον Καντακουζηνόν, Αλβανοέλληνα, να τους προτείνει να παραδοθούν. Αλλά αυτός τους πρότρεψε να βαστάξουν και τον έδιωξε ο Σουλτάνος και πήγε και πέθανε στην Ουγγαρία. Ο σουλτάνος πήγε και ετέντωσε στην Τεγέα, κι από κει στο Μουχλί, που το πολιόρκησε κι έκοψε το νερό και το παράδωσε ο Δημήτρης Ασάνης έντιμα.
Το 1826 κατά την Ελληνική επανάσταση του 1821 το κάστρο δέχτηκε επίθεση από τον Ιμπραήμ όπου και αυτός δε κατάφερε να εκπορθήσει. Το κάστρο του Μπεζενίκου είναι ένα οχυρό σε μια βραχώδη προβολή του όρους Μαίναλο. Με τον απροσπέλαστο χαρακτήρα του υπήρξε για χρόνια πολλά, από το 1400 περίπου που ιδρύθηκε, η μυστική καταφυγή των ευλαβών ντόπιων, Μπεζενικιωτών, Λεβιδιωτών, Χωτουσαίων και λοιπών.
Το μοναστήρι είναι πολυεπίπεδο, με πολλές κρύπτες κάτω από τα κελιά του και εικάζεται πως λειτούργησε εδώ κρυφό σχολειό. Στα νότια του κάστρου βρίσκεται ο ναός της Παναγίας της Καταφυγιώτισσας. Είναι χτισμένος μέσα σε μεγάλη σπηλιά.
«Μπεζενίκος» ήταν το παλιό -υποτίθεται σλάβικο- όνομα του χωριού που σήμερα ονομάζεται «Βλαχέρνα». Αναφέρεται με την ονομασία Παζενίκι σε ένα κείμενο από τον 15ο αιώνα του Λαόνικο Χαλκοκονδύλη και σαν Πατζάνικα σε ανώνυμο χρονικό. Σε Ενετικό κατάλογο κάστρων του 1463 καταγράφεται σαν Bocenico, ενώ την περίοδο της τελευταίας Ενετοκρατίας ήταν γνωστό σαν Besenico.
Πιθανόν να προέρχεται από σλαβική λέξη που σημαίνει «βατομουριά». Σύμφωνα με μη επιβεβαιωμένη εκδοχή, η ονομασία προέρχεται από τον Ρωμαίο Besius ο οποίος ήταν στρατηγός υπό τις διαταγές του Στιλίχωνος, του αρχηγού του στρατού της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που αναχαίτισε την επιδρομή του Αλάριχου στην Ελλάδα (ενώ η Ανατολική Αυτοκρατορία παρακολούθούσε ατάραχη). Μετά την νίκη εκείνη, το 397 μ.Χ., η τοποθεσία πήρε την ονομασία «Μπεσενίκος».
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ: Ο Κουτσοφλέβαρος!
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια τεράστια σπηλιά ζούσαν οι δώδεκα μήνες τρώγοντας, πίνοντας και περιμένοντας ώσπου να έρθει η σειρά του καθενός. Μέσα στη σπηλιά είχαν βάλει ένα βαρέλι γεμάτο με κρασί κι όταν ήρθε η ώρα να το πιουν άνοιξε ο καθένας από μια τρύπα κι έβαλε τη βρύση του. Ο Μάρτης έβαλε τη βρύση του όσο πιο χαμηλά μπορούσε. Οι άλλοι μήνες τον κορόιδευαν πως έτσι θα πιει τα κατακάθια, αλλά αυτός χαμογελούσε πονηρά. Είχε το σκοπό του.
Έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες και οι μήνες διασκέδαζαν πίνοντας από λίγο κρασί τη φορά προσεχτικά για να μην τους τελειώσει γρήγορα. Μια μέρα όμως που έλειπαν οι άλλοι μήνες, ο Μάρτης άνοιξε τη βρύση του και ρούφηξε όλο το κρασί. Όταν επέστρεψαν οι υπόλοιποι μήνες έτρεξαν διψασμένοι προς το βαρέλι.
-Μάρτη, φέρε μας κρασί φώναξε ο Θεριστής που φορούσε ψάθινο καπέλο και στο χέρι του κρατούσε ένα δρεπάνι.
-Ναι, ναι κρασί, φώναξαν και οι άλλοι μήνες.
-Μα δεν τα μάθατε; φώναξε γελώντας ο Νοέμβρης.
-Τι να μάθουμε; ρώτησε ο Αλωνάρης που το κεφάλι του ήταν ξερό και άγονο σαν το αλώνι.
-Ο Μάρτης ξαναπαντρεύτηκε και τώρα έχει δυο γυναίκες, μια όμορφη και φτωχιά και μια άσχημη και πλούσια. Όταν είναι με την όμορφη ο καιρός είναι καλός, ενώ όταν είναι με την άσχημη βρέχει και χιονίζει…
Ο Απρίλης που ήταν ο πιο όμορφος από όλους τους μήνες γελούσε. Γελούσε γιατί σε λίγες μέρες θα τελείωναν οι μέρες του Μάρτη και θα ερχόταν η σειρά του.
-Κρασί, κρασί ακούστηκε τότε η φωνή του Φλεβάρη. Τι μας νοιάζει εμάς τι κάνει ο Μάρτης με τις γυναίκες του; Κι έτρεξαν όλοι στο βαρέλι.
Εκεί όμως βρήκαν το Μάρτη ξαπλωμένο, με τη μακριά του φουστανέλα μούσκεμα από το κρασί! Οι άλλοι μήνες άρχισαν να γελάνε μόλις όμως άνοιξαν τη βρύση τους να πιουν τίποτα! το στόμα τους γέμισε αέρα. Τότε κατάλαβαν πως ο Μάρτης τους ήπιε όλο το κρασί από το βαρέλι και θυμωμένοι άρχισαν να τον βαράνε με κλοτσιές και μπουνιές. Τον έκαναν μαύρο από το ξύλο. Όμως ο Μάρτης είναι ο πιο δυνατός από όλους τους μήνες και τον φοβούνται ακόμα και οι άνθρωποι, και πιο πολύ η γριά Γαλανή.
-Φύλα ξύλα για το Μάρτη να μην κάψεις τα παλούκια έλεγε.
Η γριά Γαλανή είχε δέκα κατσίκες και έλπιζε να κάνουν κατσικάκια, να τα πουλήσει ώστε να μπορέσει να ζήσει. Έτσι κι έγινε. Οι κατσίκες γέννησαν και τα κατσικάκια χοροπηδούσαν χαρούμενα. Κι ενώ ο Μάρτης έφτανε στο τέλος του, βροντές ηχούσαν στον αέρα κι ένα παγωμένο χαλάζι χτύπησε την καημένη γριούλα στο πρόσωπο την ώρα που έτρεξε να περιμαζέψει τα κατσικάκια στο μαντρί.
-Στα κομμάτια να πας, παλιό- Μάρτη, είπε. Δε σε έχω πια ανάγκη, σε λίγο έρχεται ο καλός και ζεστός Απρίλης, φώναξε η γριά Γαλανή.
Όμως ο Μάρτης την άκουσε, θύμωσε πολύ κι αποφάσισε να την τιμωρήσει. Έτσι όταν τον επισκέφτηκε ο ήρεμος και καλός Φλεβάρης για να του ζητήσει συγνώμη για το ξύλο που του έριξε μαζί με τους άλλους μήνες, ο Μάρτης έκανε πως το είχε ξεχάσει. Είχε το σχέδιό του. Κέρασε με κρασί τον Φλεβάρη κι όταν τον ζάλισε καλά καλά του είπε:
-Ξέρεις Φλεβάρη, σήμερα τελειώνει η σειρά μου και αύριο έρχεται η σειρά του Απρίλη.
Ο Φλεβάρης θύμωσε γιατί δεν συμπαθούσε καθόλου τον Απρίλη που ήταν όμορφος με ξανθά μαλλιά και όλα τα κορίτσια ήταν ερωτευμένα μαζί του.
-Λέω να τον κάνουμε να σκάσει από το κακό του, είπε ο Μάρτης. Να μου δανείσεις δυο μέρες σου, τις χειρότερες με βροχή και χαλάζι.
-Στις δίνω είπε ο Φλεβάρης μουδιασμένος μιας και οι μήνες δε δίνουν εύκολα τις μέρες τους.
Κι έτσι η γριά Γαλανή εκεί που περίμενε να έρθει ο Απρίλης, έπεσε τέτοιο χαλάζι που δεν έμεινε τίποτα όρθιο. Δεν είχε που να κρυφτεί…
Ο Μάρτης, όταν η καταστροφή τελείωσε, γύρισε στη σπηλιά. Τον είδε ο Φλεβάρης και του ζήτησε πίσω τις δύο του μέρες.
-Ποιες μέρες, είπε αυτός. Αυτές είναι οι μέρες της γριάς.
Κι έτσι έμεινε ο Φλεβάρης με είκοσι οχτώ μέρες μόνο, γι’ αυτό και τον λένε Κουτσοφλέβαρο.
Ανδρέας Καρκαβίτσας
πηγή: www.odosarkadias.gr
Ηλακάτειαι Σύλλογος Ελληνικής Υφαντικής Τέχνης!
*** Πρόεδρος του Συλλόγου “Ηλακάτειαι” είναι η Μαρία Σγουρού. Σε συνέντευξη της, στο eleftheriaonline.gr αναφέρει μεταξύ άλλων, την προέλευση του ονόματος του Συλλόγου, το πότε ιδρύθηκε και τους στόχους του:
Αυτή η λέξη δεν υπάρχει στα λεξικά μας. Υπάρχει όμως στις πινακίδες της Κνωσού σε γραφή Γραμμική Β’ (1400π.Χ.). Εκεί καταγράφονταν οι γυναίκες που έγνεθαν και παρέδιδαν το νήμα στις υφάντρες είτε του παλατιού είτε των γύρω περιοχών. Το νήμα σαν πρώτη ύλη που είναι ελέγχεται εξ ολοκλήρου από τον Μίνωα. Γι’ αυτό και σήμερα ακόμα, αν δεν διαχειριζόμαστε την πρώτη ύλη, σαν κράτος δεν έχουμε καμία ανάπτυξη και στην ουσία δεν υπάρχουμε. Είμαστε απλά δούλοι. Αυτή η λέξη, «ΗΛΑΚΑΤΗ», δηλώνει ένα μακρύ ξύλο, ένα καλάμι, όπου εκεί τυλίγεται η τουλούπα με το μαλλί και το άτομο που χειρίζεται την ΗΛΑΚΑΤΗ λέγεται «ΗΛΑΚΑΤΕΙΑ». Υπάρχει ακόμη και σήμερα σαν λέξη στα Βαλκάνια, και στη Μήλο διατηρεί τον τύπο της δωρικής διαλέκτου «ΑΛΕΚΑΤΗ», που σημαίνει το εργαλείο της νήσεως δηλαδή της κατασκευής του νήματος.
Μετά λοιπόν από το 2012 και το κλείσιμο του ΕΟΜΜΕΧ, σκεφτόμουν συνεχώς ότι δεν θα υπήρχε ποτέ ξανά ένας φορέας με σοβαρή στήριξη στην υφαντική τέχνη και θα διακόπτετο η πλούσια συνέχεια, γνώση και παράδοση που διαθέτουμε σαν Έλληνες. Έτσι, μερικοί φίλοι της υφαντικής και υφάντρες αποφασίσαμε να ιδρύσουμε τον σύλλογο “Ηλακάτειαι” το 2016. Ο σκοπός του συλλόγου είναι η διδασκαλία, διάδοση και διατήρηση της αρχαίας, παραδοσιακής και σύγχρονης ελληνικής υφαντικής τέχνης. Επίσης η έρευνα, μελέτη, αναζήτηση, συγκέντρωση και δημοσίευση ιστορικού και λαογραφικού υλικού, η διαφύλαξη, υποστήριξη, προβολή και αξιοποίηση της υφαντικής τέχνης.
Καταγραφή της βιομηχανικής κληρονομιάς της Ελλάδος!
Η Ομάδα ΒΙ.Δ.Α. (Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής) καταγράφει την βιομηχανική κληρονομιά της Ελλάδος. Στα πλαίσια αυτά, κατέγραψε και το τυροκομείο της Βλαχέρνας (μπακαλιό) και χρησιμοποίησε ως πηγή πληροφοριών άρθρο από το vlaxerrna.GR !
ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ: vidarchives.gr/reports/2024_12_2992
*** Η ομάδα των Βιομηχανικών Δελτίων Καταγραφής απαρτίζεται από ανθρώπους με διαφορετικό επιστημονικό υπόβαθρο, αλλά με κοινά ερευνητικά αντικείμενα και ενδιαφέροντα: τη βιομηχανική αρχαιολογία και τη βιομηχανική κληρονομιά. Τα μέλη της ομάδας συναντηθήκαμε αρχικά στην ομάδα «Βιομηχανική Αρχαιολογία» στο Facebook και -πέρα από την κοινή μας αγάπη- μας συνέδεσαν περαιτέρω οι διαπιστώσεις ότι, ενώ παρατηρείται μια επιταχυνόμενη απώλεια σημαντικών καταλοίπων της βιομηχανικής δραστηριότητας της Ελλάδας, ταυτόχρονα είναι ισχυρή η έλλειψη ενός κεντρικού, επίσημου και ελεύθερα προσβάσιμου αρχείου καταγραφών για την ελληνική βιομηχανική κληρονομιά, το οποίο να επιτρέπει αφ’ ενός τη μελέτη της και αφ’ ετέρου την αξιολόγηση και προστασία της. Οι κοινές αυτές διαπιστώσεις μας προκάλεσαν την επιθυμία να δράσουμε και να αναλάβουμε πρωτοβουλίες για τη βελτίωση, ή και την αντιστροφή, αυτής της κατάστασης. Και κυρίως, να δραστηριοποιηθούμε συλλογικά για τη διατήρηση-διάσωση του κοινού μας βιομηχανικού παρελθόντος ως αναπόσπαστου κομματιού της ιστορίας μας που πρέπει να παραδοθεί στις επόμενες γενιές ως γνώση και παρακαταθήκη.
Το επιστέγασμα αυτών των διεργασιών υπήρξε η συγκρότηση της ομάδας ΒΙ.Δ.Α. ως μία συλλογική διεπιστημονική προσπάθεια που επιχειρεί να καταγράψει, να αποτυπώσει, να τεκμηριώσει, να διασώσει σε φυσική ή ψηφιακή μορφή, να διαδώσει και να προβάλει, να ευαισθητοποιήσει το κοινό και την πολιτεία και εν τέλει να συμβάλει στη διατήρηση της ελληνικής βιομηχανικής κληρονομιάς. Αναγνωρίζουμε ότι, πέρα από τα υλικά κατάλοιπα της βιομηχανικής δραστηριότητας και της καθημερινής εργασίας ανδρών και γυναικών -ακόμη και παιδιών- (εγκαταστάσεις, κτίρια, μηχανήματα, εργαλεία, αρχεία), τα άυλα ίχνη που περιέχονται στην τεχνογνωσία, στις ανθρώπινες αναμνήσεις και στα ήθη αποτελούν αναπόσπαστο -μα και εξαιρετικά ευαίσθητο- κομμάτι αυτού του πολιτισμού και πρέπει επίσης να διασώζονται, γι’ αυτό και προσεγγίζουμε τη βιομηχανική μας κληρονομιά με σεβασμό για όλη την ποικιλομορφία και τη συνθετότητά της. Η μετεξέλιξη της ομάδας ΒI.Δ.Α. σε Αστική μη Κερδοσκοπική Εταιρεία (ΑΜΚΕ) κρίθηκε αναγκαία από τα μέλη της για την αποτελεσματικότερη προώθηση των σκοπών της, μέσω ποικίλων δράσεων. Για την επίτευξη των στόχων της η ΑΜΚΕ ΒΙ.Δ.Α. προτίθεται να αξιοποιήσει τη διαθέσιμη τεχνογνωσία, την εμπειρία και τις γνώσεις των μελών της, καθώς και άλλων ατόμων που έχουν διάθεση να συμβάλλουν στις προσπάθειές της.
Το Μεγαλείο της Ελληνίδας Μάνας «Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή»!
Το Μεγαλείο της Ελληνίδας Μάνας
«Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή».
Του Γερμανού συγγραφέα Έρχαρτ Κέστνερ
«…το 1952 επήγα για πρώτη φορά στην Αθήνα μετά τον πόλεμο του 1941-44, στον οποίο συμμετείχα, μάλιστα στην Κρήτη. Η Γερμανική πρεσβεία, όταν άκουσε ότι είχα πρόθεση να πάω στην Κρήτη, μου συνέστησε να λέγω πως είμαι Ελβετός, επειδή ήταν πολύ νωρίς ακόμα και οι πληγές από τη Γερμανική Κατοχή ήσαν ανεπούλωτες. Αλλ΄εγώ τους ήξερα τους Κρήτες. Από την πρώτη στιγμή είπα πως ήμουν Γερμανός. Και όχι μόνο δεν κακόπαθα, αλλά ξανάζησα παντού, όπου επέρασα, τη θρυλική Κρητική φιλοξενία. Ένα σούρουπο όμως, καθώς ο ήλιος εβασίλευε, επήγα και στο Γερμανικό νεκροταφείο. Εκεί υπήρχε και μια μαυροφορεμένη γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν΄ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα. Την επλησίασα και την ερώτησα: -Είσθε από εδώ; -Μάλιστα μου απάντησε. -Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς. -Παιδί μου, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ΄41 με ΄44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρήτης κι έμεινα με το μονάκριβο γιο μου. Αλλά μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω αν είναι θαμμένο και που το παιδί μου. Ξέρω όμως πως και όλοι αυτοί εδώ οι νεκροί Γερμανοί ήσαν παιδιά κάποιων μανάδων σαν κι εμένα. Και ανάβω κεριά στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έλθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιού μου…
Και ο Γερμανός κατέληξε με τα λόγια του υπότιτλου της ιστορικής του διηγήσεως: «Μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί η απάντηση αυτή»!
Από το περιοδικό «Φωτεινή γραμμή» τ. 48 Σεπτ.2011.
Επιμέλεια κειμένου: Γιώργος Ι.Καρούντζος
























