Αρχείο για Ιστορικά
“ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ” ΒΛΑΧΕΡΝΑΣ
“Παψολύπη-Παυσολύπη”
Βρίσκεται πιο πάνω από της Αράπισσας το ρέμα προς τον Κουρτενίκο. Είναι αντικρυστά με το κάστρο. Κατά την παράδοση, ο Αγάς ήταν πολύ ληπημένος και για να του περάσει η λύπη επήγε και ήπιε νερό από την Παψολύπη. Επειδή το νερό ήταν πολύ κρύο, παταγούδι, και ο Αγάς εδροσίστηκε και αισθάνθηκε ανακούφιση από την δροσιά μέσα στην ζέστη του καλοκαιριού είπε: “Πάψε λύπη-παύσε λύπη”. Κατά τον ιστορικό Β. Παναγιωτόπουλο στη θέση αυτή πρέπει να υπήρχε εκκλησία, στην οποία κατέφευγαν οι λυπημένοι χριστιανοί και ζητούσαν από τον Θεό να παύσει την λύπη τους.
“Κακο-Νικόλας”
Βρίσκεται κοντά στα όρια Βλαχέρνας-Παναγίτσας-Καμενίτσας και υπάρχει εκκλησία του Άγιο-Νικόλα. Βρίσκεται στο πέρασμα του δρόμου που οδηγεί από την Μαντινεία στην επαρχία Καλαβρύτων, από την Αρκαδία στην Αχαία. Όλοι οι κατακτητές πέρασαν από εκεί, ακόμη και οι Γερμανοί. Μα και οι ληστές πολλές φορές εκεί έστηναν το καρτέρι τους. Επειδή δε το μέρος προσφερόταν για παντός είδους συμπλοκές (μάχες, ληστείες, κλπ.) και επειδή εξ αυτού του λόγου έλαβαν χώρα δυσάρεστα γεγονότα και έμειναν δυσάρεστες αναμνήσεις η τοποθεσία αυτή ονομάστηκε “Κακονικόλας”. Το σημείο αυτό θεωρείται ο “ομφαλός” της Πελοποννήσου.
“Πέτρα”
Μεγάλος βράχος μέσα στο κάμπο της Βλαχέρνας. Η τοποθεσία έλαβε την ονομασία από το βράχο αυτό. Πάνω σε αυτό το βράχο υπάρχουν Κυκλώπεια τείχη. Είναι στην βόρεια και νότια πλευρά. Είναι κτίσματα των προϊστορικών χρόνων για την ασφάλεια του πληθυσμού της περιοχής. Στην κορυφή της Πέτρας υπάρχει βράχος, ο οποίος έχει το σχήμα κανονικού θρόνου. Ο θρόνος αυτός με τον υπερκείμενο βράχο προστατεύεται από τους βόριους ανέμους και δέχεται πλούσιο το μεσημβρινό ήλιο, γιατί βλέπει προς την μεσημβρία. Εν τούτοις, αν και η Πέτρα αναφέρεται σε ιστορικά κείμενα (Φωτάκου, περί της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821) κανένα γραπτό κείμενο δεν υπάρχει, που να μιλάει για αυτόν τον θρόνο. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε ότι η φύση είναι και αυτή τεχνίτρα και κατασκευάζει κι αυτή τα δικά της δημιουργήματα. Το θέρος του 1974 άγνωστοι επήγαν στην νύχτα στην Πέτρα και έσκαψαν προφανώς για την ανεύρεση θησαυρού ή άλλων αντικειμένων, για τα οποία ασφαλώς θα είχαν κάποια πληροφορία. Είναι άγνωστο αν βρήκαν κάτι. Το μέρος στο οποίο έσκαψαν βρίσκεται στο μέσο ύψος της Πέτρας, όπου το μέρος είναι επίπεδο και έχει χώμα. Εκεί βρέθηκαν πέτρες τοποθετημένες σε σχήμα ορθογωνίου παραλληλογράμμου, οι οποίες σχηματίζουν τάφο. Κοντά στην θέση αυτή, η αρχαιολογική υπηρεσία ανέσκαψε μετά τους άγνωστους και βρήκε ανθρώπινα οστά, μέσα σε άλλο λίθινο τάφο.
“Της Αράπισσας το ρέμα”
Το τοπωνύμιο αυτό αναφέρεται σε ένα αποτρόπαιο έγκλημα, του οποίου την ιστορία η παράδοση διέσωσε μέχρι των ημερών μας. Όταν το χωριό ήταν στο Λιβάδι, ο τούρκος Αγάς είχε σαν ακόλουθο και σωματοφύλακα έναν αράπη τον ΑΛΗ. Με τούτον συνεδέθη με φιλία και κουμπαριά ο χωριανός (από το Μπεζενίκο) ΤΣΙΟΚΑΝΟΣ. Μια μέρα που πήγαν στο κυνήγι ο ΤΣΙΟΚΑΝΟΣ σκότωσε τον ΑΛΗ, άγνωστο για ποιούς λόγους, πιθανόν για ερωτικούς προς την γυναίκα του ΑΛΗ την ΑΡΑΠΙΣΣΑ. Τον έθαψε επιτόπου και η τοποθεσία λέγεται και σήμερα στου “ΑΛΗ το ΤΣΙΟΥΡΟΥΜΙ” (η τοποθεσία αυτή βρίσκεται στο βουνό “Κρεπετελός” μεταξύ Πλέσια και Παλιόχανου του Λεβιδίου). Η ΑΡΑΠΙΣΣΑ ανησυχούσε για την εξαφάνιση του ΑΛΗ και ρωτούσε επίμονα τον ΤΣΙΟΚΑΝΟ για την τύχη του. Ο ΤΣΙΟΚΑΝΟΣ παρέσυρε την ΑΡΑΠΙΣΣΑ στο ρέμα, που είναι στο πάνω μέρος του σημερινού χωριού, για να την οδηγήσει τάχα στον άντρα της και εκεί την σκότωσε. Χωριανοί περισυνέλεξαν το νήπιο της ΑΡΑΠΙΣΣΑΣ που το βρήκαν πεινασμένο να θηλάζει το νεκρό στήθος της μάνας του.
“Του Σπαή ο Βράχος”
Ο βράχος αυτός που βρίσκεται πάνω από το χωριό, προς την Βαρσανίτσα, πήρε την ονομασία του από τον τούρκο Σπαή (φορατζή) που ανεβασμένος εκεί παρακολουθούσε τα αλώνια των χωριανών, για να εισπράξει την φορολογία.
“Νεραϊδοβούνι”
Ύψος 1.440μ. Είναι αντιρίδα του Μαινάλου κατάφυτη από έλατα και αποτελεί το δυτικό σκέλος της Βλαχερνιώτικης Λαγκάδας. Την κορυφή του, συνθέτουν βράχοι πελώριοι και απότομοι. Υπήρχε από τα παλιά χρόνια διάχυτος η δοξασία ότι το “Νεραϊδοβούνι” ήταν κατοικία Νεράϊδων και άλλων ξωτικών. Πολλοί ισχυρίζονταν ότι από την πλαγιά του, άκουαν φωνές, γέλια, τραγούδια νταούλια, φλογέρες και πίπιζες. Όλα αυτά τα απέδιδαν στα ξεφαντώματα των Νεράϊδων. Από αυτές πήρε το βουνό το όνομα “Νεραϊδοβούνι”. Η δοξασία αυτή έχει άμεση και στενή σχέση με τον μύθο, του κατ΄ εξοχήν αρκαδικού και ποιμενικού θεού του ΠΑΝΑ, του οποίου η μητέρα κατά μία εκδοχή ήταν η αρκαδική νύμφη Πηνελόπη. Ο ΠΑΝΑΣ ερωτιάρης, παιχνιδιάρης, τραγοπόδαρος με κέρατα και με σώμα τριχωτό, ξεφάντωνε στο Μαίναλο με νύμφες και νεράϊδες, ιδιαίτερα με τις νύμφες Ηχώ και Σύριγγα. Είναι ο εφευρέτης του ποιμενικού αυλού, της Σύριγγας, που είναι είδος φλογέρας. Του άρεσε να περιφέρεται στους απόκρημνους βράχους και σπηλιές και με ξαφνικές φωνές, κρότους και παράξενους ήχους φλογέρας να δημιουργεί πανικό στα ηρεμούντα κοπάδια του Μαινάλου και να αναστατώνει την ησυχάζουσα φύση. Στην πραγματικότητα αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά φυσικά φαινόμενα, που στην αρχαιότητα τα απέδιδαν σε θεϊκή προέλευση, αφού και τα στοιχεία της φύσεως τα θεοποιούσαν. Στην περίπτωση του Νεραϊδοβουνίου δύο φυσικά φαινόμενα, της Σύριγγος και της Ηχούς (νυμφών ακόλουθων του Πάνα), λαμβάνουν χώρα. Ο συριγμός των ανέμων δημιουργείται από τη δασωμένη στενόμακρη Λαγκάδα η δε ηχώ από την ανάκλαση των ήχων στις κάθετες πλευρές των βράχων του βουνού.
“Φραγκούς Πηγάδι”
Εκεί είναι ένα πηγάδι βαθύ 5-6 μέτρα, ήταν χωμένο και επί προεδρίας Δημοσθένη Ρούνη το ξέχωσαν. Μέσα δούλευε ο γερο-Ντούμας όπου στον πάτο βρήκε μια κατσαρόλα χαλκοματένια. Ήταν δε χτισμένο. Στο πηγάδι πότιζαν οι Παλιοχωρίτες τα ζώα τους και έπαιρναν κι οι ίδιοι νερό. Πήρε το όνομα από μια ελληνοπούλα ονόματι Φωτεινή. Είχε πάρει ένα φράγκο στρατιώτη για άντρα της αλλά ήταν πεντάμορφη αλλά γρήγορα έχασε τον άντρα της κι έμεινε χήρα. Τη βρήκαν οι Τούρκοι στο πηγάδι και πότιζε τα ζωντανά της. Τόσο πολύ τη ζήλεψαν οι Τούρκοι που της επιτέθηκαν. Αλλά η Φωτεινή αρνηθήσα εις τας κτηνώδεις ορέξεις των Τούρκων αμυνθήσα μέχρις εσχάτων. Αφού τους κορονύχιασε και τους ξέσχισε τα ρούχα τους με τα δόντια της έπεσε μέσα στο πηγάδι και πνίγηκε για να μη γίνει περίγελος στα χέρια των αγαρινών. Οι παλιοχωρίτες τη φώναζαν Φραγκού και πήρε το πηγάδι το όνομά της. (Το δε πηγάδι το ονειρεύθει η γρια-Παναγιώτα του Λιξή, όπου ήταν στραβή και από την ευλογία είδε).
“Μάνα”
Είναι πηγή, δυτικά του Μισονερίου, όπου και με αυτό υδρευόταν το χωριό μας και το Παλιοχώρι ακόμα.
“Κρεβάτια”
Η θέσης ονομάστηκε έτσι διότι επάνω σε μεγάλα έλατα είχαν κρεβάτια, με κλάρες, οι αγωνιστές του ’21 και άλλοι φυγάδες και κυνηγημένοι από τους Τούρκους. Για αυτό λέει και το δημοτικό τραγούδι «κρεβάτι έχω τα έλατα και σκέπασμα τα χιόνια». Τα κρεβάτια “έβγαζαν” καλές φακές και ζουλίτσα.
“Αγγελόκαστρον”
Συνδέεται στενά με την ιστορία. Εκεί ήσαν πολλές οικογένειες φευγάτες από την επιδρομή του Ιμπραήμ, κυρίως γυναικόπαιδα με πολλά ζωντανά. Υπάκουαν στις διαταγές μιας καπετάνισσας, της θρυλικής Αγγέλως, αγνώστων στοιχείων. Είχε στρατηγικό μυαλό. Όταν βλέπαν ότι ξανάφαιναν οι Τούρκοι άναβαν πολλές φωτιές να παίρνουν νόβα, χαμπάρι, οι κλέφτες που ήσαν στη Λάστα και στο Αγρίδι. Βάζαν κι άναβαν κεριά στα τσέπια των γιδιών για να ξεγελούν τους Τούρκους ότι είναι πολλοί, αλλά ήσαν και ταμπουρωμένες. Όμως κατόπιν προδοσίας κατέλαβαν το “Αγγελόκαστρο” οι Τούρκοι τις αιχμαλώτισαν με τα μικρά παιδιά μαζί και τις σκότωσαν στο κεραμίδι στα “τσαπαρέϊκα” και ετάφησαν εκεί όπου το λένε στα “μνήματα” μέχρι σήμερα.
***
πηγές:
• Βιβλίο “Η ΒΛΑΧΕΡΝΑ (Αρκαδίας) Ιστορία-Λαογραφία”, έκδοση 1992 (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Π. ΛΟΛΩΝΗΣ).
• Τοπική-λαογραφική Εφημερίδα “Τα Μαντάτα του Μπεζενίκου”.
Το δέντρο του Αγιο-Νικόλα
Με αφορμή την χθεσινή εορτή του Αγιο-Νικόλα, ο Γιώργος Καρούντζος, συν/χος γραμματέας Βλαχέρνας και συνεργάτης του vlaxerna.gr, μας έστειλε από το αρχείο του:
Το δέντρο του Αγιο-Νικόλα, λέγανε, πως είναι ακριβώς στο κέντρο του Μοριά. Ήταν ένα αιωνόβιο θεόρατο δένδρο, δρυς, δίπλα στην εκκλησία του Αγιο-Νικόλα, σε χωράφι – βοσκότοπο ιδιοκτησίας των Κουτσουγεραίων. Κανείς όμως από τους Κουτσουγεραίους δεν έλεγε «το δέντρο μας». Όλοι τους, όπως και όλοι στο χωριό έλεγαν «το δέντρο του Αγιο- Νικόλα». Και όταν τελικά έπεσε, το ξύλο του το πούλησαν και έδωσαν το αντίστοιχο ποσό για τον καλλωπισμό του Ναού.
Το εκκλησάκι αυτό παλιότερα ήταν γνωστό και ως Κακονικόλας, μάλλον από το μεγάλο κακό που έγινε εκεί, στις μάχες των Ελλήνων αρματολών με τους Τούρκους κατακτητές στην περιοχή αυτή μέχρι τον κάμπο και τον Παλιόπυργο του Ντάρα. Οι Έλληνες ύστερα από προδοσία πιάστηκαν αιχμάλωτοι και σφαγιάστηκαν στην περιοχή του Αγιο-Νικόλα. Τις επόμενες ημέρες του πολέμου, που ζύγωσε ο κόσμος να μαζέψει τους σκοτωμένους, βρήκαν έναν Έλληνα δεμένο από τους Τούρκους στον κορμό του Δέντρου, που του είχαν φάει όλες τις σάρκες τα μελιγγόνια (παμφάγα μυρμήγκια), που ήταν στην κουφάλα του Δέντρου και απόμενε δεμένος ο σκελετός του. Προφανώς τον είχαν δέσει ζωντανό. Πιθανόν τα γεγονότα αυτά να έχουν σχέση με τον πόλεμο που έγινε στον Παλιόπυργο του Ντάρα το 1715, όπου έλαβε μέρος ο Μπότσικας, προπάππους του Κολοκοτρώνη. Μέχρι το τέλος της ζωής του, το Δέντρο είχε στον κορμό του τη μεγάλη κουφάλα, όπου φώλιαζαν αμέτρητα τα μελιγγόνια και ανεβοκατέβαιναν σαν δαιμονισμένα σ΄ ολόκληρο το Δέντρο, σαν να ήθελαν να μας μεταφέρουν σε κείνα τα φοβερά γεγονότα που διαδραματίστηκαν δίπλα τους. Σώζεται και ένα λαϊκό τραγούδι για τούτα τα πολεμικά γεγονότα:
Στου Ντάρα τον παλιόπυργο και το γ-κακο-Νικόλα
πόλεμος εγινότανε και τελειωμό δεν είχε!
Και μια Αλονιστιώτισσα, αρχοντοθυγατέρα
στα μνήματα βουρλίζεται στον πύργο καταριέται!
(Προφανώς είχε χάσει τον άντρα της σε τούτο τον πόλεμο)
Εδώ δίπλα έθαψαν και τους σκοτωμένους Κουτσουγεραίους, όταν στα δύσκολα χρόνια της Γερμανικής κατοχής, αθώοι, σκοτώθηκαν από Γερμανικές σφαίρες. Το αιωνόβιο τούτο Δέντρο, που είχε ενταχθεί στον κατάλογο με τα μνημεία της φύσης, έπεσε στις 22 Σεπτεμβρίου 2012. Ο κεντρικός κορμός του είχε όλος κουφαλιάσει. Κράταγε μόνο περιμετρικά κάτω από τη φλούδα, ένας γύρος πάχους 2- 5 εκατοστών. Αρχικά έσπασε μια από τις γιγαντιαίες κλάρες του. Έχασε έτσι την ισορροπία του και αργά – αργά άνοιξε και σωριάστηκε στη γη, γύρω από τον κορμό, και έπιασε ένα στρέμμα τόπο. Μετρήσαμε με τη μεζούρα και βρήκαμε την περίμετρο του κορμού 6,45 μ., τη διάμετρο των πρώτων κλαδιών 1.30 μ.
Το δέντρο αυτό, όπως αναγράφεται στην εφημερίδα «Τα μαντάτα του Μπεζενίκου», προϋπήρχε της εκκλησίας του Αγιο-Νικόλα, που χτίστηκε από την εποχή που πέρασαν τα οστά του Αγίου Νικολάου από τη Μεσοποταμία προς τη Ρώμη. Η πομπή των καθολικών σταμάτησε κάτω από το Δέντρο και στον ίσκιο του έγινε λειτουργία. Για το λόγο αυτό χτίστηκε εκεί το εκκλησάκι.
Όπως όμως προκύπτει από την βιβλιογραφία, ο Αγ. Νικόλαος εκοιμήθη και ετάφη στα Μύρα της Λυκίας. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στο Μπάρι της Ιταλίας το έτος 1087 αλλά δια θαλάσσιας οδού, (αναφέρεται και η συγκεκριμένη πορεία). Η αποστολή αυτή σταμάτησε σε αρκετά παράλια του Μοριά, όπου και έχουν χτιστεί εκεί εκκλησίες στη μνήμη του Αγίου. (Μήπως λοιπόν η αποστολή που πέρασε από το σημείο αυτό ήταν προσκυνητές που συνάντησαν τα μεταφερόμενα οστά.)
Στα πρόσφατα χρόνια, ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, κάτω από το δροσερό ίσκιο του κλαριού στάλιζαν τα γιδοπρόβατα των Βλαχερναίων τσοπαναραίων της περιοχής. Ο Τσιτάγιας κρέμασε σ΄ ένα παρχάλι στον κορμό του δέντρου το ντουφέκι του, κι έκατσε δίπλα στον ίσκιο με τα τσοπανόπουλα. Ανοίξανε τα ταγάρια τους, φάγανε το ψωμί τους με το προσφάι τους και ξανακρεμάσανε τα ταγάρια τους στον κορμό δίπλα στο ντουφέκι και καθόσανε στον ίσκιο. Πάει ένα κακομαθημένο τραγί στο ταγάρι για το ψωμί, κι όπως το πασπάτευε, μπερδεύτηκε η λουρίδα του ντουφεκιού στα κέρατα του. Χουγιάξανε το τραγί οι τσοπάνηδες, και ΄κείνο φεύγοντας παίρνει μαζί του και το δίκαννο που ήταν γεμάτο. Πρόγκηξε το τραγί, αναστάτωσε και το υπόλοιπο κοπάδι κι έγινε ο κακός χαμός. Το τραγί με το δίκαννο μπερδεμένο στα κέρατα του πήδαγε αφηνιασμένο ανάμεσα στα γίδια και τους τρομοκρατημένους τσοπάνηδες. Ο Τσιτάγιας είδε τον κίνδυνο από το γεμάτο δίκαννο που σερνόταν στο αγριεμένο ζώο κι άρχισε να φωνάζει στα τσοπανόπουλα: ΠΡΙΝΙΔΟΝ! ΠΡΙΝΙΔΟΝ! (να πέσουν κάτω). ΜΠΑΜ, ΜΠΑΜ!!! Ακούνε τις ντουφεκιές… Σηκώνουν τα κεφάλια τους και βλέπουν ένα βετούλι να σπαρτσαράει…!!!
Το ιστορικό τραγούδι-μοιρολόι «Του Στριφτόμπολα»
Η χορωδία του Συλλόγου των Απανταχού Βλαχερναίων, στα πλαίσια της συμμετοχής της στις εκδηλώσεις για την 200η επέτειο από τη έναρξη της επανάστασης του 1821 και με την ευκαιρία της επετείου της νικητηρίου μάχης του Λεβιδίου (14 Απριλίου 1821), κατά την οποία έπεσε ηρωικά μαχόμενος ο ήρωας της επανάστασης Αναγνώστης Στριφτόμπολας, αφιερώνει το ιστορικό τραγούδι-μοιρολόι «Του Στριφτόμπολα».
Τραγουδάει το μέλος και υπεύθυνος της Χορωδίας
Θανάσης Κουτσούγερας.
14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821: Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΒΙΔΙΟΥ
ΕΠΕΤEΙΑΚΟ ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΩΝ
ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΩΝ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ 200ης ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821
Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου των Απανταχού Βλαχερναίων, σήμερα την 25η Μαρτίου 2021 και για τον εορτασμό της 200ης επετείου από την έναρξη της επαναστάσεως του 1821, εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο αποτίει φόρο τιμής σε όλους όσους συνέβαλαν στην απελευθέρωση του έθνους μας. Το χωριό μας δεν έμεινε πίσω σε αυτήν την προσπάθεια, αλλά είχε σημαντική και διαρκή συνεισφορά στην αντίσταση κατά του κατακτητή και στον αγώνα για την απελευθέρωση. Η επιτυχής αντίσταση των κατοίκων της περιοχής στο «Κάστρο Μπεζενίκο» κατά του Μωάμεθ του Β’ του Κατακτητή, η εξόντωση των «σπαχήδων» από τους ντόπιους που είχε ως αποτέλεσμα τη μετέπειτα καταστροφή του χωριού, η συμμετοχή των συμπατριωτών μας στη διάνοιξη της «γράνας» έξω από την Τρίπολη, κατά την εκεί πολιορκία της πόλης, η συμβολή τους στις επαναστατικές δραστηριότητες τόσο με «αναγνωρισμένους» στρατιώτες όσο και με «αταξινόμητους», η αντίσταση και ο ηρωικός θάνατος του καπετάν-Δημήτρη του Τσαρουχά στο Σαχτοκούλι, οι επαναστατικές δραστηριότητες του στρατηγού Αλεξίου Νικολάου του Λεβιδιώτη (ή καπετάν Αλέξη), η αντίσταση κατά των ορδών του Ιμπραήμ στην Ι.Μ. Παναγίας της Ελεούσας και στο Κάστρο Μπεζενίκος, αποτελούν τεκμήρια του πόθου των κατοίκων για ελευθερία.
Αν και λόγω της πανδημίας δεν κατέστη δυνατόν να υλοποιήσουμε τις προγραμματισθείσες επετειακές μας δράσεις, εντούτοις δεν τις εγκαταλείπουμε. Θα τις υλοποιήσουμε σε εύθετο χρόνο, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Άλλωστε, η διατήρηση της ιστορικής μας μνήμης και κληρονομιάς, δεν θα πρέπει να είναι αναγκαστικά αντικείμενο μιας συγκυρίας, όπως είναι ο επετειακός εορτασμός, αλλά να αποτελεί αντικείμενο μιας διαρκούς προσπάθειας για την διάσωση και την ανάδειξή της. Έτσι, θα μπορέσουμε όλοι μας να συμβάλουμε στη δημιουργία ενός κράτους, που θα γνωρίζει και θα σέβεται το παρελθόν του, αλλά και θα αγωνίζεται και θα παλεύει για ένα καλύτερο μέλλον.
Τιμή και δόξα στην επανάσταση του 1821.
200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ ΗΡΩΑΣ, ΠΕΣΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ!
Φέτος με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την Ελληνική επανάσταση του 1821, έρχεται στην μνήμη μας οι μεγάλες στιγμές της Ηρωικής δράσης των μεγάλων γεγονότων της, αλλά και μικρότερες όπως του καπετάν Δημήτρη Τσαρουχά από τον Μπεζενίκο, που μας θυμίζει την ρύση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: “Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελοί δεν εκάναμε επανάσταση”.
Ο Δημήτριος Τσαρουχάς ήταν ήρωας της Επαναστάσεως του 1821 που σκοτώθηκε σε νεαρή ηλικία (περίπου 23 ετών) σε μάχη εναντίον των Τούρκων στον «Άγιο Αιμιλιανό», που βρίσκεται στη θέση Σαχτοκούλι, κοντά στις σημερινές «Μουριές».
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ήταν από τους πρωτεργάτες του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία στην περιοχή της Βλαχέρνας (τότε Μπεζενίκου).
ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΑ.
Κατά την Εαρινή επίθεση του 1921 του Ελληνικού Στρατού εναντίον της οχυρής Τουρκικής θέσης ΑΒΓΚΙΝ-ΚΟΒΑΛΙΤΣΑ, της γνωστής ως γραμμής Ινονού, πλησίον στο Εσκή Σεχήρ, από το πρωί της 15ης Μαρτίου οι Μεραρχίες ΙΙΙ, Χ,VI, του Γ΄ Σώματος Στρατού, δέχτηκαν σφοδρές επιθέσεις ισχυρών Τουρκικών δυνάμεων, που άφησαν στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Στρατιώτης Αναστάσιος Σωτ. Τσαρουχάς που έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο πεδίο της μάχης.
Ο Αναστάσιος ήταν το δεύτερο αγόρι του Σωτήρη Αναστ. Τσαρουχά και της Αικατερίνης Γαλάνη, αδέλφια του η Γεωργία, ο Χαράλαμπος, ο Ηλίας και ο Θεόδωρος, γεννημένος το 1901 στον Μπεζενίκο νυν Βλαχέρνα Αρκαδίας.
Απόγονος του Δημητρίου Τσαρουχά, που σκοτώθηκε από τους Τούρκους σε μάχη στη τοποθεσία Σταχτοκούλη πλησίον στα Ξενοπλιάνικα του Μπεζενίκου, αφήνοντας ορφανό το μόλις έξι μηνών παιδί του, τον Αναστάσιο Τσαρουχά (πατέρα του Σωτήρη) και συνεχιστή της γενιάς των Τσαρουχαίων, που ονομάσθηκαν «σκυλόγαλα». Και αυτό διότι μετά την διαφυγή των οικογενειών κυνηγημένων από τους Τούρκους, άφησαν το μωρό σε μία εσοχή βράχου και όταν επέστρεψαν μετά από μέρες το βρήκαν ζωντανό να το βυζαίνει η «γεννημένη σκύλα» που διέθετε η οικογένεια, εξ ου και το παρανόμι «σκυλόγαλο».
ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ μιας άλλης εποχής (του αειμνήστου Λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου)
Τις Απόκριες γινόταν το μεγαλύτερο ξεφάντωμα στο χωριό. Στην Μεσιανή βρύση ήταν και η πλατεία του παλιού χωριού βαράγανε δύο ορχήστρες με τα όργανα της εποχής: Νταούλι, πίπιζα και καραμούζα. Ο Θοδωρής ο Ντόκος πίπιζα και ο αδελφός του ο Φουσκοπέτσης νταούλι.
Η ψιλομαρίδα ήταν κουρνιασμένη πάνω στην καμάρα της βρύσης για την θέα. Δεν υπάρχει σήμερα πουθενά τέτοια βρύση με την μεγαλοπρέπεια που είχε αυτή η βρύση με τα σκαλιστά αγκωνάρια της, με την σκαλιστή φάτσα της, με τις ζαλώστρες της, με τις πλύστρες της, με τις δύο μεγάλες μαρμαρένιες κορίτους της και τα δυο ντουλάπια της. Ήταν μεγάλο λάθος το γκρέμισμά της.
Ο Ντοκοθοδωρής και ο αδερφός του ο Μήτσος ήσαν, σαν οργανοπαίχτες, μεγάλη φίρμα της εποχής. Την εκμετάλλευση της πλατείας την είχε το Λαϊκό καφενείο του Τρύφωνα του Σκασίλα. Τότε δούλευε το κατοστάρι με το κρασί, καμιά μαστίχα και λουκούμια.
Χόρευαν γέροι με τις λουλακάτες πουκαμίσες, ζωσμένοι τα σιλάχια στολισμένα με μυρσίνες καλαματιανές, με τις φουντωτές γιορτινές πίγκες1 τους, με τις σκάλτσες και τις μαύρες γονατάρες τους. Τα ωραία χαριτωμένα σταυρωτά τους και τα μπαρέζια τα κόκκινα και τα καφετιά. Σε έπαιρνε μια χαρά. Πολλοί γέροι φόραγαν και φουστανέλες και οι νέοι επίσης ατσαλάκωτοι με τις ίδιες στολές, ενώ λίγοι νέοι φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα.
Οι γριές με τα μακριά αλατζένια2 φουστάνια τους, με τους χαρμπαλάδες3 που ήταν γρανιτουρισμένοι με ταμπέλες, με τις ωραίες μπόλκες4 και τις όμορφες μπελερίνες5, τα ζαχαριά και τα κανελιά μαντήλια με τα κλαριά. Τα ζαχαριά τα λουλάκωναν με λουλάκι.
Οι νέοι με τις φουστανέλες και τα φέσια με τις γαλάζιες φούντες και τα κορίτσια ντυμένα αμαλίες με τα παπάζια6 τους, τα ασημοζούναρα στο λαιμό τους που ακτινοβολούσαν και τα φλωριά στο μέτωπό τους άστραφταν.
Χόρευαν τα νιάτα και τα γηρατειά αντάμα και τσούγκριζαν τα ποτήρια με το κοκκινέλι του Σκασίλα. Οι χαλκωματένιες και τρύπιες πενταροδεκάρες πέφτανε σαν βροχή στα όργανα και τόσο μερακλωνόταν ο γερο-Θοδωρής με την πίπιζα φούσκωνε τα μάγουλα και τα μάτια του πεταγόσανε σαν του βατράχου. Του κόλλαγαν και δεκάρες στο κούτελο με φτύμα κι έκανε πίσω το κεφάλι του να μην πέσουν. Ο δε Φουσκοπέτσης βημάτιζε δίπλα σε αυτόν που χόρευε βαρώντας το νταούλι ρυθμικά.
Ξάφνου βλέπω τον Γιώργη τον Ντόκο τον μοναχογιό και κανακάρη του γερο-Θοδωρή μάζευε τις δεκάρες και άλλες έριχνε στο πιάτο και άλλες κρυφά έριχνε στην τσέπη του και τα παπούτσια του. Αντιληφθείς ο Φουσκοπέτσης την “κλεψιά” του κοπάνησε δύο-τρεις με το νταουλόξυλο στο κούκουρο7 κι ευθύς πετάχτηκαν όλοι. Ο μικρός Γιώργης έφυγε κλαίγοντας από τους πόνους και στάθηκε στο Παλιοχώρι. Που να πλησιάσει πάλι στην ορχήστρα· έβλεπε τον Φουσκοπέτση και τον έκοβε κρύος ιδρώτας. Ο χορός και τα γλέντια τελείωναν το βράδυ και πήγαιναν ν’ αποκρέψουν.
Τα παιδαρέλια έπαιζαν τις αμάντζες και όποια παρέα κι αν κέρδιζε πήγαιναν όλοι μαζί στα σπίτια των χαμένων τρωγόπιναν και γλεντοκοπούσαν κι απ’ το τηγάνι έβγαιναν ζεστές τηγανίτες.
Στον πλάτανο του Βρέντα στο μαγαζί του Ζηντάρη βάραγε καραμούντζα ο Νικολάτσης ο Τσαρουχάς και ο Γιώργης ο Κατσούλης (ο Τζιωβίνης) νταούλι. Εκεί ήταν το Τσαρουχέϊκο συνάφι, Κατσουλέοι και διάφοροι τσοπάνηδες. Δούλευε το κατοστάρι με το κρασί και η οκά αλλά υπήρχε κέφι και καλαμπούρι.
Στις 1:00 με 2:00 η ώρα το απόγευμα σταματούσε ο χορός για λίγο. Τότε άρχιζαν να ξαναφαίνουν και να ξεφαντώνουν οι μασκαράδες από διάφορα σημεία κι άρχιζαν οχλαγωγίες, γέλια και λαχτάρες. Οι θαμώνες του καφενείου βγήκαν κι αυτοί έξω να ιδούν τι τρέχει , μήπως μάλωσαν στο χορό. Και είδαν κι αυτοί έκπληκτοι το σινάφι των μασκαράδων: ένας ήταν ντυμένος Παπάς και λιβάνιζε τον κόσμο με στάχτη που είχε σε έναν τορβά.
Άλλος ήταν ντυμένος Γιατρός, Νύφη, γαμπρός όπου επακολουθούσε η λιποθυμία της νύφης, εκεί είχε το μεγαλύτερο καλαμπούρι όταν επενέβαινε ο γιατρός με μια παλιοτσάντα γεμάτη γιδοκοπριές για χάπια. Ένας ήταν ντυμένος χωροφύλακας κρατώντας στο χέρι μια βίτσα να μην πλησιάζει ο κόσμος που ήταν πράγματι λαοπλημμύρα και μετά την αναγνώριση των μασκαράδων επακολουθούσαν στέψεις κι άλλα διάφορα κόλπα. Ξανάφανε άλλο σινάφι ο ένας ήταν ντυμένος αρκούδα κι ο άλλος αρκουδιάρης βαρούσε ντέφι έναν ταβά και χόρευε η Αρκούδα κάνοντας διάφορα νούμερα. Μερικοί πέφτανε κάτω να τους πατήσει η αρκούδα για να μην τους πονάει η μέση τους.
Αφού χόρεψαν όλοι μαζί διαλύθηκε ο χορός για τη βραδινή Αποκριά γιατί άρχισε να νυχτώνει.
Το βράδυ της Αποκριάς την εποχή εκείνη απόκρευαν μαζί, δύο-τρεις οικογένειες συγγενικές. Τα φαγητά ήσαν λογής-λογής: κοτόπουλο με χυλοπίτες, βεργάδι, στιφάδο, χοιρινό κι άλλα επιδόρπια. Τότε τραπέζια ήσαν οι Σοφράδες, χαμηλά και καθίσματα χαμηλά σκαμνιά, τα προσκέφαλα άλλα γεμάτα άχυρα ή πούσια και άλλα με κοζιά απόκρευαν στο παραγώνι, διότι σπανίως υπήρχε κρεβάτι τότε, ενώ στο τζάκι έδερνε η φωτιά .
Μετά το φαγητό ψένανε τυρί στα κάρβουνα για να καεί ο Λύκος.
Έβαζαν και αυγά στη σπούρνη με τη μύτη προς τα πάνω. Αυτού που ίδρωνε το αυγό αν ήταν νέος ή νέα πλησίαζε η παντρειά. Στο σοφρά έδιναν και έπαιρναν τα τσουγκρίσματα με το κοκκινέλι κι ευχώσαν Καλή Σαρακοστή και συχωράγανε τις ψυχές. Ξέχασα, στο κάθε αυγό μελέταγαν και το άτομο κι ήξερε ο καθένας το δικό του. Αν ίδρωνε των γερόντων το αυγό σήμαινε ευτυχία και πλούτη θα πέσουν στο σπίτι. Αν έσκαγε κάνα αυγό λέγανε το σκάσε ο διάβολος. Επακολουθούσε γλέντι τρικούβερτο ακόμα και χορός και σαν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα το τελευταίο έδεσμα ήταν οι νεροχυλοπίτες στραγγιχτές τσιγουρισμένες με γουρναλοιφή και με γαρνιτούρα μυτζήθρας.
Με αυτά τελείωνε η Αποκριά.
ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ
Την Καθαρή Δευτέρα ήσαν τα κούλουμπα, το γλέντι γινόταν στις γειτονιές. Φτιάχνανε μπουγάτσα στη θράκα κι αυτά που είχαν ζυμώσει βγάζανε λαγάνες. Όταν βγάζανε την μπουγάτσα αφού είχε ψηθεί την άφηναν να κρυώσει λίγο. Τα παιδιά όμως λιγούριαζαν και για να τα καρτερέσει η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει η ψυχή της στο χωράφι και θα την κόψουμε. Σε λίγη ώρα πάλι τα παιδιά λιγούριαζαν και πάλι η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει και στο αμπέλι (η ψυχή της), ώσπου η μπουγάτσα κρύωνε λίγο και την τεμάχιζαν με το χέρι κομμάτια στο τραπέζι και τρώγανε όλοι μαζί. Οι μεγαλύτεροι πίνανε κρασί ξεροσφύρι πρώτα αλατίζοντας κάνα κρεμμύδι ή τσιμπώντας καμιά ελιά.
Τα εδέσματα της Δευτέρας ήσαν κρεμμύδια που τα λέγανε και περιστέρια, τα στούμπαγαν στο γόνα ή στο τραπέζι και τα στύβανε να φύγει η καούρα. Και τ’ αλάτιζαν με ριγανάλατο. Αλλά εδέσματα ήσαν τα καρδάματα, οι ελιές κι ο χαλβάς.
Όλη την καθαρή βδομάδα ο κόσμος νήστευε δεν τρώγανε ούτε λάδι. Οι κοπέλες φτιάχνανε την αρμυροκουλούρα κι αφού την τρώγανε όλη την ημέρα δεν έπιναν νερό για να ιδούνε το βράδυ στον ύπνο τους ποιος νέος θα τους δώσει νερό, όπου θα ήταν κι ο μέλλων σύζυγος. Το ίδιο κάνανε και τα παιδιά.
Η ΓΟΥΡΝΟΣΦΑΓΗ
Πολύ κέφι και καλαμπούρι είχε η σφαγή των γουρουνιών. Τα έσφαζαν τα γουρούνια μετά την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Οι γυναίκες από ημέρες καθάριζαν το σιτάρι και το έτριβαν σε μια μεγάλη πλάκα με το λιτρίβι, ένα στρογγυλό ποταμίσιο λιθάρι έκαναν το μπολουγούρι για την οματιές και γέμιζαν με διάφορα μπαχαρικά τα παχιά άντερα και την έψηναν στο φούρνο ή στην μπουγάνα.
Πρωί-πρωί έμπαινε το λεβέτι στη φωτιά, να γίνει θερμό το νερό για τα ποδοκέφαλα, να τα μαδήσουν και να πλύνουν και τα άντερα και για άλλες δουλειές. Αφού ήσαν όλοι οι άντρες στο πόδι, διότι τότε τα γουρούνια τα έσφαζαν μαζί οι συγγενείς. Είχαν έτοιμα τα κάρβουνα με το λιβάνι, το λεμόνι καρφωμένο σε ένα μακρύ ξύλινο σουβλί για να το βάλουν στο στόμα του γουρουνιού όταν ξεψύχαγε, για να είναι νόστιμο το κρέας του, όπου το γουρούνι από την απελπισία του το δάγκωνε και το μάσαγε ξεψυχώντας.
Αφού το έσφαζε ο σφάχτης οι άλλοι το πλάκωναν να μην τους φύγει. Αυτός που είχε τα κάρβουνα με το λιβάνι έλεγε το «Πάτερ ημών». Ο Δήμιος που το έσφαζε έβγαζε τον καρύτζαφλα και τον παραλάβαινε η οικοδέσποινα να τον ψήσει για τις πρώτες βοήθειες να πάρουν λίγο μεζέ να πιούνε ένα ποτήρι να ειπούνε καλοφάγοτο στο νοικοκύρη.
Οι πατσατζήδες έπαιρναν τα ποδοκέφαλα και την ουρά και τα μάδαγαν με θερμό νερό. Με αυτά φτιάχναμε την περίφημη πατσά την πηχτή και της έριχναν μετά το βράσιμο στουμπισμένο σκόρδο και ξύδι που έγλειφες τα δάχτυλα σου.
Ο χειρούργος που έβγαζε τα άντερα και τα συκωτοπλέμονα κάπου κοίταζε και αν ήταν έγκυος η νοικοκυρά τις έλεγε τι παιδί θα γεννήσει. Στο παραγώνι ήταν ο Αντεράς και πάνω στο σοφρά ξεχώριζε τα άντερα τα χοντρά από τα ψιλά. Τα χοντρά για οματιές και τα ψιλά για λουκάνικα. Γινόταν στους πατσατζήδες επιθεώρηση , αν τα μάδησαν καλά διότι υπήρχαν κυρώσεις αν άφηναν τρίχες τους τιμωρούσαν και δεν τους έδιναν ούτε κρασί ούτε μεζέ.
Αλλά το πιο καλύτερο για τους μικρούς ήταν η φούσκα, τη φουσκώναμε, της ρίχναμε αραποσιτόσπυρα, τη βροντάγαμε και παίζαμε. Μετά τη γέμιζαν βασιλικόξυγκο από την μπόλια που ήταν φάρμακο μαζί με ελατόπισσα για τις πληγές, πρηξίματα και τσιρίλους.
Όλη την ημέρα γινόταν γλέντι τρικούβερτο και φαγοπότι. Έσμιγαν οι συγγενείς , τα σοϊα –και μαλωμένοι να ήσαν τα έφτιαχναν και αγαπιώσαν- έριχναν στη θράκα την κατίνα κι άλλους μεζέδες, κολάτσιζαν και πήγαιναν να σφάξουν άλλο.
Στον τελευταίο τρώγανε μαγειρευτό με σέλινα αυγολέμονο. Τη δεύτερη μέρα ημέρα τα γδέρνουν τα γδέρνουν με προσοχή να μην τρυπήσουν το τομάρι, το έκοβαν φασκιές για γουρνοτσάρουχα, αφού το αλάτιζαν με πολύ αλάτι να ψηθεί και να αργάσει. Την τρίτη μέρα το έλιωναν το ξύγκι και έβγαζαν τη γουρναλοιφή και τις περιβόητες τσιγαρίδες. Έβραζαν και το κρέας, το αλάτιζαν λίγο αρμυρό και το έβαζαν στη λαγήνα, ανακατεμένο με κομμένα λουκάνικα αφού πρώτα του έριχναν διάφορα μπαχαρικά.
11 Πίγκες:Ήταν τα παπούτσια των φουστανελάδων, τα τσαρούχια. Οι πίγκες ήσαν μαύρες και κόκκινες.
2Αλατζένια:Υφαντά στον αργαλειό ποικίλων χρωμάτων.
3 Χαρμπαλάς:Συγκεκριμένο στυλ ραψίματος για τα φουστάνια (Σαν πιέτα).
4 Μπόλκα:Υφαντή ζακέτα εποχής.
5 Μπελερίνα:Εσάρπα,σάλι.
6 Παπάζι:Το φέσι της στολής της Αμαλίας.
7 Κούκουρο:Κρανίο
13 Δεκεμβρίου 1943: Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων!!
Η Σφαγή των Καλαβρύτων (ή και Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων) αναφέρεται στην εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού και την ολική καταστροφή της κωμόπολης των Καλαβρύτων στην Ελλάδα, από στρατιώτες της γερμανικής 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943.
Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε την 4η Δεκεμβρίου, ως μαζικά αντίποινα στην εκτέλεση, από τους αντάρτες, 77 Γερμανών στρατιωτών αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί μετά τη νίκη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής, την 20η Οκτωβρίου του 1943. Η επιχείρηση στόχευε στην τρομοκράτηση των ντόπιων με εκτελέσεις αμάχων και λεηλασίες, πυρπόληση οικιών καθώς και στην ολική εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντιστασιακές ομάδες και αντάρτες. Οι σφαγές και οι λεηλασίες ξεκίνησαν από την παράκτια περιοχή της Αχαΐας στη βόρεια Πελοπόννησο. Τα στρατεύματα της Βέρμαχτ, στην πορεία τους, έκαψαν δεκάδες χωριά και δολοφόνησαν αμάχους, με τελικό προορισμό τα Καλάβρυτα, όπου και εισήλθαν την 9η Δεκεμβρίου. Συνολικά, σύμφωνα με τους νεότερους ιστορικούς, εκτελέστηκαν 677 άμαχοι, από τους οποίους οι 499 στα Καλάβρυτα, και πυρπολήθηκαν περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά. Μάλιστα, τα ναζιστικά στρατεύματα άρπαξαν και υλικά αγαθά, τρόφιμα αλλά και ζώα ώστε, σύμφωνα με την ηγεσία της Μεραρχίας, να στερήσουν από τους κατοίκους των χωριών τις προϋποθέσεις διαβίωσης.
Η σφαγή των Καλαβρύτων αποτελεί την πιο βαριά περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην Ελλάδα, κατά την κατοχική περίοδο. Κανένας από τους υπευθύνους των εγκλημάτων αυτών δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη ενώ μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά απολύτως αποζημίωση από τη Γερμανία.
«ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ» (από το αρχείο του αειμνήστου λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου, από Βλαχέρνα)
Το σπίτι ήταν διαιρεμένο με ξύλινες σανίδες τις λεγόμενες μισάντρες. Πρώτο δωμάτιο ήταν το χειμωνιάτικο το λεγόμενο παραγώνι. Εκεί υπήρχε η γωνιά που άναβαν τη φωτιά και το τζάκι φτιαγμένο από γύψο και κεραμίδια ήταν ωραία διακοσμημένο με τραπέζι ράφια και δύο γωνιακά ράφια μικρά. Το τζάκι τραβούσε τον καπνό και δεν κάπνιζε το σπίτι όταν το είχε πετύχει ο μάστορας. Ήσαν και μερικά τζάκια που έπιανες κουνάβια από τον καπνό έπρεπε να ανοίξεις πόρτες και παράθυρα να φύγει. Μερακλής τζακάς ήταν ο Φούρκας από τη Λυκούρια και ο Τουρκομιχάλης από του Δάρα και μετά ο Μήτσιας ο Γιωργιώνης ο χωριανός μας. Πίσω στο τέρμα της γωνίας ήταν το σταχτοφούρνι, όπου όταν ξεθρακούναγαν τη φωτιά, σπρώχναν τη στάχτη ψηλά, στο σταχτοφούρνι ήταν κρεμασμένη η σιδεροστιά και πίσω βάζαν τα χοντρά κούτσουρα, ξύλα για να βαστάνε φωτιά, στη γωνία ήταν η μάσια για το σύμπημα της φωτιάς. Στο πόδι του τζακιού ήταν μια πρόκα μπηγμένη και κρεμούσαν το λαδολύχναρο, τον τσιμπλή και το πετρολύχναρο, για να μην μυρίζει το σπίτι από το κάψιμο του πετρελαίου. Στο ράφι βάζαν τα σπίρτα, το τραπεζομάχαιρο και άλλα μικροπράγματα.
Το πετρολύχναρο και το λαδολύχναρο ήσαν τα μέσα φωτισμού την εποχή εκείνη. Τον δε τσίμπλη τον τροφοδοτούσαν με αλοιφή, γουρναααλοιφή. Λίγη ρίχναν, διότι λάδι ήταν ακριβό, πολύ ακριβό. Το λέγαν τσίμπλη γιατί μάζευε καύτρα όπως καιγόταν το φυτήλι και φώταγε αμυδρά και τον ξεφτύλιζαν είχε πάνω ένα μικρό ξεφτυληστήρι μυτερό.
Μετά κατέλαβαν τη θέση τους, οι λάμπες με τη φακορώνα και τις κρέμαγαν στη μισάντρα για να φωτίζετε το δωμάτιο ή στο τραπέζι του τζακιού. Θυμάμαι όταν στη φωτιά καιγόσαν ξυλά από πρίνα ή δέντρα και τα συμπάγαμε με τη μάσια πέταγαν καύτρες και λέγαμε: μάζω σκύλα τα κουτάβια σου. Άλλο φωτιστικό μέσον ήταν και το κλεφτοφάναρο, αλλά πολυδάπανο έκαιγε λάδι. Ήταν όμως απαραίτητο και ακίνδυνο, με αυτό πήγαιναν πάχνιζαν τα ζώα, στο υπόγειο για κρασί, κλπ. Στο τραπέζι του τζακιού ήταν η αλατιέρα, κομψοτέχνισμα του γέρο-Φαρμάκη, πολλές φορές βάζαν και τα κρασοπότηρα και άλλα διάφορα είδη. Ήσαν όμως και τα ντουλάπια.
Στη μισάντρα σε πρόκες κρέμαγαν τα ρούχα της δουλειάς τα σακάκια, τα παντελόνια, η γρια το γιουρντί της ο γέρος το μπενοβράκι. Στα παραγώνια ήσαν τα βραδινά στρωσίδια που κάτω βάζαν ψάθες από βούτυμο. Τις ψάθες τις έστρωναν και στο πάτωμα του παραγωνιού. Πολλές φορές στο παραγώνι έστεναν κι οι γυναίκες το λάκκο και ύφαιναν το χειμώνα. Αλατζιά και γιάμπολες. Στο παραγώνι μόνιμα έπιπλα ήσαν ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι ψηλό και ένα χαμηλό που το λέγαν σοφρά, όπου σε σοφρά οι γυναίκες με τον πλάστη έφτιαχναν τα φύλα για τις χυλοπίτες. Σε μια γωνία ήταν η πιατοθήκη ξύλινη γεμάτη λίγδα όπου φιλοξενούσε τις μουρχούτες και τα σαγώνια στα ράφια της κάτω από την πιατοθήκη κρέμαγαν το τηγάνι και χάμω ήσαν οι τετζερέδες γυρισμένες ανάποδα επίσης στην πιατοθήκη κρεμόταν κι η ξύλινη κουτάλα και ο τρίφτης κι η κουταλοθήκη κοντά.