Back to top

Αρχείο για Ιστορικά

14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821: Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΒΙΔΙΟΥ

Τετάρτη, 14 Απριλίου, 2021 στις 8:10πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | TSARHL
Σε κάθε επέτειο της Παλιγγενεσίας, οδηγούμε το πνεύμα την ψυχή μας, αλλά και την μνήμη με ευλάβεια προς τον ένδοξο αγώνα του 1821, ο οποίος αποτελεί το ορόσημο της νεότερης εθνικής μας ιστορίας. Το 1821 αποτελεί το κορυφαίο γεγονός της Ελληνικής ιστορίας που θα θυμίζει στις νεότερες γενιές που έρχονται τον συνεχή, σκληρό αγώνα, ανηφορικό, αλλά ένδοξο δρόμο, που έχει διανύσει το γένος των Ελλήνων.
Ξεχωριστός μέσα στο πάνθεο των αγωνιστών του «21» κι’ ο καπετάνιος Αναγνώστης Στριφτόμπολας, εγγονός και γιος παλαιών κλεφτών, που έπεσε στη μάχη του Λεβιδίου.
 
 
 
 

ΕΠΕΤEΙΑΚΟ ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΩΝ

Πέμπτη, 25 Μαρτίου, 2021 στις 7:53μμ | Κατηγορία: Ιστορικά | CLOLONIS

ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΤΩΝ ΑΠΑΝΤΑΧΟΥ ΒΛΑΧΕΡΝΑΙΩΝ

ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ 200ης ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ 1821

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συλλόγου των Απανταχού Βλαχερναίων, σήμερα την 25η Μαρτίου 2021 και για τον εορτασμό της 200ης επετείου από την έναρξη της επαναστάσεως του 1821, εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο αποτίει φόρο τιμής σε όλους όσους συνέβαλαν στην απελευθέρωση του έθνους μας.  Το χωριό μας δεν έμεινε πίσω σε αυτήν την προσπάθεια, αλλά είχε σημαντική και διαρκή συνεισφορά στην αντίσταση κατά του κατακτητή και στον αγώνα για την απελευθέρωση. Η επιτυχής αντίσταση των κατοίκων της περιοχής στο «Κάστρο Μπεζενίκο» κατά του Μωάμεθ του Β’ του Κατακτητή, η εξόντωση των «σπαχήδων» από τους ντόπιους που είχε ως αποτέλεσμα τη μετέπειτα καταστροφή του χωριού, η συμμετοχή των συμπατριωτών μας στη διάνοιξη της «γράνας» έξω από την Τρίπολη, κατά την εκεί πολιορκία της πόλης, η συμβολή τους στις επαναστατικές δραστηριότητες τόσο με «αναγνωρισμένους» στρατιώτες όσο και με «αταξινόμητους», η αντίσταση και ο ηρωικός θάνατος του καπετάν-Δημήτρη του Τσαρουχά στο Σαχτοκούλι, οι επαναστατικές δραστηριότητες του στρατηγού Αλεξίου Νικολάου του Λεβιδιώτη (ή καπετάν Αλέξη), η αντίσταση κατά των ορδών του Ιμπραήμ στην Ι.Μ. Παναγίας της Ελεούσας και στο Κάστρο Μπεζενίκος, αποτελούν τεκμήρια του πόθου των κατοίκων για ελευθερία.

Αν και λόγω της πανδημίας δεν κατέστη δυνατόν να υλοποιήσουμε τις προγραμματισθείσες επετειακές μας δράσεις, εντούτοις δεν τις εγκαταλείπουμε.  Θα τις υλοποιήσουμε σε εύθετο χρόνο, όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες.  Άλλωστε, η διατήρηση της ιστορικής μας μνήμης και κληρονομιάς, δεν θα πρέπει να είναι αναγκαστικά αντικείμενο μιας συγκυρίας, όπως είναι ο επετειακός εορτασμός, αλλά να αποτελεί αντικείμενο μιας διαρκούς προσπάθειας για την διάσωση και την ανάδειξή της. Έτσι, θα μπορέσουμε όλοι μας να συμβάλουμε στη δημιουργία ενός κράτους, που θα γνωρίζει και θα σέβεται το παρελθόν του, αλλά και θα αγωνίζεται και θα παλεύει για ένα καλύτερο μέλλον.

Τιμή και δόξα στην επανάσταση του 1821.

200 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΑΣ ΗΡΩΑΣ, ΠΕΣΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΠΑΤΡΙΑ!

Πέμπτη, 25 Μαρτίου, 2021 στις 8:25πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Φέτος με την ευκαιρία του εορτασμού των 200 χρόνων από την Ελληνική επανάσταση του 1821, έρχεται στην μνήμη μας οι μεγάλες στιγμές της Ηρωικής δράσης των μεγάλων γεγονότων της, αλλά και μικρότερες όπως του καπετάν Δημήτρη Τσαρουχά από τον Μπεζενίκο, που μας θυμίζει την ρύση του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη: “Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελοί δεν εκάναμε επανάσταση”.

Ο Δημήτριος Τσαρουχάς ήταν ήρωας της Επαναστάσεως του 1821 που σκοτώθηκε σε νεαρή ηλικία (περίπου 23 ετών) σε μάχη εναντίον των Τούρκων στον «Άγιο Αιμιλιανό», που βρίσκεται στη θέση Σαχτοκούλι, κοντά στις σημερινές «Μουριές».

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, ήταν από τους πρωτεργάτες του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία στην περιοχή της Βλαχέρνας (τότε Μπεζενίκου).

 

 

ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΙΜΗΣ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΤΣΑΡΟΥΧΑ.

Δευτέρα, 15 Μαρτίου, 2021 στις 8:41πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Κατά την Εαρινή επίθεση του 1921 του Ελληνικού Στρατού εναντίον της οχυρής Τουρκικής θέσης ΑΒΓΚΙΝ-ΚΟΒΑΛΙΤΣΑ, της γνωστής ως γραμμής Ινονού, πλησίον στο Εσκή Σεχήρ, από το πρωί της 15ης Μαρτίου οι Μεραρχίες ΙΙΙ, Χ,VI, του Γ΄ Σώματος Στρατού, δέχτηκαν σφοδρές επιθέσεις ισχυρών Τουρκικών δυνάμεων, που άφησαν στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν και ο Στρατιώτης Αναστάσιος Σωτ. Τσαρουχάς που έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο πεδίο της μάχης.

Ο Αναστάσιος ήταν το δεύτερο αγόρι του Σωτήρη Αναστ. Τσαρουχά και της Αικατερίνης Γαλάνη, αδέλφια του η Γεωργία, ο Χαράλαμπος, ο Ηλίας και ο Θεόδωρος, γεννημένος το 1901 στον Μπεζενίκο νυν Βλαχέρνα Αρκαδίας. 

Απόγονος του Δημητρίου Τσαρουχά, που σκοτώθηκε από τους Τούρκους σε μάχη στη τοποθεσία Σταχτοκούλη πλησίον στα Ξενοπλιάνικα του Μπεζενίκου, αφήνοντας ορφανό το μόλις έξι μηνών παιδί του, τον Αναστάσιο Τσαρουχά (πατέρα του Σωτήρη) και συνεχιστή της γενιάς των Τσαρουχαίων, που ονομάσθηκαν «σκυλόγαλα». Και αυτό διότι μετά την διαφυγή των οικογενειών κυνηγημένων από τους Τούρκους, άφησαν το μωρό σε μία εσοχή βράχου και όταν επέστρεψαν μετά από μέρες το βρήκαν ζωντανό να το βυζαίνει η «γεννημένη σκύλα» που διέθετε η οικογένεια, εξ ου και το παρανόμι «σκυλόγαλο».

 

ΟΙ ΑΠΟΚΡΙΕΣ μιας άλλης εποχής (του αειμνήστου Λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου)

Κυριακή, 14 Μαρτίου, 2021 στις 10:45πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Τις Απόκριες γινόταν το μεγαλύτερο ξεφάντωμα στο χωριό. Στην Μεσιανή βρύση ήταν και η πλατεία του παλιού χωριού βαράγανε δύο ορχήστρες με τα όργανα της εποχής: Νταούλι, πίπιζα και καραμούζα. Ο Θοδωρής ο Ντόκος πίπιζα και ο αδελφός του ο Φουσκοπέτσης νταούλι.

Η ψιλομαρίδα ήταν κουρνιασμένη πάνω στην καμάρα της βρύσης για την θέα. Δεν υπάρχει σήμερα πουθενά τέτοια βρύση με την μεγαλοπρέπεια που είχε αυτή η βρύση με τα σκαλιστά αγκωνάρια της, με την σκαλιστή φάτσα της, με τις ζαλώστρες της, με τις πλύστρες της, με τις δύο μεγάλες μαρμαρένιες κορίτους της και τα δυο ντουλάπια της. Ήταν μεγάλο λάθος το γκρέμισμά της.

Ο Ντοκοθοδωρής και ο αδερφός του ο Μήτσος ήσαν, σαν οργανοπαίχτες, μεγάλη φίρμα της εποχής. Την εκμετάλλευση της πλατείας την είχε το Λαϊκό καφενείο του Τρύφωνα του Σκασίλα. Τότε δούλευε το κατοστάρι με το κρασί, καμιά μαστίχα και λουκούμια.

Χόρευαν γέροι με τις λουλακάτες πουκαμίσες, ζωσμένοι τα σιλάχια στολισμένα με μυρσίνες καλαματιανές, με τις φουντωτές γιορτινές πίγκες1 τους, με τις σκάλτσες και τις μαύρες γονατάρες τους. Τα ωραία χαριτωμένα σταυρωτά τους και τα μπαρέζια τα κόκκινα και τα καφετιά. Σε έπαιρνε μια χαρά. Πολλοί γέροι φόραγαν και φουστανέλες και οι νέοι επίσης ατσαλάκωτοι με τις ίδιες στολές, ενώ λίγοι νέοι φορούσαν ευρωπαϊκά ρούχα.

Οι γριές με τα μακριά αλατζένια2 φουστάνια τους, με τους χαρμπαλάδες3 που ήταν γρανιτουρισμένοι με ταμπέλες, με τις ωραίες μπόλκες4 και τις όμορφες μπελερίνες5, τα ζαχαριά και τα κανελιά μαντήλια με τα κλαριά. Τα ζαχαριά τα λουλάκωναν με λουλάκι.

Οι νέοι με τις φουστανέλες και τα φέσια με τις γαλάζιες φούντες και τα κορίτσια ντυμένα αμαλίες με τα παπάζια6 τους, τα ασημοζούναρα στο λαιμό τους που ακτινοβολούσαν και τα φλωριά στο μέτωπό τους άστραφταν.

Χόρευαν τα νιάτα και τα γηρατειά αντάμα και τσούγκριζαν τα ποτήρια με το κοκκινέλι του Σκασίλα. Οι χαλκωματένιες και τρύπιες πενταροδεκάρες πέφτανε σαν βροχή στα όργανα και τόσο μερακλωνόταν ο γερο-Θοδωρής με την πίπιζα φούσκωνε τα μάγουλα και τα μάτια του πεταγόσανε σαν του βατράχου. Του κόλλαγαν και δεκάρες στο κούτελο με φτύμα κι έκανε πίσω το κεφάλι του να μην πέσουν. Ο δε Φουσκοπέτσης βημάτιζε δίπλα σε αυτόν που χόρευε βαρώντας το νταούλι ρυθμικά.

Ξάφνου βλέπω τον Γιώργη τον Ντόκο τον μοναχογιό και κανακάρη του γερο-Θοδωρή μάζευε τις δεκάρες και άλλες έριχνε στο πιάτο και άλλες κρυφά έριχνε στην τσέπη του και τα παπούτσια του. Αντιληφθείς ο Φουσκοπέτσης την “κλεψιά” του κοπάνησε δύο-τρεις με το νταουλόξυλο στο κούκουρο7 κι ευθύς πετάχτηκαν όλοι. Ο μικρός Γιώργης έφυγε κλαίγοντας από τους πόνους και στάθηκε στο Παλιοχώρι. Που να πλησιάσει πάλι στην ορχήστρα· έβλεπε τον Φουσκοπέτση και τον έκοβε κρύος ιδρώτας. Ο χορός και τα γλέντια τελείωναν το βράδυ και πήγαιναν ν’ αποκρέψουν.

Τα παιδαρέλια έπαιζαν τις αμάντζες και όποια παρέα κι αν κέρδιζε πήγαιναν όλοι μαζί στα σπίτια των χαμένων τρωγόπιναν και γλεντοκοπούσαν κι απ’ το τηγάνι έβγαιναν ζεστές τηγανίτες.

Στον πλάτανο του Βρέντα στο μαγαζί του Ζηντάρη βάραγε καραμούντζα ο Νικολάτσης ο Τσαρουχάς και ο Γιώργης ο Κατσούλης (ο Τζιωβίνης) νταούλι. Εκεί ήταν το Τσαρουχέϊκο συνάφι, Κατσουλέοι και διάφοροι τσοπάνηδες. Δούλευε το κατοστάρι με το κρασί και η οκά αλλά υπήρχε κέφι και καλαμπούρι.

Στις 1:00 με 2:00 η ώρα το απόγευμα σταματούσε ο χορός για λίγο. Τότε άρχιζαν να ξαναφαίνουν και να ξεφαντώνουν οι μασκαράδες από διάφορα σημεία κι άρχιζαν οχλαγωγίες, γέλια και λαχτάρες. Οι θαμώνες του καφενείου βγήκαν κι αυτοί έξω να ιδούν τι τρέχει , μήπως μάλωσαν στο χορό. Και είδαν κι αυτοί έκπληκτοι το σινάφι των μασκαράδων: ένας ήταν ντυμένος Παπάς και λιβάνιζε τον κόσμο με στάχτη που είχε σε έναν τορβά.

Άλλος ήταν ντυμένος Γιατρός, Νύφη, γαμπρός όπου επακολουθούσε η λιποθυμία της νύφης, εκεί είχε το μεγαλύτερο καλαμπούρι όταν επενέβαινε ο γιατρός με μια παλιοτσάντα γεμάτη γιδοκοπριές για χάπια. Ένας ήταν ντυμένος χωροφύλακας κρατώντας στο χέρι μια βίτσα να μην πλησιάζει ο κόσμος που ήταν πράγματι λαοπλημμύρα και μετά την αναγνώριση των μασκαράδων επακολουθούσαν στέψεις κι άλλα διάφορα κόλπα. Ξανάφανε άλλο σινάφι ο ένας ήταν ντυμένος αρκούδα κι ο άλλος αρκουδιάρης βαρούσε ντέφι έναν ταβά και χόρευε η Αρκούδα κάνοντας διάφορα νούμερα. Μερικοί πέφτανε κάτω να τους πατήσει η αρκούδα για να μην τους πονάει η μέση τους.

Αφού χόρεψαν όλοι μαζί διαλύθηκε ο χορός για τη βραδινή Αποκριά γιατί άρχισε να νυχτώνει.

Το βράδυ της Αποκριάς την εποχή εκείνη απόκρευαν μαζί, δύο-τρεις οικογένειες συγγενικές. Τα φαγητά ήσαν λογής-λογής: κοτόπουλο με χυλοπίτες, βεργάδι, στιφάδο, χοιρινό κι άλλα επιδόρπια. Τότε τραπέζια ήσαν οι Σοφράδες, χαμηλά και καθίσματα χαμηλά σκαμνιά, τα προσκέφαλα άλλα γεμάτα άχυρα ή πούσια και άλλα με κοζιά απόκρευαν στο παραγώνι, διότι σπανίως υπήρχε κρεβάτι τότε, ενώ στο τζάκι έδερνε η φωτιά .

Μετά το φαγητό ψένανε τυρί στα κάρβουνα για να καεί ο Λύκος.

Έβαζαν και αυγά στη σπούρνη με τη μύτη προς τα πάνω. Αυτού που ίδρωνε το αυγό αν ήταν νέος ή νέα πλησίαζε η παντρειά. Στο σοφρά έδιναν και έπαιρναν τα τσουγκρίσματα με το κοκκινέλι κι ευχώσαν Καλή Σαρακοστή και συχωράγανε τις ψυχές. Ξέχασα, στο κάθε αυγό μελέταγαν και το άτομο κι ήξερε ο καθένας το δικό του. Αν ίδρωνε των γερόντων το αυγό σήμαινε ευτυχία και πλούτη θα πέσουν στο σπίτι. Αν έσκαγε κάνα αυγό λέγανε το σκάσε ο διάβολος. Επακολουθούσε γλέντι τρικούβερτο ακόμα και χορός και σαν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα το τελευταίο έδεσμα ήταν οι νεροχυλοπίτες στραγγιχτές τσιγουρισμένες με γουρναλοιφή και με γαρνιτούρα μυτζήθρας.

Με αυτά τελείωνε η Αποκριά.

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Την Καθαρή Δευτέρα ήσαν τα κούλουμπα, το γλέντι γινόταν στις γειτονιές. Φτιάχνανε μπουγάτσα στη θράκα κι αυτά που είχαν ζυμώσει βγάζανε λαγάνες.  Όταν βγάζανε την μπουγάτσα αφού είχε ψηθεί την άφηναν να κρυώσει λίγο. Τα παιδιά όμως λιγούριαζαν και για να τα καρτερέσει η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει η ψυχή της στο χωράφι και θα την κόψουμε. Σε λίγη ώρα πάλι τα παιδιά λιγούριαζαν και πάλι η μάνα τους έλεγε: αφήστε να πάει και στο αμπέλι (η ψυχή της), ώσπου η μπουγάτσα κρύωνε λίγο και την τεμάχιζαν με το χέρι κομμάτια στο τραπέζι και τρώγανε όλοι μαζί. Οι μεγαλύτεροι πίνανε κρασί ξεροσφύρι πρώτα αλατίζοντας κάνα κρεμμύδι ή τσιμπώντας καμιά ελιά.

Τα εδέσματα της Δευτέρας ήσαν κρεμμύδια που τα λέγανε και περιστέρια, τα στούμπαγαν στο γόνα ή στο τραπέζι και τα στύβανε να φύγει η καούρα. Και τ’ αλάτιζαν με ριγανάλατο. Αλλά εδέσματα ήσαν τα καρδάματα, οι ελιές κι ο χαλβάς.

Όλη την καθαρή βδομάδα ο κόσμος νήστευε δεν τρώγανε ούτε λάδι. Οι κοπέλες φτιάχνανε την αρμυροκουλούρα κι αφού την τρώγανε όλη την ημέρα δεν έπιναν νερό για να ιδούνε το βράδυ στον ύπνο τους ποιος νέος θα τους δώσει νερό, όπου θα ήταν κι ο μέλλων σύζυγος. Το ίδιο κάνανε και τα παιδιά.

Η ΓΟΥΡΝΟΣΦΑΓΗ

Πολύ κέφι και καλαμπούρι είχε η σφαγή των γουρουνιών. Τα έσφαζαν τα γουρούνια μετά την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου. Οι γυναίκες από ημέρες καθάριζαν το σιτάρι και το έτριβαν σε μια μεγάλη πλάκα με το λιτρίβι, ένα στρογγυλό ποταμίσιο λιθάρι έκαναν το μπολουγούρι για την οματιές και γέμιζαν με διάφορα μπαχαρικά τα παχιά άντερα και την έψηναν στο φούρνο ή στην μπουγάνα.

Πρωί-πρωί έμπαινε το λεβέτι στη φωτιά, να γίνει θερμό το νερό για τα ποδοκέφαλα, να τα μαδήσουν και να πλύνουν και τα άντερα και για άλλες δουλειές. Αφού ήσαν όλοι οι άντρες στο πόδι, διότι τότε τα γουρούνια τα έσφαζαν μαζί οι συγγενείς. Είχαν έτοιμα τα κάρβουνα με το λιβάνι, το λεμόνι καρφωμένο σε ένα μακρύ ξύλινο σουβλί για να το βάλουν στο στόμα του γουρουνιού όταν ξεψύχαγε, για να είναι νόστιμο το κρέας του, όπου το γουρούνι από την απελπισία του το δάγκωνε και το μάσαγε ξεψυχώντας.

Αφού το έσφαζε ο σφάχτης οι άλλοι το πλάκωναν να μην τους φύγει. Αυτός που είχε τα κάρβουνα με το λιβάνι έλεγε το «Πάτερ ημών». Ο Δήμιος που το έσφαζε έβγαζε τον καρύτζαφλα και τον παραλάβαινε η οικοδέσποινα να τον ψήσει για τις πρώτες βοήθειες να πάρουν λίγο μεζέ να πιούνε ένα ποτήρι να ειπούνε καλοφάγοτο στο νοικοκύρη.

Οι πατσατζήδες έπαιρναν τα ποδοκέφαλα και την ουρά και τα μάδαγαν με θερμό νερό. Με αυτά φτιάχναμε την περίφημη πατσά την πηχτή και της έριχναν μετά το βράσιμο στουμπισμένο σκόρδο και ξύδι που έγλειφες τα δάχτυλα σου.

Ο χειρούργος που έβγαζε τα άντερα και τα συκωτοπλέμονα κάπου κοίταζε και αν ήταν έγκυος η νοικοκυρά τις έλεγε τι παιδί θα γεννήσει. Στο παραγώνι ήταν ο Αντεράς και πάνω στο σοφρά ξεχώριζε τα άντερα τα χοντρά από τα ψιλά. Τα χοντρά για οματιές και τα ψιλά για λουκάνικα. Γινόταν στους πατσατζήδες επιθεώρηση , αν τα μάδησαν καλά διότι υπήρχαν κυρώσεις αν άφηναν τρίχες τους τιμωρούσαν και δεν τους έδιναν ούτε κρασί ούτε μεζέ.

Αλλά το πιο καλύτερο για τους μικρούς ήταν η φούσκα, τη φουσκώναμε, της ρίχναμε αραποσιτόσπυρα, τη βροντάγαμε και παίζαμε. Μετά τη γέμιζαν βασιλικόξυγκο από την μπόλια που ήταν φάρμακο μαζί με ελατόπισσα για τις πληγές, πρηξίματα και τσιρίλους.

Όλη την ημέρα γινόταν γλέντι τρικούβερτο και φαγοπότι. Έσμιγαν οι συγγενείς , τα σοϊα –και μαλωμένοι να ήσαν τα έφτιαχναν και αγαπιώσαν- έριχναν στη θράκα την κατίνα κι άλλους μεζέδες, κολάτσιζαν και πήγαιναν να σφάξουν άλλο.

Στον τελευταίο τρώγανε μαγειρευτό με σέλινα αυγολέμονο. Τη δεύτερη μέρα ημέρα τα γδέρνουν τα γδέρνουν με προσοχή να μην τρυπήσουν το τομάρι, το έκοβαν φασκιές για γουρνοτσάρουχα, αφού το αλάτιζαν με πολύ αλάτι να ψηθεί και να αργάσει. Την τρίτη μέρα το έλιωναν το ξύγκι και έβγαζαν τη γουρναλοιφή και τις περιβόητες τσιγαρίδες. Έβραζαν και το κρέας, το αλάτιζαν λίγο αρμυρό και το έβαζαν στη λαγήνα, ανακατεμένο με κομμένα λουκάνικα αφού πρώτα του έριχναν διάφορα μπαχαρικά.

11 Πίγκες:Ήταν τα παπούτσια των φουστανελάδων, τα τσαρούχια. Οι πίγκες ήσαν μαύρες και κόκκινες.

2Αλατζένια:Υφαντά στον αργαλειό ποικίλων χρωμάτων.

3 Χαρμπαλάς:Συγκεκριμένο στυλ ραψίματος για τα φουστάνια (Σαν πιέτα).

4 Μπόλκα:Υφαντή ζακέτα εποχής.

5 Μπελερίνα:Εσάρπα,σάλι.

6 Παπάζι:Το φέσι της στολής της Αμαλίας.

7 Κούκουρο:Κρανίο

13 Δεκεμβρίου 1943: Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων!!

Κυριακή, 13 Δεκεμβρίου, 2020 στις 4:52μμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Η Σφαγή των Καλαβρύτων (ή και Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων) αναφέρεται στην εκτέλεση του ανδρικού πληθυσμού και την ολική καταστροφή της κωμόπολης των Καλαβρύτων στην Ελλάδα, από στρατιώτες της γερμανικής 117ης Μεραρχίας Καταδρομών, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943.

Η «Επιχείρηση Καλάβρυτα» ξεκίνησε την 4η Δεκεμβρίου, ως μαζικά αντίποινα στην εκτέλεση, από τους αντάρτες, 77 Γερμανών στρατιωτών αιχμαλώτων, οι οποίοι είχαν συλληφθεί μετά τη νίκη των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στη Μάχη της Κερπινής, την 20η Οκτωβρίου του 1943. Η επιχείρηση στόχευε στην τρομοκράτηση των ντόπιων με εκτελέσεις αμάχων και λεηλασίες, πυρπόληση οικιών καθώς και στην ολική εκκαθάριση του ορεινού όγκου του Χελμού από αντιστασιακές ομάδες και αντάρτες. Οι σφαγές και οι λεηλασίες ξεκίνησαν από την παράκτια περιοχή της Αχαΐας στη βόρεια Πελοπόννησο. Τα στρατεύματα της Βέρμαχτ, στην πορεία τους, έκαψαν δεκάδες χωριά και δολοφόνησαν αμάχους, με τελικό προορισμό τα Καλάβρυτα, όπου και εισήλθαν την 9η Δεκεμβρίου. Συνολικά, σύμφωνα με τους νεότερους ιστορικούς, εκτελέστηκαν 677 άμαχοι, από τους οποίους οι 499 στα Καλάβρυτα, και πυρπολήθηκαν περίπου 1.000 σπίτια σε πάνω από 50 χωριά. Μάλιστα, τα ναζιστικά στρατεύματα άρπαξαν και υλικά αγαθά, τρόφιμα αλλά και ζώα ώστε, σύμφωνα με την ηγεσία της Μεραρχίας, να στερήσουν από τους κατοίκους των χωριών τις προϋποθέσεις διαβίωσης.

Η σφαγή των Καλαβρύτων αποτελεί την πιο βαριά περίπτωση εγκλήματος πολέμου στην Ελλάδα, κατά την κατοχική περίοδο. Κανένας από τους υπευθύνους των εγκλημάτων αυτών δεν λογοδότησε στη δικαιοσύνη ενώ μέχρι και σήμερα ακόμα δεν έχει καταβληθεί καμιά απολύτως αποζημίωση από τη Γερμανία.

Περισσότερα στο el.wikipedia.org

«ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ» (από το αρχείο του αειμνήστου λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου, από Βλαχέρνα)

Σάββατο, 28 Νοεμβρίου, 2020 στις 9:59πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Το σπίτι ήταν διαιρεμένο με ξύλινες σανίδες τις λεγόμενες μισάντρες. Πρώτο δωμάτιο ήταν το χειμωνιάτικο το λεγόμενο παραγώνι. Εκεί υπήρχε η γωνιά που άναβαν τη φωτιά και το τζάκι φτιαγμένο από γύψο και κεραμίδια ήταν ωραία διακοσμημένο με τραπέζι ράφια και δύο γωνιακά ράφια μικρά. Το τζάκι τραβούσε τον καπνό και δεν κάπνιζε το σπίτι όταν το είχε πετύχει ο μάστορας. Ήσαν και μερικά τζάκια που έπιανες κουνάβια από τον καπνό έπρεπε να ανοίξεις πόρτες και παράθυρα να φύγει. Μερακλής τζακάς ήταν ο Φούρκας από τη Λυκούρια και ο Τουρκομιχάλης από του Δάρα και μετά ο Μήτσιας ο Γιωργιώνης ο χωριανός μας. Πίσω στο τέρμα της γωνίας ήταν το σταχτοφούρνι, όπου όταν ξεθρακούναγαν τη φωτιά, σπρώχναν τη στάχτη ψηλά, στο σταχτοφούρνι ήταν κρεμασμένη η σιδεροστιά και πίσω βάζαν τα χοντρά κούτσουρα, ξύλα για να βαστάνε φωτιά, στη γωνία ήταν η μάσια για το σύμπημα της φωτιάς. Στο πόδι του τζακιού ήταν μια πρόκα μπηγμένη και κρεμούσαν το λαδολύχναρο, τον τσιμπλή και το πετρολύχναρο, για να μην μυρίζει το σπίτι από το κάψιμο του πετρελαίου. Στο ράφι βάζαν τα σπίρτα, το τραπεζομάχαιρο και άλλα μικροπράγματα.

Το πετρολύχναρο και το λαδολύχναρο ήσαν τα μέσα φωτισμού την εποχή εκείνη. Τον δε τσίμπλη τον τροφοδοτούσαν με αλοιφή, γουρναααλοιφή. Λίγη ρίχναν, διότι λάδι ήταν ακριβό, πολύ ακριβό. Το λέγαν τσίμπλη γιατί μάζευε καύτρα όπως καιγόταν το φυτήλι και φώταγε αμυδρά και τον ξεφτύλιζαν είχε πάνω ένα μικρό ξεφτυληστήρι μυτερό.

Μετά κατέλαβαν τη θέση τους, οι λάμπες με τη φακορώνα και τις κρέμαγαν στη μισάντρα για να φωτίζετε το δωμάτιο ή στο τραπέζι του τζακιού. Θυμάμαι όταν στη φωτιά καιγόσαν ξυλά από πρίνα ή δέντρα και τα συμπάγαμε με τη μάσια πέταγαν καύτρες και λέγαμε: μάζω σκύλα τα κουτάβια σου. Άλλο φωτιστικό μέσον ήταν και το κλεφτοφάναρο, αλλά πολυδάπανο έκαιγε λάδι. Ήταν όμως απαραίτητο και ακίνδυνο, με αυτό πήγαιναν πάχνιζαν τα ζώα, στο υπόγειο για κρασί, κλπ. Στο τραπέζι του τζακιού ήταν η αλατιέρα, κομψοτέχνισμα του γέρο-Φαρμάκη, πολλές φορές βάζαν και τα κρασοπότηρα και άλλα διάφορα είδη. Ήσαν όμως και τα ντουλάπια.

Στη μισάντρα σε πρόκες κρέμαγαν τα ρούχα της δουλειάς τα σακάκια, τα παντελόνια, η γρια το γιουρντί της ο γέρος το μπενοβράκι. Στα παραγώνια ήσαν τα βραδινά στρωσίδια που κάτω βάζαν ψάθες από βούτυμο. Τις ψάθες τις έστρωναν και στο πάτωμα του παραγωνιού. Πολλές φορές στο παραγώνι έστεναν κι οι γυναίκες το λάκκο και ύφαιναν το χειμώνα. Αλατζιά και γιάμπολες. Στο παραγώνι μόνιμα έπιπλα ήσαν ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι ψηλό και ένα χαμηλό που το λέγαν σοφρά, όπου σε σοφρά οι γυναίκες με τον πλάστη έφτιαχναν τα φύλα για τις χυλοπίτες. Σε μια γωνία ήταν η πιατοθήκη ξύλινη γεμάτη λίγδα όπου φιλοξενούσε τις μουρχούτες και τα σαγώνια στα ράφια της κάτω από την πιατοθήκη κρέμαγαν το τηγάνι και χάμω ήσαν οι τετζερέδες γυρισμένες ανάποδα επίσης στην πιατοθήκη κρεμόταν κι η ξύλινη κουτάλα και ο τρίφτης κι η κουταλοθήκη κοντά.

 

 

Κωνσταντίνος Κολλίντζας, ο θρυλικός Καπετάν Κολοκοτρώνης…

Τετάρτη, 28 Οκτωβρίου, 2020 στις 10:53πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.
Κωνσταντίνος Κολλίντζας, ο θρυλικός Καπετάν Κολοκοτρώνης
Διοικητής του ΙΙ/16 Τάγματος του 16ου Συντάγματος ΕΛΑΣ Βερμίου… σκοτώθηκε στη μάχη του Σταυρού λίγο πριν την απελευθέρωση, στις 6 Οκτωβρίου 1944… κατάγονταν από την Βλαχέρνα της Αρκαδίας και ήταν 27 χρονών…δύο μήνες μετά το θάνατό του η γυναίκα του γέννησε την μονάκριβη κόρη του, που την ονόμασαν Κωνσταντίνα.
 
 
«Οι απώλειες του τάγματος ήταν 27 νεκροί και 38 τραυματίες. Ανάμεσα στους τραυματίες και ο διοικητής του τάγματος Κολίντζας Κώστας (Κολοκοτρώνης), με βαρύ κοιλιακό τραύμα. Τις βραδυνές ώρες μεταφέρθηκε στη Νάουσα, όπου υπέκυψε. Ο Κολίντζας ήταν φοιτητής, από τους πρώτους αντάρτες στο Βέρμιο, και προικισμένος με σπάνια στρατιωτικά χαρίσματα. Διοικητής τάγματος πήρε μέρος σε πολλές μάχες, στο Βέρμιο, στο Κιλκίς, Κρούσια, Νιγρίτα. Έφτασε ως το Χορτιάτη, γύρισε στο Πάϊκο και Βέρμιο, πέρασε στην Πίνδο, Χάσια, Αντιχάσια. Παντού στην επίθεση και με επιτυχίες σε χτυπήματα. Το τμήμα του είχε πάρει τον τίτλο: τάγμα διαρκούς επίθεσης.»
 

Γυμνάσιο Λεβιδίου | Μια άλλη ματιά στην ιστορία

Κυριακή, 4 Οκτωβρίου, 2020 στις 3:18μμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.
Στον Δάσκαλό μας Βασίλη Κουτσούγερα
(100 χρόνια από τη γέννησή του),
που μας έκανε να αγαπήσουμε αυτό το Σχολείο.
του Νίκου Βαλκάνου
 
1. «ΦΑΚΕΛΟΣ 23»
Πριν έναν μήνα, έπεσα σχεδόν τυχαία πάνω στον «Φάκελο 23» (με κωδικό: GRGSA-CSA_ADM044.S01.01.F001110) των Γενικών Αρχείων του Κράτους, με τίτλο «Γυμνάσιον Λεβιδίου Αρκαδίας, 1926 -1933». Με τεράστια έκπληξη ανακαλύπτω ως περιεχόμενό του, 21 αρχιτεκτονικά σχέδια για την ίδρυση του Γυμνασίου Λεβιδίου: το παλιό μας Σχολείο! Στους τίτλους περιεχομένων του φακέλου αναφέρεται: « Υπάρχουν δύο αρχικές μελέτες: του Γ. Πάντζαρη (1926) και του Π. Γεωργακόπουλου (1931-1932). Ο Γ. Ζογγολόπουλος υπογράφει μελέτη αποχωρητηρίων (1933). Αρχιτέκτονες: Γ. Πάντζαρης, Π. Γεωργακόπουλος, Γ. Ζογγολόπουλος».
Είναι σαν ν’ ανοίγει κανείς μια υπόγεια στοά και να βγαίνει στο φως. Αυτό που θεωρούσαμε στο χωριό μας ως «Γεωργική Σχολή – που ίδρυσε ο Αλ. Παπαναστασίου», γύρω στα 1925 και αργότερα «εξέπεσεν» εις Γυμνάσιο, (μια τοπική διάδοση που συσκότισε τη διάθεσή μας για αναζήτηση της αρχιτεκτονικής του ταυτότητας), αυτό το σχολείο, που όλοι αγαπήσαμε, σχεδιάστηκε, χτίστηκε και λειτούργησε εξαρχής ως Γυμνάσιο. Είναι ένα από τα λαμπρά σχολικά κτήρια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης 1928 – 1932 και, παράλληλα, ένα από τα σημαντικά δείγματα της μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής αναγέννησης του Μεσοπολέμου, ιδιαίτερα της αισθητικής γραμμής του «Μπαουχάους».
 
 
Τα περίφημα εκείνα σχολικά κτήρια που σχεδίασε η φωτισμένη ομάδα της Αρχιτεκτονικής Επιτροπής του Υπουργείου Παιδείας, την τετραετία αυτή του Βενιζέλου (Υπουργοί Παιδείας, Γόντικας – Παπανδρέου), στην οποία μετείχαν οι σημαντικότεροι αρχιτέκτονες της εποχής: Εμπράρ, Μητσάκης, Καραντινός, Δεσποτόπουλος, Πικιώνης, Παπαλουκάς, Γεωργακόπουλος, Πάντζαρης, Αντωνιάδης, Δήμου, Παναγιωτάκος, Βαλεντής…
Ως τέτοιο περιλαμβάνεται στο σημαντικότερο τεκμήριο, του 1933, γι’ αυτό το εγχείρημα, στο Λεύκωμα του Πάτροκλου Καραντινού «Τα νέα Σχολικά Κτίρια» (θα μιλήσουμε λίγο πιο κάτω αναλυτικότερα), με τρεις φωτογραφίες: ένα από τα 134 υποδειγματικά σχολεία του 1928 – 1933 (σε σύνολο 3.200) και κάτω από τη φωτογραφία η υπογραφή του σχεδιαστή, Περικλή Γεωργακόπουλου!
 
 
 

Ο ΤΡΥΓΟΣ (από το αρχείο του αειμνήστου λαογράφου Φίλλιπα Κολλιόπουλου)

Σάββατο, 3 Οκτωβρίου, 2020 στις 1:18μμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Μεγάλο πανηγύρι γινόταν στον τρύγο. Τότε ήσαν πολλά τα αμπέλια τρύγαγε ο κόσμος μια βδομάδα. Έκανε “πράξη” το κοινοτικό συμβούλιο και μπαίναμε όλο το χωριό μια μέρα στον τρύγο. Κουβάλαγαν το μούστο με τα ασκιά από γιδιές. Οι κουβαλητάδες μπροστά στα πουκαμισά τους και τα παντελόνια ήταν γεμάτοι λάσπη-κορυά από τις γιδιές που ανάλυχαν λίγο και φόρτωναν και ξεφόρτωναν στο χωριό.

Στους δρόμους προς τα αμπέλια ήσαν μεγάλες παρελάσεις. Φάλαγγες από ζώα άλλοι πήγαιναν και άλλοι ερχόταν φορτωμένα. Στο αμπέλι υπήρχε βούτα μικρός κάδος ξύλινος που λιώναμε τα σταφύλια ή με το αντί του λάκκου ή με το στουμπιστήρι. Ο γέρο-Λαχανάς εκείνη την ημέρα το έκλεινε το σχολείο για να απολαύσουν τα παιδιά το πανηγύρι του τρύγου διότι την άλλη ημέρα θα το γράφαμε και έκθεση. Όλα αυτά δεν ξεχνιούνται, όποιος τελείωνε πρώτα βοήθαγε το συγγενή του, το γείτονα, το φίλο, το κουμπάρο.

Το καλύτερο θέαμα στον τρύγο ήταν το βράδυ, πολλοί κοιμόταν στα αμπέλια άναβαν φωτιές που λαμποκόπαγε το δραγασιό. Τον τελευταίο δρόμο αυτοί που φεύγαν για το χωριό οι γυναίκες βαστάγαν στα χέρια τους, τις κρεμαστάρες τα καλύτερα σταφύλια και διαλεχτά σταφύλια φιλέρια, ροδίτες, αλεπούδες και ασπρούδες τα κρέμαγαν στα χαγιάτια και στα ταβάνια των σπιτιών και τρώγανε έως του Αγίου Φιλίππου και ακόμα. Το καλύτερο έδεσμα στον τρύγο ήταν η ρέγγα την έλεγαν και σκουράντζο. Άναβαν φωτιά με αγκάθια και τις καπσαλίζαν και μοσχοβολούσε ο τόπος.

Την πρώτη μέρα πιάναν τις άκρες οι κυνηγοί, φώλιαζαν πολλοί λαγοί στα αμπέλια και το ντουφεκίδι με την Δημητσανήτικη μπαρούτι πήγαινε καπνός, σωστός πόλεμος. Οι γέροι γραδέρναν τα κρασιά, πρακτικώς άμα κόλλαγε ο μούστος στα χέρια είχε βαθμούς. Άλλοι γέμιζαν ένα τσουκάλι μούστο και ρίχναν ένα φρέσκο αυγό μέσα όπως το γεννάει η κότα. Όταν το αυγό στεκόταν πάνω το κρασί είχε βαθμούς όταν βούλιαζε ήταν αδύνατο. Της Βλαχέρνας το δραγασιό βγάζει το καλύτερο κρασί άρωμα γιατί έχει ποικιλία σταφυλιών έχουν καλούς βαθμούς. Συντηρούνται σε υπόγεια άνευ χημικών φαρμάκων και το πίνεις ευχαρίστως χωρίς να σου κουδουνίσει το κεφάλι.

Στο τέλος οι γυναίκες βάσταγαν μούστο για πετιμέζι και για μουσταλευριά, που ρίχνανε μέσα στο χυλό τις βουλιές, μυγδαλοκάρυδα και τσαπελόσυκα τα λεγόμενα φουντούκια. Το πετιμέζι βρισκόταν χρονικώς για τις τηγανίτες, για το πότζι με το τσίπουρο και για το τσουκαλόκαυτο κρασί. Τώρα ο τρύγος έχασε την παλιά του αίγλη, δεν αισθάνεσαι τίποτα ούτε σου προξενεί καμιά εντύπωση. Σε λίγες μέρες αφού σπιρταριζώσαν τα τσίπουρα στην κάδη, έστεναν τα καζάνια και βγάζαμε το τσίπουρο. Εκεί γινόταν δοκιμές από τους “ειδικούς” να ιδούνε τίνος είναι δυνατότερο το ούζο και φεύγαν στουπί!!