Αρχείο για Ιστορικά
*** Οι ανωτέρω σελίδες, αναφέρονται από την 25 έως 31 Ιανουαρίου 1941.
Μεγάλο πανηγύρι γινόταν στον τρύγο. Τότε ήσαν πολλά τα αμπέλια τρύγαγε ο κόσμος μια βδομάδα. Έκανε “πράξη” το κοινοτικό συμβούλιο και μπαίναμε όλο το χωριό μια μέρα στον τρύγο. Κουβάλαγαν το μούστο με τα ασκιά από γιδιές. Οι κουβαλητάδες μπροστά στα πουκαμισά τους και τα παντελόνια ήταν γεμάτοι λάσπη-κορυά από τις γιδιές που ανάλυχαν λίγο και φόρτωναν και ξεφόρτωναν στο χωριό.
Στους δρόμους προς τα αμπέλια ήσαν μεγάλες παρελάσεις. Φάλαγγες από ζώα άλλοι πήγαιναν και άλλοι ερχόταν φορτωμένα. Στο αμπέλι υπήρχε βούτα μικρός κάδος ξύλινος που λιώναμε τα σταφύλια ή με το αντί του λάκκου ή με το στουμπιστήρι. Ο γέρο-Λαχανάς εκείνη την ημέρα το έκλεινε το σχολείο για να απολαύσουν τα παιδιά το πανηγύρι του τρύγου διότι την άλλη ημέρα θα το γράφαμε και έκθεση. Όλα αυτά δεν ξεχνιούνται, όποιος τελείωνε πρώτα βοήθαγε το συγγενή του, το γείτονα, το φίλο, το κουμπάρο.
Το καλύτερο θέαμα στον τρύγο ήταν το βράδυ, πολλοί κοιμόταν στα αμπέλια άναβαν φωτιές που λαμποκόπαγε το δραγασιό. Τον τελευταίο δρόμο αυτοί που φεύγαν για το χωριό οι γυναίκες βαστάγαν στα χέρια τους, τις κρεμαστάρες τα καλύτερα σταφύλια και διαλεχτά σταφύλια φιλέρια, ροδίτες, αλεπούδες και ασπρούδες τα κρέμαγαν στα χαγιάτια και στα ταβάνια των σπιτιών και τρώγανε έως του Αγίου Φιλίππου και ακόμα. Το καλύτερο έδεσμα στον τρύγο ήταν η ρέγγα την έλεγαν και σκουράντζο. Άναβαν φωτιά με αγκάθια και τις καπσαλίζαν και μοσχοβολούσε ο τόπος.
Την πρώτη μέρα πιάναν τις άκρες οι κυνηγοί, φώλιαζαν πολλοί λαγοί στα αμπέλια και το ντουφεκίδι με την Δημητσανήτικη μπαρούτι πήγαινε καπνός, σωστός πόλεμος. Οι γέροι γραδέρναν τα κρασιά, πρακτικώς άμα κόλλαγε ο μούστος στα χέρια είχε βαθμούς. Άλλοι γέμιζαν ένα τσουκάλι μούστο και ρίχναν ένα φρέσκο αυγό μέσα όπως το γεννάει η κότα. Όταν το αυγό στεκόταν πάνω το κρασί είχε βαθμούς όταν βούλιαζε ήταν αδύνατο. Της Βλαχέρνας το δραγασιό βγάζει το καλύτερο κρασί άρωμα γιατί έχει ποικιλία σταφυλιών έχουν καλούς βαθμούς. Συντηρούνται σε υπόγεια άνευ χημικών φαρμάκων και το πίνεις ευχαρίστως χωρίς να σου κουδουνίσει το κεφάλι.
Στο τέλος οι γυναίκες βάσταγαν μούστο για πετιμέζι και για μουσταλευριά, που ρίχνανε μέσα στο χυλό τις βουλιές, μυγδαλοκάρυδα και τσαπελόσυκα τα λεγόμενα φουντούκια. Το πετιμέζι βρισκόταν χρονικώς για τις τηγανίτες, για το πότζι με το τσίπουρο και για το τσουκαλόκαυτο κρασί. Τώρα ο τρύγος έχασε την παλιά του αίγλη, δεν αισθάνεσαι τίποτα ούτε σου προξενεί καμιά εντύπωση. Σε λίγες μέρες αφού σπιρταριζώσαν τα τσίπουρα στην κάδη, έστεναν τα καζάνια και βγάζαμε το τσίπουρο. Εκεί γινόταν δοκιμές από τους “ειδικούς” να ιδούνε τίνος είναι δυνατότερο το ούζο και φεύγαν στουπί!!
Το Ράλλυ Ακρόπολις είναι ένας από τους παλαιότερους και σημαντικότερους αγώνες αυτοκινήτου. Ξεκίνησε να διοργανώνεται από την ΕΛΠΑ ΤΟ 1951 και πλέον αποτελεί μέρος του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ράλλυ (WRC). Θεωρείται από τα πιο απαιτητικά και ανταγωνιστικά Ράλλυ του πρωταθλήματος.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το Ράλλυ Ακρόπολις περνούσε από την περιοχή μας και μάλιστα στην Διακλάδωση 111 και στον Άγιο Νικόλα είχαν το σέρβις και ανεφοδιασμό των οχημάτων. Στην Διακλάδωση 111 και στην εκκλησία του Άγιο Νικόλα, μαζευόντουσαν πολλοί από όλα τα χωριά, αφού σταματούσαν εκεί τα αγωνιζόμενα οχήματα για ανεφοδιασμό!
Είχαν περάσει σπουδαίοι οδηγοί, όπως ο Στιγκ Μπλόμκβιστ, η Μισέλ Μουτόν, ο Χάνου Μίκολα, ο Άρι Βάτανεν, ο Τίμο Σάλονεν, ο Μίκι Μπιαζιόν, ο Μάρκου Άλεν, ο Γιούχα Κάνκουνεν, ο Μιχάλης Μοσχούς, ο Στρατισσίνο, κ.α.
Σήμερα με αφορμή την έναρξη του 70ου ΡΑΛΛΥ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, το vlaxerna.gr σας παρουσιάζει φωτογραφικό υλικό από την εποχή που τα οχήματα περνούσαν από την περιοχή μας! Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Σταύρου (Στηβ) Δ. Μεγρέμη, τον οποίο και ευχαριστούμε!
Γιώργος Μοσχούς
Μισέλ Μουτόν
Παρακάτω διαβάζουμε την κατάσταση με τους επαγγελματίες της Βλαχέρνας και των γειτονικών χωριών το 1935 όπως αυτοί δημοσιεύθηκαν στον ΟΔΗΓΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1934 & 1935 της εκδοτικής εταιρίας Ν. ΙΓΓΛΕΣΗΣ & ΣΙΑ.
Το βράδυ της Αποκριάς την εποχή εκείνη απόκρευαν μαζί, δύο-τρεις οικογένειες συγγενικές. Τα φαγητά ήσαν λογής-λογής: κοτόπουλο με χυλοπίτες, βεργάδι, στιφάδο, χοιρινό κι άλλα επιδόρπια. Τότε τραπέζια ήσαν οι Σοφράδες, χαμηλά και καθίσματα χαμηλά σκαμνιά, τα προσκέφαλα άλλα γεμάτα άχυρα ή πούσια και άλλα με κοζιά απόκρευαν στο παραγώνι, διότι σπανίως υπήρχε κρεβάτι τότε, ενώ στο τζάκι έδερνε η φωτιά .
Μετά το φαγητό ψένανε τυρί στα κάρβουνα για να καεί ο Λύκος.
Έβαζαν και αυγά στη σπούρνη με τη μύτη προς τα πάνω. Αυτού που ίδρωνε το αυγό αν ήταν νέος ή νέα πλησίαζε η παντρειά. Στο σοφρά έδιναν και έπαιρναν τα τσουγκρίσματα με το κοκκινέλι κι ευχώσαν Καλή Σαρακοστή και συχωράγανε τις ψυχές. Ξέχασα, στο κάθε αυγό μελέταγαν και το άτομο κι ήξερε ο καθένας το δικό του. Αν ίδρωνε των γερόντων το αυγό σήμαινε ευτυχία και πλούτη θα πέσουν στο σπίτι. Αν έσκαγε κάνα αυγό λέγανε το σκάσε ο διάβολος. Επακολουθούσε γλέντι τρικούβερτο ακόμα και χορός και σαν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα το τελευταίο έδεσμα ήταν οι νεροχυλοπίτες στραγγιχτές τσιγουρισμένες με γουρναλοιφή και με γαρνιτούρα μυτζήθρας.
*** από τις σημειώσεις του αειμνήστου λαογράφου Φίλιππα Στ. Κολιόπουλου.
Η οικιστική, πληθυσμιακή και διοικητική ιστορία της γεωγραφικής περιοχής του Δήμου της Τρίπολης από τον 17ο έως τον 21ο αιώνα αποτέλεσε το αντικείμενο εργασίας που πραγματοποίησε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με τη συνδρομή του Ιδρύματος Μιχαήλ Ν. Στασινόπουλος-Βιοχάλκο.
Η έκταση που καταλαμβάνει ο σημερινός Δήμος της Τρίπολης ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με το βενετικό τερριτόριο της Τριπολιτσάς, το ομώνυμο βιλαέτι των χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας, την επαρχία Τρίπολης την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και την επαρχία Μαντινείας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και έπειτα. Στα όρια του σύγχρονου δήμου καταγράφονται σήμερα 105 οικισμοί και 5 μοναστήρια. Πρόκειται για έναν αριθμό ελαφρώς μεγαλύτερο από την αντίστοιχη καταγραφή που διαθέτουμε, για παράδειγμα από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Με το πέρασμα του χρόνου, οικισμοί που καταγράφονταν ξεχωριστά ενσωματώθηκαν στον αστικό ιστό της Τρίπολης, ορισμένοι νέοι δημιουργήθηκαν και άλλοι καταργήθηκαν με διοικητικές πράξεις ή εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους. Γεγονός παραμένει, ότι στην περιοχή του Δήμου της Τρίπολης το οικιστικό πλέγμα παρουσιάζει αξιοσημείωτη αντοχή για το διάστημα των τελευταίων τεσσάρων αιώνων.
Οι ερευνητικοί άξονες του έργου υπήρξαν:
-η χαρτογραφική αποτύπωση του συνόλου των οικισμών που καταγράφονται στις πηγές.
-η αποτύπωση της οικιστικής συγκρότησης και εξέλιξης της περιοχής.
-η αποτύπωση των πληθυσμιακών μεταβολών που πραγματοποιήθηκαν.
-η ανάδειξη ιστορικών περιγραφών-αφηγήσεων για τους οικισμούς ή για ειδικότερα θέματα που σχετίζονται με αυτούς.
Απαραίτητη μεθοδολογική προϋπόθεση για την υλοποίηση του έργου αποτέλεσε η ταύτιση και χαρτογράφηση του συνόλου των οικισμών της περιοχής. Στην κατεύθυνση αυτή αξιοποιήθηκαν προγενέστερες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, όπως η βάση δεδομένων «Μετονομασίες Οικισμών της Ελλάδας 19ος – 21ος αιώνας», και η ψηφιακή εφαρμογή «Το οικιστικό πλέγμα της Πελοποννήσου στα χρόνια της Επανάστασης».
Η υλοποίηση των ερευνητικών αξόνων επιτεύχθηκε μετά από συστηματική επεξεργασία πληθώρας ιστορικών πηγών: καταμετρήσεις και απογραφές πληθυσμού πριν και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους αντίστοιχα, αφηγηματικές πηγές, τοπικές εφημερίδες και τέλος πηγές γεωγραφικών και χωρικών δεδομένων.
ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ
και δείτε την εξαιρετική εργασία και τα συμπεράσματά της.
Βλαχέρνα Αρκαδίας:
Παλαιότερη Ονομασία Μπεζενίκος
Έτος Μετονομασίας ΦΕΚ 179/1927
Διοικητική Υπαγωγή:
Τοπική Κοινότητα Βλαχέρνης (01/01/2011 – )
Δημοτικό Διαμέρισμα Βλαχέρνης (01/01/1999 – 31/12/2010)
Κοινότητα Βλαχέρνης (30/08/1927 – 31/12/1998)
Κοινότητα Μπεζενίκου (24/03/1914 – 29/08/1927)
Δήμος Ορχομενού (28/12/1836 – 23/03/1914)
Δήμος Νάσων (12/05/1835 – 27/12/1836)
Προστατιστικές μαρτυρίες για τον πληθυσμό:
Χρονολογία Καταγραφής |
Όνομα στην Πηγή |
Αριθμός Οικογενειών |
Συνολικός Πληθυσμός |
Πηγή |
1460-1463 |
Bejenik |
49 |
|
Liakopoulos, Early Ottoman Peloponnese, 253-255 |
1583 |
Bezeniki |
109 |
|
Balta, Population, 178-180 |
1700 |
Besegnicò |
18 |
70 |
Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός, 243-244 |
1716 |
Bezenik |
23 |
|
Balta, Population, 183-185 |
1828 |
Mπεζενίκο (επάνω και κάτω, ή αλλιώς παλαιό και νέο) |
26 |
74 |
ΓΑΚ, Βλαχογιάννη Γ’ / Ρήγα Παλαμήδη 1/1 |
1828-1830 |
Μπεζενίκο |
25 |
108 |
Αρχείον Καποδίστρια, 125-127 |
ca.1830 |
Bézéniko |
26 |
117 |
Bory, Expedition, 92-93 |
1844 |
Μπεζενίκος |
|
215 |
Σταματάκης, Πίναξ Χωρογραφικός, 67-70 |
1851 |
Μπεζενίκος |
39 |
242 |
Ραγκαβής, Ελληνικά, β΄, 712-718 |
Εξέλιξη πληθυσμού Βλαχέρνας από το έτος 1879 έως το έτος 2011:
Το Τρίτων (Υ5) (τύπου Πρωτεύς) υπήρξε ένα από τα έξι υποβρύχια του Ελληνικού βασιλικού πολεμικού ναυτικού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Τρίτων παραγγέλθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση στη Γαλλία το 1927 μαζί με άλλα τρία όμοιου τύπου υποβρύχια, τα Γλαύκος ΙΙ, Νηρεύς Ι και Πρωτεύς Ι. Ναυπηγήθηκε μεταξύ 1927–1930 στα ναυπηγεία Ateliers & Chantiers de la Loire στη Ναντ, καθελκύστηκε στις 4 Απριλίου 1928, παραλήφθηκε την 1 Δεκεμβρίου 1930 και εντάχθηκε στο Ελληνικό βασιλικό πολεμικό ναυτικό με τον κωδικό “Y5”.
Το Τρίτων (Υ5) όπως και τα υπόλοιπα υποβρύχια του τύπου Πρωτεύς είχε διαστάσεις 68,6 x 5,7 x 4,1 μέτρα και εκτόπισμα 790 τόνων (ή 960 τόνων εν καταδύσει), εκινείτο δε με δυο προπέλες. Το σύστημα πρόωσης αποτελείτο από 2 κινητήρες Diesel, τύπου Sulzer, ισχύος 1.420 nhp για κίνηση στην επιφάνεια και 2 ηλεκτροκινητήρες ισχύος 1.200 nhp για κίνηση εν καταδύσει. Το σκάφος επανδρωνόταν από πλήρωμα 41 ανδρών. Ο οπλισμός του αποτελείτο από 8 τορπιλοσωλήνες των 533 χιλ. (6 στην πλώρη και 2 στην πρύμνη), 1 πυροβόλο των 100 χιλ. και 1 πολυβόλο των 40 χιλ. Το Υ/Β Τρίτων, όπως και τα υπόλοιπα πέντε υποβρύχια του στόλου, είχε υπερβεί το όριο της επιχειρησιακής του δράσης, τα 10 έτη σύμφωνα με τον κατασκευαστή του, παρέμενε όμως σε υπηρεσία λόγω του ότι ο παροπλισμός του είχε κριθεί αδύνατος καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα προμήθειας νέων σκαφών.
Με την έναρξη του ελληνοïταλικού πολέμου το ΤΡΙΤΩΝ μαζί με τα υπόλοιπα υποβρύχια του ελληνικού στόλου -εκτός του ΓΛΑΥΚΟΣ το οποίο βρισκόταν σε συνεχή επισκευή- άρχισε τις πολεμικές τους περιπολίες στο Ιόνιο Πέλαγος και στην Αδριατική. Σύμφωνα με το πολεμικό σχέδιο του Γ.Ε.Ν. δυο εκ των έξι υποβρυχίων (ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, ΝΗΡΕΥΣ) τέθηκαν στη διάθεση της Ν.Α.Π./1, με κύριο στόχο την αποτροπή πιθανής απόβασης ιταλικών στρατευμάτων στα νησιά του Ιονίου και τη δυτική Ελλάδα ενώ άλλα δυο (ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ΤΡΙΤΩΝ) τέθηκαν υπό των άμεσων διαταγών του Α.Σ.
Η 15η πολεμική περιπολία και το τέλος του Β.Π. Υ/Β Τρίτων
Στις 10 Νοεμβρίου 1942 και με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Ε. Κοντογιάννη, το ΤΡΙΤΩΝ ξεκίνησε κατόπιν της Α/391 διαταγής του Α.Δ.Υ. για την 15η και τελευταία πολεμική του περιπολία. Το επιχειρησιακό του σχέδιο προέβλεπε την αποβίβαση ομάδας πέντε ελλήνων πρακτόρων και 340 κιλών πολεμικού υλικού και εφοδίων στη νοτιοανατολική ακτή της Εύβοιας και έπειτα την εκτέλεση πολεμικής περιπολίας στο κεντρικό Αιγαίο. Στις 16 Νοεμβρίου το ΤΡΙΤΩΝ έφτασε έξω από το ακρωτήριο Καφηρέας, αλλά λόγω θαλασσοταραχής ο κυβερνήτης του ανέβαλε την αποβίβαση για την επόμενη νύχτα πραγματοποιώντας εν τω μεταξύ σύντομη πολεμική περιπολία στην περιοχή. Κατά την επιχειρησιακή ώρα 16:00 εντόπισε εχθρικό υδροπλάνο με αποτέλεσμα να καταδυθεί σε βάθος 30 μέτρων. Στις 16:20 αναδύθηκε σε περισκοπικό βάθος και διακρίνοντας κοντά στην Άνδρο εχθρική νηοπομπή αποφάσισε να της επιτεθεί. Η νηοπομπή κατευθυνόταν προς τα Δαρδανέλια και αποτελούνταν από το ρουμανικό ατμόπλοιο ALBA JULIA (πρώην CARL LEGIEN, 5.700 ΚΟΧ) και το ιταλικό CELENO (πρώην SAXOLEINE, 3.741 ΚΟΧ), τα οποία συνοδεύονταν από το αντιτορπιλικό HERMES (πρώην ελληνικό αντιτορπιλικό ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ) και δυο βοηθητικά ανθυποβρυχιακά, τα UJ-2101 (πρώην ελληνικό ναρκοθετικό ΣΤΡΥΜΩΝ, 325 τόνων, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Friedrich Vollheim) και UJ-2102 (πρώην γιώτ BIRGITTA, 437 ΚΟΧ, του εφοπλιστή Ευγενίδη, κυβερνήτης υποπλοίαρχος Gero Kleiner). Ο οπλισμός τους αποτελούνταν από πυροβόλα των 8,8 εκ., έκαστο, πολυβόλα των 3,7 εκ., βόμβες βυθού και ανθυποβρυχιακές συσκευές. Πλησιάζοντας η νηοπομπή προς το υποβρύχιο άλλαξε πορεία κατευθυνόμενη προς τα βορειοανατολικά, με αποτέλεσμα το ΤΡΙΤΩΝ να έχει καλύτερη θέση για την πραγματοποίηση της επίθεσης. Στις 16:30 και από απόσταση 5.500 μ. το ΤΡΙΤΩΝ επιτέθηκε στη νηοπομπή εξαπολύοντας μια τορπίλη κατά του ουραγού πλοίου (ALBA JULIA) η οποία όμως δεν βρήκε τον στόχο της. Σύμφωνα με τη μεταπολεμική έκθεση μάχης (1946) του κυβερνήτη του ΤΡΙΤΩΝ, Ε. Κοντογιάννη, η τορπίλη έπληξε το ALBA JULIA χωρίς όμως αυτό να επιβεβαιώνεται από τις πρωτογενείς και ιδιαίτερα έγκυρες αρχειακές ιστορικές πηγές. Επειδή οι υπόλοιπες τορπίλες ήταν ρυθμισμένες για μικρότερες αποστάσεις και ο χρόνος δεν επαρκούσε για μεταβολή της ρύθμισης τους, εξαπολύθηκε μόνο μια τορπίλη ενάντια στον στόχο.
Το UJ-2102, το οποίο είχε εντοπίσει το ΤΡΙΤΩΝ ήδη από τις 16:10 σε απόσταση 1.400 μέτρων από αυτό, παρέμεινε στην περιοχή χωρίς να ακολουθήσει τη νηοπομπή η οποία συνέχισε τη βόρεια πορεία της υπό τη διοίκηση του αντιτορπιλικού HERMES. Το UJ-2102 ξεκίνησε την πρώτη του επίθεση στις 16:40 με 13 βόμβες βυθού ρυθμισμένες για βάθη 70-125 μ.. Στις 17:00 πραγματοποίησε δεύτερη επίθεση με 11 βόμβες βυθού οι οποίες δεν κατάφεραν να προκαλέσουν καμία σημαντική βλάβη στο υποβρύχιο το οποίο κατάφερε να κινηθεί βόρεια με σκοπό να εξέλθει από το στενό του Κάβο Ντόρο. Μετά την επίθεση αυτή αχρηστεύθηκε η ανθυποβρυχιακή συσκευή του UJ-2102 με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να εντοπίσει το υποβρύχιο. Τρεις περίπου ώρες αργότερα μετά την πρώτη επίθεση, στις 19:35, η βλάβη της συσκευής διορθώθηκε με αποτέλεσμα ο κυβερνήτης του UJ-2102, υποπλοίαρχος Gero Kleiner, να εντοπίσει και πάλι το ΤΡΙΤΩΝ σε απόσταση τριών χιλιομέτρων και να κατευθυνθεί προς αυτό ακολουθώντας πορεία ζιγκ-ζαγκ, καταφέρνοντας να αποφύγει με τον τρόπο αυτό μια ακόμα τορπίλη που εξαπέλυσε εναντίον του το υποβρύχιο. Στις 20:05 ακολούθησε η τρίτη επίθεση του UJ-2102 με 13 βόμβες βυθού οι οποίες κατάφεραν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στο ΤΡΙΤΩΝ. Αν και το υποβρύχιο είχε δεχτεί καίριο πλήγμα παρέμενε διαχειρίσιμο και προσπάθησε και πάλι να διαφύγη. Στην προσπάθεια του αυτή προδόθηκε από τις κηλίδες ορυκτέλαιου και πετρελαίου που αναδύονταν στην επιφάνεια, λόγω των ρηγμάτων που είχαν προκληθεί από τις βόμβες βυθού στις εξωτερικές δεξαμενές καυσίμων του υποβρυχίου, με αποτέλεσμα να είναι συνεχώς αντιληπτό από το UJ-2102. Στις 20:30 το ανθυποβρυχιακό ξεκίνησε την τέταρτη επίθεση του ρίχνοντας άλλες 12 βόμβες βυθού οι οποίες προκάλεσαν νέες σοβαρές και καίριες ζημιές στο υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον δυνατότητα χειρισμού. Ανάμεσα σε άλλα αχρηστεύθηκαν τα πηδάλια βάθους και διευθύνσεως, τα βαθύμετρα, οι αντλίες, αχρηστεύθηκε η γυροσκοπική πυξίδα και χαλάρωσαν οι σφιγκτήρες των καθόδων. Στις 21:00 το ΤΡΙΤΩΝ ανήλθε σε περισκοπικό βάθος με σκοπό να προσανατολισθεί, καθώς χωρίς πυξίδα είχε χάσει το ακριβές στίγμα του. Τη στιγμή αυτή αντελήφθη το ανθυποβρυχιακό να κατευθύνεται εναντίον του με μεγάλη ταχύτητα. Καταδύθηκε τότε και πάλι σε βάθος 30 μέτρων όπου δέχτηκε μια ακόμα επίθεση με 9 βόμβες βυθού. Από την επίθεση αυτή αχρηστεύθηκε ο δεξιός κινητήρας του υποβρυχίου, κατέπεσε ο άξονας της αριστερής μηχανής, έσπασαν οι κοχλίες στήριξης των μηχανών, σφηνώθηκαν τα πρυμναία πηδάλια βάθους και άρχισε να εκλύεται χλώριο από τις βρεγμένες συστοιχίες. Για τον κυβερνήτη του ΤΡΙΤΩΝ στη δυσμενή αυτή θέση υπήρχαν δυο επιλογές: Να αναδυθεί και να παραδοθεί ειρηνικά ή να αναδυθεί και να πολεμήσει. Προτίμησε τη δεύτερη.
Στις 22:00, πεντέμισι ώρες μετά την πρώτη επίθεση, ο κυβερνήτης του ΤΡΙΤΩΝ, Ε. Κοντογιάννης, διέταξε ανάδυση και «εξόρμηση δια πυροβόλου» κατά του ανθυποβρυχιακού. Φτάνοντας στην επιφάνεια άνοιξε την καταπακτή του πυργίσκου και βγήκε ο ίδιος πρώτος με το περίστροφο στο χέρι. Με το άνοιγμα της καταπακτής όμως άρχισε να μπαίνει νερό από την ανοικτή κάθοδο και προς στιγμή οι άντρες που ακολουθούσαν έκλεισαν την καταπακτή. Ο κυβερνήτης μόνος έξω από το σκάφος άδειασε το περίστροφο του πυροβολώντας κατά του UJ-2102 και προσπάθησε να φθάσει στο πυροβόλο των 10 εκ. για να ρίξει με αυτό. Το ανθυποβρυχιακό σάρωσε τη στιγμή αυτή το ΤΡΙΤΩΝ με τα πυροβόλα και τα πολυβόλα του, εμβολίζοντας το ταυτόχρονα από τη δεξιά του πλευρά. Ο κυβερνήτης Ε. Κοντογιάννης έχασε τις αισθήσεις του από τον κλονισμό και έπεσε στη θάλασσα ενώ η ομοχειρία επιφανείας, η οποία είχε εν τω μεταξύ εξέλθει στο κατάστρωμα, άνοιξε πυρ με τα πολυβόλα της ενάντια στο UJ-2102. Η απόσταση ανάμεσα στα δυο σκάφη ήταν γύρω στα 40 με 80 μέτρα και οι επιβαίνοντας σε αυτά έβαλαν εκτός των πυροβόλων και των πολυβόλων, με φορητά όπλα και χειροβομβίδες. Ο πυργίσκος του υποβρυχίου ήταν διάτρητος και φλεγόταν. Στις 22:14 το UJ-2102 βάλλοντας με όλα του τα όπλα κατευθύνθηκε με μεγάλη ταχύτητα εμβολίζοντας για μια ακόμα φορά το ΤΡΙΤΩΝ. Μετά τον εμβολισμό αυτόν άρχισε η εγκατάλειψη του υποβρυχίου. Από τους επιζώντες του πληρώματος 28 παραδόθηκαν ή συλλέχθηκαν αναίσθητοι, συμπεριλαμβανομένου και του υποπλοίαρχου Κοντογιάννη, ενώ οι Νικόλαος Μαρουλάς (Αρχικελευστής ηλεκτρολόγος) και Δ. Παπαδημητρίου (Δίοπος ηλεκτρολόγος) διέφυγαν κολυμπώντας προς την Εύβοια όπου βρήκαν καταφύγιο στο χωριό Θυμιανή διαφεύγοντας στη συνέχεια προς τη Μέση Ανατολή. Όλα τα μέλη της ομοχειρίας του υποβρυχίου σκοτώθηκαν, μαζί τους και ο ύπαρχος του ΤΡΙΤΩΝ, υποπλοίαρχος Αντώνης Δανιόλος. Ο ανθυποπλοίαρχος Χρήστος Σολιώτης, ο οποίος είχε παραμείνει τελευταίος στο υποβρύχιο, αφού άνοιξε τα εξαεριστικά για να το βυθίσει γρηγορότερα και να μην πέσει στα χέρια του εχθρού, πήδηξε στη θάλασσα όπου συνάντησε τον υποκελευστή Δ. Κακανδρή και τον βοήθησε να παραμείνει στην επιφάνεια μέχρι να συλλεχθούν από λέμβο του UJ-2102. Ο Κακανδρής είχε χάσει κατά τη διάρκεια της μάχης το ένα του πόδι και παρέμενε με δυσκολία στην επιφάνεια. Στις 22:35 το ΤΡΙΤΩΝ, έχοντας πάρει κλίση από τη συνεχή εισροή νερού, βυθίστηκε στο ενδεικτικό στίγμα 38° 07´ Β και 24° 39´ Α παίρνοντας μαζί του τους σωρούς των 24 νεκρών του. Ήταν το τρίτο ελληνικό υποβρύχιο που βυθιζόταν εν ώρα μάχης μετά τον ΠΡΩΤΕΑ και τον ΓΛΑΥΚΟ.
Οι συλληφθέντες αιχμάλωτοι έλαβαν κάθε δυνατή περίθαλψη από τον κυβερνήτη και το πλήρωμα του γερμανικού ανθυποβρυχιακού UJ-2102. Μετά την ανάκριση τους στον Πειραιά μεταφέρθηκαν στο στρατιωτικό στρατόπεδο αιχμαλώτων «MARLANG», κοντά στη Βρέμη, όπου και παρέμειναν μέχρι την απελευθέρωση τους από τον συμμαχικό στρατό στις 28 Απριλίου 1945. Αμέσως μετά τη μάχη και ενώ το πλήρωμα του γερμανικού ανθυποβρυχιακού συνέλεγε τραυματισμένα μέλη του πληρώματος του ΤΡΙΤΩΝ, αφαίρεσε από το βυθιζόμενο υποβρύχιο την πολεμική του σημαία την οποία και παρέδωσε στον κυβερνήτη του UJ-2102. Η πολεμική σημαία του ΤΡΙΤΩΝ παρέμεινε στα χέρια του κυβερνήτη του UJ-2102, υποπλοιάρχου Gero Kleiner, ως πολεμικό ενθύμιο μέχρι τις 20 Σεπτεμβρίου 1972 όπου και την παρέδωσε σε ειδική τελετή στη σχολή ναυτικού Mürwik, στο Flensburg-Mürwik της Γερμανίας, στον πλωτάρχη Ιωάννη Μανιάτη όταν ο τελευταίος πήγε για να παραλάβει το νεότευκτο υποβρύχιο ΤΡΙΤΩΝ II, το οποίο ναυπηγήθηκε κατά παραγγελία της Ελλάδας από τη σύμμαχη πλέον Ο.Δ. της Γερμανίας. Η πολεμική σημαία του ΤΡΙΤΩΝ βρίσκεται σήμερα εκτεθειμένη στη βάση υποβρυχίων του ναυστάθμου της Σαλαμίνας.
Πίνακας απωλειών του ΤΡΙΤΩΝ |
α/α |
Όνομα |
Βαθμός και Ειδικότητα |
01 |
Αντώνιος Δανιόλος |
Υποπλοίαρχος – Ύπαρχος |
02 |
Κωνσταντίνος Άννινος |
Ανθυποπλοίαρχος |
03 |
Βασίλειος Σταράκης |
Σημαιοφόρος μηχανικός |
04 |
Πέτρος Μπιντέρης |
Κελευστής τορπιλητής |
05 |
Νικόλαος Παυλάκης |
Κελευστής μηχανικός |
06 |
Ιωάννης Γεδεών |
Ναύτης νοσοκόμος |
07 |
Μιχαήλ Γεδεών |
Ναύτης ηλεκτρολόγος |
08 |
Βύρων Γιαλούρης |
Δίοπος τηλεγραφητής |
09 |
Δημήτριος Κακανδρής |
Υποκελευστής Β΄ ηλεκτρολόγος |
10 |
Αντώνιος Κούσουλας |
Υποκελευστής Β΄ αρμενιστής |
11 |
Ιωάννης Κύβελος |
Δίοπος σηματωρός |
12 |
Νικόλαος Μεραντζής |
Δίοπος τορπιλητής |
13 |
Θρασύβουλος Μπάγιος |
Υποκελευστής Β΄ τορπιλητής |
14 |
Χρήστος Μπακιρτζής |
Δίοπος αρμενιστής |
15 |
Παναγιώτης Παπαθανασίου |
Υποκελευστής Α΄ ηλεκτριστής |
16 |
Κωνσταντίνος Πατριαρχέας |
Δίοπος μηχανικός |
17 |
Αθανάσιος Σχοινάς |
Υποκελευστής Β΄ ηλεκτρολόγος |
18 |
Αντώνιος Τσιτσάκος |
Δίοπος μηχανικός |
19 |
Γεώργιος Χαρίτος |
Δίοπος τορπιλητής |
20 |
Α. Αθανασόπουλος |
Ιδιώτης επιβάτης |
21 |
Γ. Παπανικολάου |
Ανθυποπλοίαρχος επιβάτης |
22 |
Θ. Μαστρογιάννης |
Ναύτης (Δ/νση Ειδ. Δυνάμεων) |
23 |
Lt.R.N. Karter |
Βρετανικός σύνδεσμος |
24 |
Lt.R.N. Cole |
Βρετανικός σύνδεσμος |
|
Σύνολο απωλειών: 24 άτομα |
|
Πίνακας αιχμαλώτων του ΤΡΙΤΩΝ |
α/α |
Όνομα |
Βαθμός και Ειδικότητα |
01 |
Επαμεινώνδας Κοντογιάννης |
Πλωτάρχης κυβερνήτης |
02 |
Χρήστος Σολιώτης |
Ανθυποπλοίαρχος |
03 |
Ιωάννης Κατσοπρίνης |
Αρχικελευστής μηχανικός |
04 |
Ιωάννης Γκότσης |
Αρχικελευστής μηχανικός |
05 |
Μιχαήλ Δασκαλάκης |
Αρχικελευστής μηχανικός |
06 |
Ελευθέριος Κατσανεβάκης |
Αρχικελευστής τορπιλητής |
07 |
Σπυρίδων Λαπατάς |
Κελευστής μηχανικός |
08 |
Στυλιανός Γρυλλάκης |
Κελευστής τηλεγραφητής |
09 |
Σπυρίδων Πατσουλίνης |
Κελευστής ηλεκτρολόγος |
10 |
Νικόλαος Βαθής |
Κελευστής μηχανικός |
11 |
Παναγιώτης Αθανασίου |
Υποκελευστής Α΄ τορπιλητής |
12 |
Χαράλαμπος Μεσολωράς |
Υποκελευστής Α΄ ηλεκτρολόγος |
13 |
Μιχαήλ Ορτζόγλου |
Υποκελευστής Α΄ σηματωρός |
14 |
Νικόλαος Καλίτσης |
Υποκελευστής Α΄ τορπιλιτής |
15 |
Παναγιώτης Κοκοράκης |
Υποκελευστής Β΄ αρμενιστής |
16 |
Ηλίας Μελές |
Υποκελευστής Β΄ τορπιλιτής |
17 |
Αναστάσιος Ευσταθίου |
Υποκελευστής Β΄ μηχανικός |
18 |
Κωνσταντίνος Πατσαούρας |
Υποκελευστής Β΄ εσχαρεύς |
19 |
Πέτρος Τσίγχας |
Υποκελευστής Β΄ ηλεκτρολόγος |
20 |
Γεώργιος Μπουρμπάκης |
Υποκελευστής Β΄ ηλεκτρολόγος |
21 |
Παναγιώτης Μπούρλος |
Υποκελευστής Β΄ τηλεγραφητής |
22 |
Δημήτριος Περαθουράκης |
Υποκελευστής Β΄ μηχανικός |
23 |
Νικόλαος Παλαιολούγκας |
Υποκελευστής Β΄ ηλεκτρολόγος |
24 |
Χριστ. Βακούλας |
Υποκελευστής Β΄ μηχανικός |
25 |
Ιωάννης Φουντουλάκης |
Υποκελευστής Β΄ ηλεκτρολόγος |
26 |
Νικόλαος Φράγκου |
Υποκελευστής Β΄ σηματωρός |
27 |
Ευάγγελος Κολλίντζας |
Υποκελευστής Β΄ μηχανικός |
28 |
Γεώγιος Κοσμίδης |
Ναύτης ηλεκρολόγος |
|
Σύνολο αιχμαλώτων: 28 άτομα |
|
πηγή:el.wikipedia.org
Ο Δασονόμος Στέφανος Ι. Κολλίτζας γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βλαχέρνα. Ο πόλεμος με τους Ιταλούς στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα είχε αρχίσει και οι νικηφόρες μάχες είχαν οδηγήσει τον ηρωικό στρατό μας στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου, όταν στις 27 Δεκεμβρίου 1940 κλήθηκε σε επιστράτευση και η κλάση του 1927 και μαζί μ΄ αυτήν ο Στέφανος Ι. Κολλίντζας, που εκείνο τον καιρό υπηρετούσε στο δασικό τμήμα Κερατέας. Κατά τη συμμετοχή του στην πρώτη γραμμή του μετώπου στο ηρωικό εκείνο έπος κρατούσε ημερολόγιο, που τον βοήθησε στην καταγραφή των εμπειριών του και των προσωπικών του βιωμάτων από την ημέρα της στράτευσής του μέχρι τη λήξη του πολέμου.
Πενήντα πέντε χρόνια αργότερα εκδίδεται το βιβλίο του με τίτλο:
«Τότε… στα βουνά της Βορείου Ηπείρου (1940-41)»
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ)
Με αφορμή την φετινή επέτειο του ΟΧΙ, για να τιμήσουμε την εποποιία και θυσία του Ελληνικού έθνους, δημοσιεύονται επεξεργασμένα αποσπάσματα από την αυθεντική καταγραφή – μαρτυρία του πολεμιστή του Βορειοηπειρωτικού Έπους Στέφανου Ι. Κολλίντζα, που δόξασε και την Πατρίδα και τη γενέτειρά του τη Βλαχέρνα.
[…] «Στις 2 τη νύχτα άρχισε η εκκίνηση κατάληψης της ισχυρά οχυρωμένης κορυφογραμμής του όρους Δόντι, που δέσποζε σ’ όλη την πεδιάδα του Αργυροκάστρου και από την άλλη μεριά στα γύρω υψώματα του Αώου, όπου συνάπτονταν σφοδρές μάχες και ήταν σημαντικότατη πολεμική θέση για τους Ιταλούς. Η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη, το έδαφος απότομο, το χιόνι παγωμένο και ολισθηρό. Σχηματίσαμε αλυσίδα ανεβήκαμε στην κορυφή και μετά από αγωνιώδη προσπάθεια φτάσαμε στα χαρακώματα. Πριν ξημερώσει, το πυροβολικό μας έβαλε καταιγιστικά στα Ιταλικά χαρακώματα, που αντέδρασαν με την ίδια ορμή. Με το χάραμα η σάλπιγγες σήμαναν «Προχωρείτε!»
Ξεπετάχτηκαν από τα χιόνια οι φαντάροι μας και με εφ’ όπλου λόγχη φωνάζοντας «Αέρα!» όρμησαν προς τα Ιταλικά χαρακώματα, τα οποία είχε καθηλώσει το πυροβολικό μας. Ο 3ος λόχος θα βάδιζε στην αριστερή πλευρά του υψώματος προς τον Δρίνον για να πλαγιοβάλει το οχυρό ύψωμα του Τσιάνο και να διασπάσει τα συρματοπλέγματα και να το καταλάβει για να εξουθενώσει την αριστερή πλευρά του μετώπου. Εμείς προχωρούσαμε και φθάνοντας πάνω από το ύψωμα Τσιάνο, βρεθήκαμε προ του εξής θεάματος: οι δικοί μας είχαν πέσει μέσα στο οχυρό εκ των όπισθεν και οι Ιταλοί βγήκαν μαχόμενοι σώμα με σώμα. Τα ιταλικά όπλα είχαν σωπάσει λόγω αυτής της σώμα προς σώμα εμπλοκής. Ένας λοχίας του λόχου μας ονόματι Καναβός χτυπούσε συνεχώς με το αυτόματο κατά των Ιταλών μουστωμένος προφανώς από τη μάχη. Ακούσαμε μια δυνατή φωνή: «Καναβέ καλύψου, πέσε κάτω Κανα..» και ένα βλήμα τον χτύπησε στο μέτωπο. Ο ηρωικά μαχόμενος εκείνος λοχίας έκαμε μια στροφή και ξάπλωσε στο έδαφος… Τέτοιου είδους ήρωες υπήρξαν πολλοί στις μάχες τούτες. Αιωνία τους η μνήμη! Οι εναπομείναντες Ιταλοί ύψωσαν τα χέρια και παραδόθηκαν.
Περάσαμε το πεδίο μάχης και πλησιάσαμε το χωριό Λέκι. Ξαφνικά δεχθήκαμε ομοβροντίες από το απέναντί μας Τεπελένι. Πέσαμε στο έδαφος να καλυφθούμε. Τα βλήματα σύριζαν και έσπαγαν στις πέτρες. Πήραμε εντολή και αποσυρθήκαμε στο καταληφθέν οχυρό, όπου οι στρατιώτες μας κρατούσαν τους Ιταλούς αιχμαλώτους για να μην τους χτυπούν τα απέναντι Ιταλικά φυλάκια, ώσπου να τους πάρουν το πολεμικό υλικό. Ένας δικός μας ξεχώρισε από το πλέγμα αυτό και ανηφορίζοντας μας φώναξε: «Είμαι ο Ανθ/στής Μαυρομάτης, έρχομαι ως σύνδεσμος του…» και ένα εχθρικό βλήμα έσκασε δίπλα του και τον διέλυσε τελείως…
Μέσω της χαράδρας καταφύγαμε στην αρχική μας θέση. Ο εχθρός μας σφυροκοπούσε αδιάκοπα με σφοδρότητα και μανία. Τη νύχτα μας έφεραν τρόφιμα και εφόδια. Κατά τη διανομή ένας όλμος έσκασε και σκότωσε τρεις στρατιώτες και τραυμάτισε εννέα. Το τι ακολούθησε είναι ανώτερο πάσης περιγραφής. Κλαυθμός και οδυρμός, ιδιαίτερα εκείνων, που είχαν τραυματιστεί θανάσιμα. Ένας απ’ αυτούς ξέσπασε σε τέτοια συγκινητικά μοιρολόγια, που και οι πέτρες ακόμα δάκρυσαν. Έπαιρνε η χαράδρα τη φωνή του, την τριγύριζε στα βράχια και την επέστρεφε σαν απόηχο πιο οδυνηρή, πιο πένθιμη και πιο λυπητερή. Μα η φωνή σιγά-σιγά αδυνάτιζε και εντός ολίγου έπαυσε για πάντα να ακούγεται. Αιωνία σας η μνήμη αθάνατοι ήρωες…
Επιδέσαμε τα τραύματα των συντρόφων μου και φροντίσαμε ολονυχτίς να μεταφερθούν στο Λάμποβο. Ο εχθρός αύξανε τη σφοδρότητα των όπλων και καταλάβαμε ότι ετοιμάζουν αντεπίθεση. Το βουνό μεταβλήθηκε σε τόπος πυρός και σιδήρου. Μέσα σ αυτό το καμίνι συρθήκαμε και καταλάβαμε θέσεις στην άκρη της ράχης. Κάποια στιγμή, αφού ο εχθρός πίστεψε ότι είχε ισοπεδώσει τα πάντα και νομίζοντας ότι δεν υπάρχει πλέον ψυχή, διέταξε αντεπίθεση με ένα τάγμα στρατού, που σίγουροι για την ανυπαρξία μας, ξεχύθηκαν με ορμή προς το μέρος μας. Τι απογοήτευση όμως, τους κατάλαβε όταν πλησίασαν και αιφνιδίως άκουσαν τα ελληνικά όπλα να κτυπούν επιτυχώς και να τους θερίζουν. Αμέσως διετάχθη οπισθοχώρηση των διασωθέντων.
Μετά την οικτρή τους αποτυχία οι Ιταλοί διατάχθηκαν να σφυροκοπήσουν ανηλεώς τις θέσεις μας. Το τι επακολούθησε είναι τελείως αδιανόητο. Ομοβροντίες ταυτόχρονα όλων των όπλων διέσχιζαν τους αιθέρες και έσπαζαν στο μέτωπο μας αδιάκοπα. Το βουνό καιγόταν κυριολεκτικά. Βρισκόμουν ξαπλωμένος στο έδαφος κοντά σε ένα ρίζωμα με το δεξιό μάγουλο εφαπτόμενο της πέτρας, που μόλις μου κάλυπτε το κράνος. Ένα βλήμα έσκασε πάνω σ αυτή την πέτρα. Ήταν τόσο μεγάλος ο κρότος που νόμιζα ότι διαλύθηκα. Συνήλθα και είδα τους νοσοκόμους που μου επέδεναν τα τραύματα, αφού είχε κάπως κοπάσει η καταιγίδα της μάχης. Ευτυχώς δεν ήταν σοβαρά. Μου είπαν ότι είχαμε 10 νεκρούς και 40 τραυματίες κάπως βαριά.
Αυτό κράτησε για μερικές ημέρες. Ένα μεσημέρι, κατόπιν ισχυρού βομβαρδισμού, ένας στρατιώτης τραυματίστηκε πολύ σοβαρά μέσα στη χαράδρα που χώριζε τα δύο αντερίσματα των αντιπάλων και φώναζε απελπισμένα: «Αδέρφια, Έλληνες, ελάτε πάρτε με» Κάθε απόπειρα όμως, καθόδου προς τη χαράδρα για βοήθεια, σήμαινε βέβαιο θάνατο. Σιγά σιγά η φωνή του τραυματία αδυνάτιζε, ώσπου σταμάτησε τελείως… Τι θέαμα θλιβερό, τι άκουσμα φρικτό… Ο συνάδελφός σου να ψυχορραγεί και να μη είσαι σε θέση να του προσφέρεις βοήθεια.
Επιμέλεια: Γιώργος Ι. Καρούντζος
Το Ράλλυ Ακρόπολις είναι ένας από τους παλαιότερους και σημαντικότερους αγώνες αυτοκινήτου. Ξεκίνησε να διοργανώνεται από την ΕΛΠΑ ΤΟ 1951 και πλέον αποτελεί μέρος του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ράλλυ (WRC). Θεωρείται από τα πιο απαιτητικά και ανταγωνιστικά Ράλλυ του πρωταθλήματος.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το Ράλλυ Ακρόπολις περνούσε από την περιοχή μας και μάλιστα στην Διακλάδωση 111 και στον Άγιο Νικόλα είχαν το σέρβις και ανεφοδιασμό των οχημάτων. Πραγματοποιούνταν τους μήνες Μάιο ή Ιούνιο και πολλές φορές στο πανηγύρι της Αναλήψεως στην Καμενίτσα, περνούσε τις βραδιές εκείνες και είχε πολύ κόσμο! Στην Διακλάδωση 111 και στην εκκλησία του Άγιο Νικόλα, μαζευόντουσαν πολλοί από όλα τα χωριά, αφού σταματούσαν εκεί τα αγωνιζόμενα οχήματα για ανεφοδιασμό! Είχαν περάσει σπουδαίοι οδηγοί, όπως ο Στιγκ Μπλόμκβιστ, η Μισέλ Μουτόν, ο Χάνου Μίκολα, ο Άρι Βάτανεν, ο Τίμο Σάλονεν, ο Μίκι Μπιαζιόν, ο Μάρκου Άλεν, ο Γιούχα Κάνκουνεν, ο Μιχάλης Μοσχούς, ο Στρατισσίνο, κ.α.
Σίγουρα υπάρχουν πολλές φωτογραφίες από την εποχή εκείνη και το vlaxerna,gr θα της αναζητήσει!
Μίκι Μπιαζιόν
(από το αρχείο Τάκη Καβουρίνου – AVIN)
του Μιχάλη Κουτσούγερα του Γεωργίου
(όπως τις αφηγήθηκε στην κόρη του, Φωτεινή)
«Αλτ! Πού πας εσύ;» άκουσα τη φωνή του αντάρτη να με ρωτάει.
«Πάω να ιδώ τη μάχη!» απάντησα με θάρρος.
«Να γυρίσεις πίσω αμέσως, που θες να ιδείς τη μάχη!» με φοβέρισε ο αντάρτης με αυστηρό βλέμμα.
Μόλις είχα κλείσει τα 13. Είχα ακούσει ότι θα γινόταν μεγάλη μάχη στο χωριό και είχα φύγει κρυφά από του Χαλιτσιά, όπου είχαμε καταφύγει με τη μάνα μου και την αδερφή μου, για να δω πώς γίνονται οι μάχες. Κατάφερα να φτάσω ανενόχλητος μέχρι τη Βαρσανίτσα, όπου έγινε η παραπάνω συνάντηση, αλλά από εκεί δυστυχώς έπρεπε να επιστρέψω άπραγος.
Φτάνοντας πίσω στου Χαλιτσιά τους βρήκα όλους πολύ ανήσυχους μιας και είχε ακουστεί ότι υπήρχε κίνδυνος να περάσουν Γερμανοί από το σημείο εκείνο. Η πληροφορία αποδείχτηκε εκ των υστέρων λανθασμένη, όμως μιας και εμείς εκείνη τη στιγμή δεν το γνωρίζαμε, αποφασίσαμε να φύγουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Όλοι μαζί, αντάρτες και Βλαχερναίοι, συνεχίσαμε λοιπόν την ανάβαση, περνώντας από του Τσάφολη, του Λολώνη τις γούβες και την Αρπακωτή, μέχρι που φτάσαμε στην Καναβόλακκα. Είχαμε μαζί μας και τα δύο μας άλογα, τον Καρά και τον Κίτσιο. Το γουρούνι μας ήταν ευτυχώς εντελώς ανεξάρτητο, μιας και αναγνώριζε τον ήχο του συναγερμού και σαν τρελό έτρεχε προς το βουνό, ακολουθώντας τον κόσμο που ανέβαινε τρέχοντας για να σωθεί. Όλοι αναγνωρίζαμε αυτόν τον ήχο. Η Οργάνωση είχε στήσει παρατηρητήριο στο Κοφίνι, και συγκεκριμένα στο σημείο Τσιούμπα, ακριβώς απέναντι από το Λεβίδι. Από εκεί μπορούσαν να ελέγχουν πότε τα γερμανικά οχήματα αποχωρούσαν από το Λεβίδι και αμέσως ειδοποιούσαν να σημάνει συναγερμός στο χωριό.
Η περιέργειά μου όμως ήταν μεγάλη και μου ήταν αδύνατον να μείνω άλλο στην Καναβόλακκα, τη στιγμή που είχε ήδη φτάσει στ’ αυτιά μας η είδηση ότι το χωριό καιγόταν. Αποφάσισα λοιπόν να ξαναφύγω κρυφά, και ακολουθώντας μια ομάδα συγχωριανών μου, έφτασα στο Νεραϊδοβούνι. Άκουγα στο δρόμο να λένε ότι έπρεπε να προχωράμε με προσοχή και όσο αθόρυβα μπορούσαμε, και αυτό έκανα κι εγώ. Και όταν φτάσαμε εκεί, είδα κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είδα το χωριό μου να καίγεται. Δεν ξέρω ποια ώρα της ημέρας ήτανε. Παρόλο που όταν εγώ έφτασα εκεί η φωτιά είχε κοπάσει αρκετά αφού είχε ήδη καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά της, θυμάμαι τους καπνούς που ακόμα έβγαιναν από τα σπίτια μας. Λίγη ώρα πριν, όπως άκουγα γύρω μου, οι καπνοί αυτοί ήταν πολύ πιο πυκνοί και ανέβαιναν σαν κύματα προς τον ουρανό σκεπάζοντας όλο το χωριό. Αυτή η εικόνα μου έχει εντυπωθεί στο μυαλό πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο. Θυμάμαι μάλιστα τα σύννεφα καπνού που έβγαιναν από το μύλο μας, στην άκρη του χωριού. Ήταν το τελευταίο κτήριο του χωριού που πήρε φωτιά. Ο μύλος μας βρισκόταν στην αρχή της Μακρεμαλλιάς και ανήκε στον πατέρα μου, Γιώργη Κουτσούγερα (που είχα χάσει όταν ήμουν μόλις τεσσάρων χρονών), καθώς και στους τρεις συνεταίρους του, Γιώργη Βάγια, Κώστα Κολλίντζα και Βασίλη Κουνέλη. Τη στιγμή εκείνη δεν μπορούσα φυσικά να καταλάβω τι σήμαινε να χάνεις τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες, ούτε καν να συνειδητοποιήσω ότι αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου ήταν αληθινό.
Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι τη μάνα μου να μου ζητάει να πάρω τα άλογα και να τα πάω στον κάμπο για να τα βοσκήσω, μιας και δεν υπήρχε τροφή πουθενά στο βουνό. Εκεί, όπως μου είπε, θα έβρισκα τον παππούλη μου, τον Καλημάνη. Αυτό συνέβη την επομένη του ολοκαυτώματος. Καβάλα λοιπόν στον Καρά και με τον Κίτσιο να μας ακολουθεί, άρχισα την κατάβαση προς το χωριό. Τον δρόμο της επιστροφής τον θυμόμουνα καλά και δεν ένιωθα κανένα απολύτως φόβο. Μετά από δύο περίπου ώρες, έφτασα στις παρυφές του χωριού, στη Δεξαμενή, και αντίκρυσα τα πρώτα σπίτια του. Ήταν όλα καμένα και με τις στέγες τους και τα παράθυρά τους να χάσκουν ορθάνοιχτα. Κατηφορίζοντας λίγο ακόμα δεν άργησα να βρεθώ και μπροστά στο δικό μου σπίτι. Ήταν αγνώριστο, καμένο σχεδόν ολοσχερώς. Η στέγη του είχε καταρρεύσει και είχαν απομείνει μόνο οι τέσσερις τοίχοι να στέκονται ακόμα όρθιοι. Κι όμως δεν σταμάτησα, απλώς κοντοστάθηκα λίγο πάνω στο άλογο. Χωρίς να σταματήσω πουθενά διέσχισα όλο το χωριό μέχρι το Χάνι, όπου επιτάχυνα λίγο, μιας και είχα το φόβο να μην πέσω πάνω σε Γερμανούς. Δεν συνάντησα ψυχή στο δρόμο μου. Είδα ένα ολόκληρο χωριό, που πριν από λίγες μέρες έσφυζε από ζωή, στις στάχτες. Από κάποια σπίτια έβγαιναν ακόμα καπνοί από τη βάση τους, όπου είχαν καταρρεύσει οι στέγες τους.
Στον κάμπο συνάντησα τον παππούλη μου. Ήταν μακριά από το κακό που γινόταν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, εγκατεστημένος σε ένα φρατζάτο που είχε φτιάξει για να φυλάει τα περιβόλια του. Απ’ ό,τι θυμάμαι, έμεινα λίγες μέρες μαζί του, και κατάφερα μάλιστα να τον εντυπωσιάσω μια μέρα πιάνοντας μια πάπια ζωντανή, πηδώντας στο ποτάμι από ένα σημείο όπου δεν είχε βούτημο και κινδυνεύοντας να πνιγώ. Αυτό ήταν και το γεύμα μας εκείνο το βράδυ.
Όταν γύρισα στο χωριό βρήκα τη μάνα μου και την αδερφή μου εξουθενωμένες, μιας και είχαν αναγκαστεί να επιστρέψουν στο χωριό μετά από ατέλειωτες ώρες πεζοπορίας μέσω Καρδαρά. Αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε προσωρινά στο καλύβι μας στη Γιαννιά, το οποίο έπρεπε να αρματώσω μόνος μου για να μπορέσουμε να μείνουμε εκεί. Δεν είχα βέβαια ιδέα πώς να το αρματώσω, αλλά αναγκάστηκα να μάθω πολύ γρήγορα. Ούτε μπορούσα να φανταστώ τις ανείπωτες κακουχίες που θα επακολουθούσαν, ούτε καν ότι θα μέναμε εκεί για σχεδόν εννιά χρόνια.
Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι προτίμησα την απλή περιγραφή των γεγονότων μέσα από τα μάτια ενός δεκατριάχρονου παιδιού που έγινε μάρτυρας μιας απάνθρωπης πράξης, αποφεύγοντας να περιγράψω τα συναισθήματα που ένιωσα, τα οποία κυμαίνονταν από ένα οδυνηρό ξάφνιασμα μέχρι τη θλίψη. Κι όμως, αυτό που θυμάμαι είναι ότι το αίσθημα που κυριαρχούσε ανάμεσα μας δεν ήταν αυτό της απόγνωσης. Θυμάμαι την εικόνα ενός χωριού που ο κόσμος του δεν θέλησε να πτοηθεί από τη φρίκη που έζησε χάνοντας τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους, αλλά να επικεντρωθεί στο ότι δεν είχαν χάσει το πολυτιμότερο αγαθό από όλα – τη ζωή τους *. Ένα χωριό που έγινε, και ακόμα είναι, σύμβολο υπέρβασης.
* Χωρίς να ξεχνώ αυτούς που έχασαν τη ζωή τους εκείνες τις ημέρες (Γιώργη Κουτσούγερα του Παναγιώτη, Τάση Κουτσούγερα, Θοδωρή Κουτσούγερα και τους γέροντες Τρύφωνα Κατσούλη, Τάση Τζιώλα και Δημήτρη Λολώνη) καθώς και τις οικογένειές τους, αλλά και τις υπόλοιπες οικογένειες του χωριού μας που θρήνησαν το χαμό των αγαπημένων τους σε άλλες στιγμές του αγώνα.