Back to top

Αρχείο για Ιστορικά

Απόσπασμα από το βιβλίο «Τότε… στα βουνά της Βορείου Ηπείρου (1940-41)» του Στέφανου Ι. Κολλίντζα

Σάββατο, 28 Οκτωβρίου, 2023 στις 7:32πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

*** Οι ανωτέρω σελίδες, αναφέρονται από την 25 έως 31 Ιανουαρίου 1941.

Ο ΤΡΥΓΟΣ (από το αρχείο του αειμνήστου λαογράφου Φίλλιπα Κολλιόπουλου)

Πέμπτη, 19 Οκτωβρίου, 2023 στις 11:31μμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Μεγάλο πανηγύρι γινόταν στον τρύγο. Τότε ήσαν πολλά τα αμπέλια τρύγαγε ο κόσμος μια βδομάδα. Έκανε “πράξη” το κοινοτικό συμβούλιο και μπαίναμε όλο το χωριό μια μέρα στον τρύγο. Κουβάλαγαν το μούστο με τα ασκιά από γιδιές. Οι κουβαλητάδες μπροστά στα πουκαμισά τους και τα παντελόνια ήταν γεμάτοι λάσπη-κορυά από τις γιδιές που ανάλυχαν λίγο και φόρτωναν και ξεφόρτωναν στο χωριό.

Στους δρόμους προς τα αμπέλια ήσαν μεγάλες παρελάσεις. Φάλαγγες από ζώα άλλοι πήγαιναν και άλλοι ερχόταν φορτωμένα. Στο αμπέλι υπήρχε βούτα μικρός κάδος ξύλινος που λιώναμε τα σταφύλια ή με το αντί του λάκκου ή με το στουμπιστήρι. Ο γέρο-Λαχανάς εκείνη την ημέρα το έκλεινε το σχολείο για να απολαύσουν τα παιδιά το πανηγύρι του τρύγου διότι την άλλη ημέρα θα το γράφαμε και έκθεση. Όλα αυτά δεν ξεχνιούνται, όποιος τελείωνε πρώτα βοήθαγε το συγγενή του, το γείτονα, το φίλο, το κουμπάρο.

Το καλύτερο θέαμα στον τρύγο ήταν το βράδυ, πολλοί κοιμόταν στα αμπέλια άναβαν φωτιές που λαμποκόπαγε το δραγασιό. Τον τελευταίο δρόμο αυτοί που φεύγαν για το χωριό οι γυναίκες βαστάγαν στα χέρια τους, τις κρεμαστάρες τα καλύτερα σταφύλια και διαλεχτά σταφύλια φιλέρια, ροδίτες, αλεπούδες και ασπρούδες τα κρέμαγαν στα χαγιάτια και στα ταβάνια των σπιτιών και τρώγανε έως του Αγίου Φιλίππου και ακόμα. Το καλύτερο έδεσμα στον τρύγο ήταν η ρέγγα την έλεγαν και σκουράντζο. Άναβαν φωτιά με αγκάθια και τις καπσαλίζαν και μοσχοβολούσε ο τόπος.

Την πρώτη μέρα πιάναν τις άκρες οι κυνηγοί, φώλιαζαν πολλοί λαγοί στα αμπέλια και το ντουφεκίδι με την Δημητσανήτικη μπαρούτι πήγαινε καπνός, σωστός πόλεμος. Οι γέροι γραδέρναν τα κρασιά, πρακτικώς άμα κόλλαγε ο μούστος στα χέρια είχε βαθμούς. Άλλοι γέμιζαν ένα τσουκάλι μούστο και ρίχναν ένα φρέσκο αυγό μέσα όπως το γεννάει η κότα. Όταν το αυγό στεκόταν πάνω το κρασί είχε βαθμούς όταν βούλιαζε ήταν αδύνατο. Της Βλαχέρνας το δραγασιό βγάζει το καλύτερο κρασί άρωμα γιατί έχει ποικιλία σταφυλιών έχουν καλούς βαθμούς. Συντηρούνται σε υπόγεια άνευ χημικών φαρμάκων και το πίνεις ευχαρίστως χωρίς να σου κουδουνίσει το κεφάλι.

Στο τέλος οι γυναίκες βάσταγαν μούστο για πετιμέζι και για μουσταλευριά, που ρίχνανε μέσα στο χυλό τις βουλιές, μυγδαλοκάρυδα και τσαπελόσυκα τα λεγόμενα φουντούκια. Το πετιμέζι βρισκόταν χρονικώς για τις τηγανίτες, για το πότζι με το τσίπουρο και για το τσουκαλόκαυτο κρασί. Τώρα ο τρύγος έχασε την παλιά του αίγλη, δεν αισθάνεσαι τίποτα ούτε σου προξενεί καμιά εντύπωση. Σε λίγες μέρες αφού σπιρταριζώσαν τα τσίπουρα στην κάδη, έστεναν τα καζάνια και βγάζαμε το τσίπουρο. Εκεί γινόταν δοκιμές από τους “ειδικούς” να ιδούνε τίνος είναι δυνατότερο το ούζο και φεύγαν στουπί!!

Ράλλυ Ακρόπολις, Ιστορικές αναμνήσεις!

Πέμπτη, 7 Σεπτεμβρίου, 2023 στις 11:11μμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Το Ράλλυ Ακρόπολις είναι ένας από τους παλαιότερους και σημαντικότερους αγώνες αυτοκινήτου. Ξεκίνησε να διοργανώνεται από την ΕΛΠΑ ΤΟ 1951 και πλέον αποτελεί μέρος του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ράλλυ (WRC). Θεωρείται από τα πιο απαιτητικά και ανταγωνιστικά Ράλλυ του πρωταθλήματος.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το Ράλλυ Ακρόπολις περνούσε από την περιοχή μας και μάλιστα στην Διακλάδωση 111 και στον Άγιο Νικόλα είχαν το σέρβις και ανεφοδιασμό των οχημάτων. Στην Διακλάδωση 111 και στην εκκλησία του Άγιο Νικόλα, μαζευόντουσαν πολλοί από όλα τα χωριά, αφού σταματούσαν εκεί τα αγωνιζόμενα οχήματα για ανεφοδιασμό!

Είχαν περάσει σπουδαίοι οδηγοί, όπως ο Στιγκ Μπλόμκβιστ, η Μισέλ Μουτόν, ο Χάνου Μίκολα, ο Άρι Βάτανεν, ο Τίμο Σάλονεν, ο Μίκι Μπιαζιόν, ο Μάρκου Άλεν, ο Γιούχα Κάνκουνεν, ο Μιχάλης Μοσχούς, ο Στρατισσίνο, κ.α.

Σήμερα με αφορμή την έναρξη του 70ου ΡΑΛΛΥ ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, το vlaxerna.gr σας παρουσιάζει φωτογραφικό υλικό από την εποχή που τα οχήματα περνούσαν από την περιοχή μας! Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Σταύρου (Στηβ) Δ. Μεγρέμη, τον οποίο και ευχαριστούμε!

Γιώργος Μοσχούς

Μισέλ Μουτόν

Οι επαγγελματίες της Βλαχέρνας και των γειτονικών χωριών το 1935!

Κυριακή, 7 Μαΐου, 2023 στις 9:24πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Παρακάτω διαβάζουμε την κατάσταση με τους επαγγελματίες της Βλαχέρνας και των γειτονικών χωριών το 1935 όπως αυτοί δημοσιεύθηκαν στον ΟΔΗΓΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1934 & 1935 της εκδοτικής εταιρίας Ν. ΙΓΓΛΕΣΗΣ & ΣΙΑ.

ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ!

Κυριακή, 26 Φεβρουαρίου, 2023 στις 2:48μμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Το βράδυ της Αποκριάς την εποχή εκείνη απόκρευαν μαζί, δύο-τρεις οικογένειες συγγενικές. Τα φαγητά ήσαν λογής-λογής: κοτόπουλο με χυλοπίτες, βεργάδι, στιφάδο, χοιρινό κι άλλα επιδόρπια. Τότε τραπέζια ήσαν οι Σοφράδες, χαμηλά και καθίσματα χαμηλά σκαμνιά, τα προσκέφαλα άλλα γεμάτα άχυρα ή πούσια και άλλα με κοζιά απόκρευαν στο παραγώνι, διότι σπανίως υπήρχε κρεβάτι τότε, ενώ στο τζάκι έδερνε η φωτιά .

Μετά το φαγητό ψένανε τυρί στα κάρβουνα για να καεί ο Λύκος.

Έβαζαν και αυγά στη σπούρνη με τη μύτη προς τα πάνω. Αυτού που ίδρωνε το αυγό αν ήταν νέος ή νέα πλησίαζε η παντρειά. Στο σοφρά έδιναν και έπαιρναν τα τσουγκρίσματα με το κοκκινέλι κι ευχώσαν Καλή Σαρακοστή και συχωράγανε τις ψυχές. Ξέχασα, στο κάθε αυγό μελέταγαν και το άτομο κι ήξερε ο καθένας το δικό του. Αν ίδρωνε των γερόντων το αυγό σήμαινε ευτυχία και πλούτη θα πέσουν στο σπίτι. Αν έσκαγε κάνα αυγό λέγανε το σκάσε ο διάβολος. Επακολουθούσε γλέντι τρικούβερτο ακόμα και χορός και σαν πλησίαζαν τα μεσάνυχτα το τελευταίο έδεσμα ήταν οι νεροχυλοπίτες στραγγιχτές τσιγουρισμένες με γουρναλοιφή και με γαρνιτούρα μυτζήθρας.

*** από τις σημειώσεις του αειμνήστου λαογράφου Φίλιππα Στ. Κολιόπουλου.

Σημαντική ερευνητική εργασία με θέμα την εξέλιξη των οικισμών (μέσα σε 4 αιώνες) του δήμου Τρίπολης!

Τετάρτη, 8 Φεβρουαρίου, 2023 στις 9:16πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Η οικιστική, πληθυσμιακή και διοικητική ιστορία της γεωγραφικής περιοχής του Δήμου της Τρίπολης από τον 17ο έως τον 21ο αιώνα αποτέλεσε το αντικείμενο εργασίας που πραγματοποίησε το Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών με τη συνδρομή του Ιδρύματος Μιχαήλ Ν. Στασινόπουλος-Βιοχάλκο.

Η έκταση που καταλαμβάνει ο σημερινός Δήμος της Τρίπολης ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό με το βενετικό τερριτόριο της Τριπολιτσάς, το ομώνυμο βιλαέτι των χρόνων της οθωμανικής κυριαρχίας, την επαρχία Τρίπολης την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης και την επαρχία Μαντινείας από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και έπειτα. Στα όρια του σύγχρονου δήμου καταγράφονται σήμερα 105 οικισμοί και 5 μοναστήρια. Πρόκειται για έναν αριθμό ελαφρώς μεγαλύτερο από την αντίστοιχη καταγραφή που διαθέτουμε, για παράδειγμα από τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης. Με το πέρασμα του χρόνου, οικισμοί που καταγράφονταν ξεχωριστά ενσωματώθηκαν στον αστικό ιστό της Τρίπολης, ορισμένοι νέοι δημιουργήθηκαν και άλλοι καταργήθηκαν με διοικητικές πράξεις ή εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους τους. Γεγονός παραμένει, ότι στην περιοχή του Δήμου της Τρίπολης το οικιστικό πλέγμα παρουσιάζει αξιοσημείωτη αντοχή για το διάστημα των τελευταίων τεσσάρων αιώνων.

Οι ερευνητικοί άξονες του έργου υπήρξαν:

-η χαρτογραφική αποτύπωση του συνόλου των οικισμών που καταγράφονται στις πηγές.

-η αποτύπωση της οικιστικής συγκρότησης και εξέλιξης της περιοχής.

-η αποτύπωση των πληθυσμιακών μεταβολών που πραγματοποιήθηκαν.

-η ανάδειξη ιστορικών περιγραφών-αφηγήσεων για τους οικισμούς ή για ειδικότερα θέματα που σχετίζονται με αυτούς.

Απαραίτητη μεθοδολογική προϋπόθεση για την υλοποίηση του έργου αποτέλεσε η ταύτιση και χαρτογράφηση του συνόλου των οικισμών της περιοχής. Στην κατεύθυνση αυτή αξιοποιήθηκαν προγενέστερες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, όπως η βάση δεδομένων «Μετονομασίες Οικισμών της Ελλάδας 19ος – 21ος αιώνας», και η ψηφιακή εφαρμογή «Το οικιστικό πλέγμα της Πελοποννήσου στα χρόνια της Επανάστασης».

Η υλοποίηση των ερευνητικών αξόνων επιτεύχθηκε μετά από συστηματική επεξεργασία πληθώρας ιστορικών πηγών: καταμετρήσεις και απογραφές πληθυσμού πριν και μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους αντίστοιχα, αφηγηματικές πηγές, τοπικές εφημερίδες και τέλος πηγές γεωγραφικών και χωρικών δεδομένων.

ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ

και δείτε την εξαιρετική εργασία και τα συμπεράσματά της.

Βλαχέρνα Αρκαδίας:

Παλαιότερη Ονομασία Μπεζενίκος
Έτος Μετονομασίας ΦΕΚ 179/1927

Υψόμετρο 849 μ.

Διοικητική Υπαγωγή:

Τοπική Κοινότητα Βλαχέρνης (01/01/2011 – )
Δημοτικό Διαμέρισμα Βλαχέρνης (01/01/1999 – 31/12/2010)
Κοινότητα Βλαχέρνης (30/08/1927 – 31/12/1998)
Κοινότητα Μπεζενίκου (24/03/1914 – 29/08/1927)
Δήμος Ορχομενού (28/12/1836 – 23/03/1914)
Δήμος Νάσων (12/05/1835 – 27/12/1836)

 

Προστατιστικές μαρτυρίες για τον πληθυσμό:

Χρονολογία Καταγραφής Όνομα στην Πηγή Αριθμός Οικογενειών Συνολικός Πληθυσμός Πηγή
1460-1463 Bejenik 49   Liakopoulos, Early Ottoman Peloponnese, 253-255
1583 Bezeniki 109   Balta, Population, 178-180
1700 Besegnicò 18 70 Παναγιωτόπουλος, Πληθυσμός, 243-244
1716 Bezenik 23   Balta, Population, 183-185
1828 Mπεζενίκο (επάνω και κάτω, ή αλλιώς παλαιό και νέο) 26 74 ΓΑΚ, Βλαχογιάννη Γ’ / Ρήγα Παλαμήδη 1/1
1828-1830 Μπεζενίκο 25 108 Αρχείον Καποδίστρια, 125-127
ca.1830 Bézéniko 26 117 Bory, Expedition, 92-93
1844 Μπεζενίκος   215 Σταματάκης, Πίναξ Χωρογραφικός, 67-70
1851 Μπεζενίκος 39 242 Ραγκαβής, Ελληνικά, β΄, 712-718
 
Εξέλιξη πληθυσμού Βλαχέρνας από το έτος 1879 έως το έτος 2011:
 

Υποβρύχιο «Τρίτων» (Υ-5): Η 15η πολεμική περιπολία και το τέλος του Β.Π. Υ/Β Τρίτων.

Σάββατο, 3 Δεκεμβρίου, 2022 στις 9:50πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Το Τρίτων (Υ5) (τύπου Πρωτεύς) υπήρξε ένα από τα έξι υποβρύχια του Ελληνικού βασιλικού πολεμικού ναυτικού κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου και του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το Τρίτων παραγγέλθηκε από την Ελληνική κυβέρνηση στη Γαλλία το 1927 μαζί με άλλα τρία όμοιου τύπου υποβρύχια, τα Γλαύκος ΙΙ, Νηρεύς Ι και Πρωτεύς Ι. Ναυπηγήθηκε μεταξύ 1927–1930 στα ναυπηγεία Ateliers & Chantiers de la Loire στη Ναντ, καθελκύστηκε στις 4 Απριλίου 1928, παραλήφθηκε την 1 Δεκεμβρίου 1930 και εντάχθηκε στο Ελληνικό βασιλικό πολεμικό ναυτικό με τον κωδικό “Y5”.

Το Τρίτων (Υ5) όπως και τα υπόλοιπα υποβρύχια του τύπου Πρωτεύς είχε διαστάσεις 68,6 x 5,7 x 4,1 μέτρα και εκτόπισμα 790 τόνων (ή 960 τόνων εν καταδύσει), εκινείτο δε με δυο προπέλες. Το σύστημα πρόωσης αποτελείτο από 2 κινητήρες Diesel, τύπου Sulzer, ισχύος 1.420 nhp για κίνηση στην επιφάνεια και 2 ηλεκτροκινητήρες ισχύος 1.200 nhp για κίνηση εν καταδύσει. Το σκάφος επανδρωνόταν από πλήρωμα 41 ανδρών. Ο οπλισμός του αποτελείτο από 8 τορπιλοσωλήνες των 533 χιλ. (6 στην πλώρη και 2 στην πρύμνη), 1 πυροβόλο των 100 χιλ. και 1 πολυβόλο των 40 χιλ. Το Υ/Β Τρίτων, όπως και τα υπόλοιπα πέντε υποβρύχια του στόλου, είχε υπερβεί το όριο της επιχειρησιακής του δράσης, τα 10 έτη σύμφωνα με τον κατασκευαστή του, παρέμενε όμως σε υπηρεσία λόγω του ότι ο παροπλισμός του είχε κριθεί αδύνατος καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα προμήθειας νέων σκαφών.

Με την έναρξη του ελληνοïταλικού πολέμου το ΤΡΙΤΩΝ μαζί με τα υπόλοιπα υποβρύχια του ελληνικού στόλου -εκτός του ΓΛΑΥΚΟΣ το οποίο βρισκόταν σε συνεχή επισκευή- άρχισε τις πολεμικές τους περιπολίες στο Ιόνιο Πέλαγος και στην Αδριατική. Σύμφωνα με το πολεμικό σχέδιο του Γ.Ε.Ν. δυο εκ των έξι υποβρυχίων (ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ, ΝΗΡΕΥΣ) τέθηκαν στη διάθεση της Ν.Α.Π./1, με κύριο στόχο την αποτροπή πιθανής απόβασης ιταλικών στρατευμάτων στα νησιά του Ιονίου και τη δυτική Ελλάδα ενώ άλλα δυο (ΚΑΤΣΩΝΗΣ, ΤΡΙΤΩΝ) τέθηκαν υπό των άμεσων διαταγών του Α.Σ.

Η 15η πολεμική περιπολία και το τέλος του Β.Π. Υ/Β Τρίτων

 

“Τότε… στα βουνά της Βορείου Ηπείρου (1940-41)”

Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου, 2022 στις 4:36μμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Ο Δασονόμος Στέφανος Ι. Κολλίτζας γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Βλαχέρνα. Ο πόλεμος με τους Ιταλούς στα Ελληνο-Αλβανικά σύνορα είχε αρχίσει και οι νικηφόρες μάχες είχαν οδηγήσει τον ηρωικό στρατό μας στα χιονισμένα βουνά της Βορείου Ηπείρου, όταν στις 27 Δεκεμβρίου 1940 κλήθηκε σε επιστράτευση και η κλάση του 1927 και μαζί μ΄  αυτήν ο Στέφανος Ι. Κολλίντζας, που εκείνο τον καιρό υπηρετούσε στο δασικό τμήμα Κερατέας. Κατά τη συμμετοχή του στην πρώτη γραμμή του μετώπου στο ηρωικό εκείνο έπος κρατούσε ημερολόγιο, που τον βοήθησε στην καταγραφή των εμπειριών του και των προσωπικών του βιωμάτων από την ημέρα της στράτευσής του μέχρι τη λήξη του πολέμου.

Πενήντα πέντε χρόνια αργότερα εκδίδεται το βιβλίο του με τίτλο:

«Τότε… στα βουνά της Βορείου Ηπείρου (1940-41)»

(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ)

Με αφορμή την φετινή επέτειο του ΟΧΙ, για να τιμήσουμε την εποποιία και θυσία του Ελληνικού έθνους, δημοσιεύονται επεξεργασμένα αποσπάσματα από την αυθεντική καταγραφή – μαρτυρία του πολεμιστή του Βορειοηπειρωτικού Έπους Στέφανου Ι. Κολλίντζα, που δόξασε και την Πατρίδα και τη γενέτειρά του τη Βλαχέρνα.

[…] «Στις 2 τη νύχτα άρχισε η εκκίνηση κατάληψης της ισχυρά οχυρωμένης κορυφογραμμής του όρους Δόντι, που δέσποζε σ’ όλη την πεδιάδα του Αργυροκάστρου και από την άλλη μεριά στα γύρω υψώματα του Αώου, όπου συνάπτονταν σφοδρές μάχες και ήταν σημαντικότατη πολεμική θέση για τους Ιταλούς. Η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη, το έδαφος απότομο, το χιόνι παγωμένο και ολισθηρό. Σχηματίσαμε αλυσίδα ανεβήκαμε στην κορυφή και μετά από αγωνιώδη προσπάθεια φτάσαμε στα χαρακώματα. Πριν ξημερώσει, το πυροβολικό μας έβαλε καταιγιστικά στα Ιταλικά χαρακώματα, που αντέδρασαν με την ίδια ορμή. Με το χάραμα η σάλπιγγες σήμαναν «Προχωρείτε!»

Ξεπετάχτηκαν από τα χιόνια οι φαντάροι μας και με εφ’ όπλου λόγχη φωνάζοντας «Αέρα!» όρμησαν προς τα Ιταλικά χαρακώματα, τα οποία είχε καθηλώσει το πυροβολικό μας. Ο 3ος λόχος θα βάδιζε στην αριστερή πλευρά του υψώματος προς τον Δρίνον για να πλαγιοβάλει το οχυρό ύψωμα του Τσιάνο και να διασπάσει τα συρματοπλέγματα και να το καταλάβει για να εξουθενώσει την αριστερή πλευρά του μετώπου. Εμείς προχωρούσαμε και φθάνοντας πάνω από το ύψωμα Τσιάνο, βρεθήκαμε προ του εξής θεάματος: οι δικοί μας είχαν πέσει μέσα στο οχυρό εκ των όπισθεν και οι Ιταλοί βγήκαν μαχόμενοι σώμα με σώμα. Τα ιταλικά όπλα είχαν σωπάσει λόγω αυτής της σώμα προς σώμα εμπλοκής. Ένας λοχίας του λόχου μας ονόματι Καναβός χτυπούσε συνεχώς με το αυτόματο κατά των Ιταλών μουστωμένος προφανώς από τη μάχη. Ακούσαμε μια δυνατή φωνή: «Καναβέ καλύψου, πέσε κάτω Κανα..» και ένα βλήμα τον χτύπησε στο μέτωπο. Ο ηρωικά μαχόμενος εκείνος λοχίας έκαμε μια στροφή και ξάπλωσε στο έδαφος… Τέτοιου είδους ήρωες υπήρξαν πολλοί στις μάχες τούτες. Αιωνία τους η μνήμη! Οι εναπομείναντες Ιταλοί ύψωσαν τα χέρια και παραδόθηκαν.

Περάσαμε το πεδίο μάχης και πλησιάσαμε το χωριό Λέκι. Ξαφνικά δεχθήκαμε ομοβροντίες από το απέναντί μας Τεπελένι. Πέσαμε στο έδαφος να καλυφθούμε. Τα βλήματα σύριζαν και έσπαγαν στις πέτρες. Πήραμε εντολή και αποσυρθήκαμε στο καταληφθέν οχυρό, όπου οι στρατιώτες μας κρατούσαν τους Ιταλούς αιχμαλώτους για να μην τους χτυπούν τα απέναντι Ιταλικά φυλάκια, ώσπου να τους πάρουν το πολεμικό υλικό. Ένας δικός μας ξεχώρισε από το πλέγμα αυτό και ανηφορίζοντας μας φώναξε: «Είμαι ο Ανθ/στής Μαυρομάτης, έρχομαι ως σύνδεσμος του…» και ένα εχθρικό βλήμα έσκασε δίπλα του και τον διέλυσε τελείως…

Μέσω της χαράδρας καταφύγαμε στην αρχική μας θέση. Ο εχθρός μας σφυροκοπούσε αδιάκοπα με σφοδρότητα και μανία. Τη νύχτα μας έφεραν τρόφιμα και εφόδια. Κατά τη διανομή ένας όλμος έσκασε και σκότωσε τρεις στρατιώτες και τραυμάτισε εννέα. Το τι ακολούθησε είναι ανώτερο πάσης περιγραφής. Κλαυθμός και οδυρμός, ιδιαίτερα εκείνων, που είχαν τραυματιστεί θανάσιμα. Ένας απ’ αυτούς ξέσπασε σε τέτοια συγκινητικά μοιρολόγια, που και οι πέτρες ακόμα δάκρυσαν. Έπαιρνε η χαράδρα τη φωνή του, την τριγύριζε στα βράχια και την επέστρεφε σαν απόηχο πιο οδυνηρή, πιο πένθιμη και πιο λυπητερή. Μα η φωνή σιγά-σιγά αδυνάτιζε και εντός ολίγου έπαυσε για πάντα να ακούγεται. Αιωνία σας η μνήμη αθάνατοι ήρωες…

Επιδέσαμε τα τραύματα των συντρόφων μου και φροντίσαμε ολονυχτίς να μεταφερθούν στο Λάμποβο. Ο εχθρός αύξανε τη σφοδρότητα των όπλων και καταλάβαμε ότι ετοιμάζουν αντεπίθεση. Το βουνό μεταβλήθηκε σε τόπος πυρός και σιδήρου. Μέσα σ αυτό το καμίνι συρθήκαμε και καταλάβαμε θέσεις στην άκρη της ράχης. Κάποια στιγμή, αφού ο εχθρός πίστεψε ότι είχε ισοπεδώσει τα πάντα και νομίζοντας ότι δεν υπάρχει πλέον ψυχή, διέταξε αντεπίθεση με ένα τάγμα στρατού, που σίγουροι για την ανυπαρξία μας, ξεχύθηκαν με ορμή προς το μέρος μας. Τι απογοήτευση όμως, τους κατάλαβε όταν πλησίασαν και αιφνιδίως άκουσαν τα ελληνικά όπλα να κτυπούν επιτυχώς και να τους θερίζουν. Αμέσως διετάχθη οπισθοχώρηση των διασωθέντων.

Μετά την οικτρή τους αποτυχία οι Ιταλοί διατάχθηκαν να σφυροκοπήσουν ανηλεώς τις θέσεις μας. Το τι επακολούθησε είναι τελείως αδιανόητο. Ομοβροντίες ταυτόχρονα όλων των όπλων διέσχιζαν τους αιθέρες και έσπαζαν στο μέτωπο μας αδιάκοπα. Το βουνό καιγόταν κυριολεκτικά. Βρισκόμουν ξαπλωμένος στο έδαφος κοντά σε ένα ρίζωμα με το δεξιό μάγουλο εφαπτόμενο της πέτρας, που μόλις μου κάλυπτε το κράνος. Ένα βλήμα έσκασε πάνω σ αυτή την πέτρα. Ήταν τόσο μεγάλος ο κρότος που νόμιζα ότι διαλύθηκα. Συνήλθα και είδα τους νοσοκόμους που μου επέδεναν τα τραύματα, αφού είχε κάπως κοπάσει η καταιγίδα της μάχης. Ευτυχώς δεν ήταν σοβαρά. Μου είπαν ότι είχαμε 10 νεκρούς και 40 τραυματίες κάπως βαριά.

Αυτό κράτησε για μερικές ημέρες. Ένα μεσημέρι, κατόπιν ισχυρού βομβαρδισμού, ένας στρατιώτης τραυματίστηκε πολύ σοβαρά μέσα στη χαράδρα που χώριζε τα δύο αντερίσματα των αντιπάλων και φώναζε απελπισμένα: «Αδέρφια, Έλληνες, ελάτε πάρτε με» Κάθε απόπειρα όμως, καθόδου προς τη χαράδρα για βοήθεια, σήμαινε βέβαιο θάνατο. Σιγά σιγά η φωνή του τραυματία αδυνάτιζε, ώσπου σταμάτησε τελείως… Τι θέαμα θλιβερό, τι άκουσμα φρικτό… Ο συνάδελφός σου να ψυχορραγεί και να μη είσαι σε θέση να του προσφέρεις βοήθεια.

Επιμέλεια: Γιώργος Ι. Καρούντζος

Ράλλυ Ακρόπολις, Ιστορικές αναμνήσεις!

Σάββατο, 10 Σεπτεμβρίου, 2022 στις 11:32πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

Το Ράλλυ Ακρόπολις είναι ένας από τους παλαιότερους και σημαντικότερους αγώνες αυτοκινήτου. Ξεκίνησε να διοργανώνεται από την ΕΛΠΑ ΤΟ 1951 και πλέον αποτελεί μέρος του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Ράλλυ (WRC). Θεωρείται από τα πιο απαιτητικά και ανταγωνιστικά Ράλλυ του πρωταθλήματος.

Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το Ράλλυ Ακρόπολις περνούσε από την περιοχή μας και μάλιστα στην Διακλάδωση 111 και στον Άγιο Νικόλα είχαν το σέρβις και ανεφοδιασμό των οχημάτων. Πραγματοποιούνταν τους μήνες Μάιο ή Ιούνιο και πολλές φορές στο πανηγύρι της Αναλήψεως στην Καμενίτσα, περνούσε τις βραδιές εκείνες και είχε πολύ κόσμο! Στην Διακλάδωση 111 και στην εκκλησία του Άγιο Νικόλα, μαζευόντουσαν πολλοί από όλα τα χωριά, αφού σταματούσαν εκεί τα αγωνιζόμενα οχήματα για ανεφοδιασμό! Είχαν περάσει σπουδαίοι οδηγοί, όπως ο Στιγκ Μπλόμκβιστ, η Μισέλ Μουτόν, ο Χάνου Μίκολα, ο Άρι Βάτανεν, ο Τίμο Σάλονεν, ο Μίκι Μπιαζιόν, ο Μάρκου Άλεν, ο Γιούχα Κάνκουνεν, ο Μιχάλης Μοσχούς, ο Στρατισσίνο, κ.α.

Σίγουρα υπάρχουν πολλές φωτογραφίες από την εποχή εκείνη και το vlaxerna,gr θα της αναζητήσει!

Μίκι Μπιαζιόν

(από το αρχείο Τάκη Καβουρίνου – AVIN)

Αναμνήσεις ενός δεκατριάχρονου από τη 19η Ιουλίου 1944!

Τρίτη, 19 Ιουλίου, 2022 στις 12:20πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.

του Μιχάλη Κουτσούγερα του Γεωργίου

(όπως τις αφηγήθηκε στην κόρη του, Φωτεινή)

«Αλτ! Πού πας εσύ;» άκουσα τη φωνή του αντάρτη να με ρωτάει.

«Πάω να ιδώ τη μάχη!» απάντησα με θάρρος.

«Να γυρίσεις πίσω αμέσως, που θες να ιδείς τη μάχη!» με φοβέρισε ο αντάρτης με αυστηρό βλέμμα.

Μόλις είχα κλείσει τα 13. Είχα ακούσει ότι θα γινόταν μεγάλη μάχη στο χωριό και είχα φύγει κρυφά από του Χαλιτσιά, όπου είχαμε καταφύγει με τη μάνα μου και την αδερφή μου, για να δω πώς γίνονται οι μάχες. Κατάφερα να φτάσω ανενόχλητος μέχρι τη Βαρσανίτσα, όπου έγινε η παραπάνω συνάντηση, αλλά από εκεί δυστυχώς έπρεπε να επιστρέψω άπραγος.

Φτάνοντας πίσω στου Χαλιτσιά τους βρήκα όλους πολύ ανήσυχους μιας και είχε ακουστεί ότι υπήρχε κίνδυνος να περάσουν Γερμανοί από το σημείο εκείνο. Η πληροφορία αποδείχτηκε εκ των υστέρων λανθασμένη, όμως μιας και εμείς εκείνη τη στιγμή δεν το γνωρίζαμε, αποφασίσαμε να φύγουμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Όλοι μαζί, αντάρτες και Βλαχερναίοι, συνεχίσαμε λοιπόν την ανάβαση, περνώντας από του Τσάφολη, του Λολώνη τις γούβες και την Αρπακωτή, μέχρι που φτάσαμε στην Καναβόλακκα. Είχαμε μαζί μας και τα δύο μας άλογα, τον Καρά και τον Κίτσιο. Το γουρούνι μας ήταν ευτυχώς εντελώς ανεξάρτητο, μιας και αναγνώριζε τον ήχο του συναγερμού και σαν τρελό έτρεχε προς το βουνό, ακολουθώντας τον κόσμο που ανέβαινε τρέχοντας για να σωθεί. Όλοι αναγνωρίζαμε αυτόν τον ήχο. Η Οργάνωση είχε στήσει παρατηρητήριο στο Κοφίνι, και συγκεκριμένα στο σημείο Τσιούμπα, ακριβώς απέναντι από το Λεβίδι. Από εκεί μπορούσαν να ελέγχουν πότε τα γερμανικά οχήματα αποχωρούσαν από το Λεβίδι και αμέσως ειδοποιούσαν να σημάνει συναγερμός στο χωριό.  

Η περιέργειά μου όμως ήταν μεγάλη και μου ήταν αδύνατον να μείνω άλλο στην Καναβόλακκα, τη στιγμή που είχε ήδη φτάσει στ’ αυτιά μας η είδηση ότι το χωριό καιγόταν. Αποφάσισα λοιπόν να ξαναφύγω κρυφά, και ακολουθώντας μια ομάδα συγχωριανών μου, έφτασα στο Νεραϊδοβούνι. Άκουγα στο δρόμο να λένε ότι έπρεπε να προχωράμε με προσοχή και όσο αθόρυβα μπορούσαμε, και αυτό έκανα κι εγώ. Και όταν φτάσαμε εκεί, είδα κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είδα το χωριό μου να καίγεται. Δεν ξέρω ποια ώρα της ημέρας ήτανε. Παρόλο που όταν εγώ έφτασα εκεί η φωτιά είχε κοπάσει αρκετά αφού είχε ήδη καταστρέψει τα πάντα στο πέρασμά της, θυμάμαι τους καπνούς που ακόμα έβγαιναν από τα σπίτια μας. Λίγη ώρα πριν, όπως άκουγα γύρω μου, οι καπνοί αυτοί ήταν πολύ πιο πυκνοί και ανέβαιναν σαν κύματα προς τον ουρανό σκεπάζοντας όλο το χωριό. Αυτή η εικόνα μου έχει εντυπωθεί στο μυαλό πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο. Θυμάμαι μάλιστα τα σύννεφα καπνού που έβγαιναν από το μύλο μας, στην άκρη του χωριού. Ήταν το τελευταίο κτήριο του χωριού που πήρε φωτιά. Ο μύλος μας βρισκόταν στην αρχή της Μακρεμαλλιάς και ανήκε στον πατέρα μου, Γιώργη Κουτσούγερα (που είχα χάσει όταν ήμουν μόλις τεσσάρων χρονών), καθώς και στους τρεις συνεταίρους του, Γιώργη Βάγια, Κώστα Κολλίντζα και Βασίλη Κουνέλη. Τη στιγμή εκείνη δεν μπορούσα φυσικά να καταλάβω τι σήμαινε να χάνεις τα πάντα μέσα σε λίγες ώρες, ούτε καν να συνειδητοποιήσω ότι αυτό που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου ήταν αληθινό.

Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι τη μάνα μου να μου ζητάει να πάρω τα άλογα και να τα πάω στον κάμπο για να τα βοσκήσω, μιας και δεν υπήρχε τροφή πουθενά στο βουνό. Εκεί, όπως μου είπε, θα έβρισκα τον παππούλη μου, τον Καλημάνη. Αυτό συνέβη την επομένη του ολοκαυτώματος. Καβάλα λοιπόν στον Καρά και με τον Κίτσιο να μας ακολουθεί, άρχισα την κατάβαση προς το χωριό. Τον δρόμο της επιστροφής τον θυμόμουνα καλά και δεν ένιωθα κανένα απολύτως φόβο. Μετά από δύο περίπου ώρες, έφτασα στις παρυφές του χωριού, στη Δεξαμενή, και αντίκρυσα τα πρώτα σπίτια του. Ήταν όλα καμένα και με τις στέγες τους και τα παράθυρά τους να χάσκουν ορθάνοιχτα. Κατηφορίζοντας λίγο ακόμα δεν άργησα να βρεθώ και μπροστά στο δικό μου σπίτι. Ήταν αγνώριστο, καμένο σχεδόν ολοσχερώς. Η στέγη του είχε καταρρεύσει και είχαν απομείνει μόνο οι τέσσερις τοίχοι να στέκονται ακόμα όρθιοι. Κι όμως δεν σταμάτησα, απλώς κοντοστάθηκα λίγο πάνω στο άλογο. Χωρίς να σταματήσω πουθενά διέσχισα όλο το χωριό μέχρι το Χάνι, όπου επιτάχυνα λίγο, μιας και είχα το φόβο να μην πέσω πάνω σε Γερμανούς. Δεν συνάντησα ψυχή στο δρόμο μου. Είδα ένα ολόκληρο χωριό, που πριν από λίγες μέρες έσφυζε από ζωή, στις στάχτες. Από κάποια σπίτια έβγαιναν ακόμα καπνοί από τη βάση τους, όπου είχαν καταρρεύσει οι στέγες τους.

Στον κάμπο συνάντησα τον παππούλη μου. Ήταν μακριά από το κακό που γινόταν λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, εγκατεστημένος σε ένα φρατζάτο που είχε φτιάξει για να φυλάει τα περιβόλια του. Απ’ ό,τι θυμάμαι, έμεινα λίγες μέρες μαζί του, και κατάφερα μάλιστα να τον εντυπωσιάσω μια μέρα πιάνοντας μια πάπια ζωντανή, πηδώντας στο ποτάμι από ένα σημείο όπου δεν είχε βούτημο και κινδυνεύοντας να πνιγώ. Αυτό ήταν και το γεύμα μας εκείνο το βράδυ.

Όταν γύρισα στο χωριό βρήκα τη μάνα μου και την αδερφή μου εξουθενωμένες, μιας και είχαν αναγκαστεί να επιστρέψουν στο χωριό μετά από ατέλειωτες ώρες πεζοπορίας μέσω Καρδαρά. Αποφασίσαμε να εγκατασταθούμε προσωρινά στο καλύβι μας στη Γιαννιά, το οποίο έπρεπε να αρματώσω μόνος μου για να μπορέσουμε να μείνουμε εκεί. Δεν είχα βέβαια ιδέα πώς να το αρματώσω, αλλά αναγκάστηκα να μάθω πολύ γρήγορα. Ούτε μπορούσα να φανταστώ τις ανείπωτες κακουχίες που θα επακολουθούσαν, ούτε καν ότι θα μέναμε εκεί για σχεδόν εννιά χρόνια.

Κλείνοντας, θα ήθελα να πω ότι προτίμησα την απλή περιγραφή των γεγονότων μέσα από τα μάτια ενός δεκατριάχρονου παιδιού που έγινε μάρτυρας μιας απάνθρωπης πράξης, αποφεύγοντας να περιγράψω τα συναισθήματα που ένιωσα, τα οποία κυμαίνονταν από ένα οδυνηρό ξάφνιασμα μέχρι τη θλίψη. Κι όμως, αυτό που θυμάμαι είναι ότι το αίσθημα που κυριαρχούσε ανάμεσα μας δεν ήταν αυτό της απόγνωσης. Θυμάμαι την εικόνα ενός χωριού που ο κόσμος του δεν θέλησε να πτοηθεί από τη φρίκη που έζησε χάνοντας τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους, αλλά να επικεντρωθεί στο ότι δεν είχαν χάσει το πολυτιμότερο αγαθό από όλα – τη ζωή τους *. Ένα χωριό που έγινε, και ακόμα είναι, σύμβολο υπέρβασης.

* Χωρίς να ξεχνώ αυτούς που έχασαν τη ζωή τους εκείνες τις ημέρες (Γιώργη Κουτσούγερα του Παναγιώτη, Τάση Κουτσούγερα, Θοδωρή Κουτσούγερα και τους γέροντες Τρύφωνα Κατσούλη, Τάση Τζιώλα και Δημήτρη Λολώνη) καθώς και τις οικογένειές τους, αλλά και τις υπόλοιπες οικογένειες του χωριού μας που θρήνησαν το χαμό των αγαπημένων τους σε άλλες στιγμές του αγώνα.