Back to top
Σάββατο, 28 Νοεμβρίου, 2020 στις 9:59πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.
«ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΟ» (από το αρχείο του αειμνήστου λαογράφου Φίλιππα Κολλιόπουλου, από Βλαχέρνα)

Το σπίτι ήταν διαιρεμένο με ξύλινες σανίδες τις λεγόμενες μισάντρες. Πρώτο δωμάτιο ήταν το χειμωνιάτικο το λεγόμενο παραγώνι. Εκεί υπήρχε η γωνιά που άναβαν τη φωτιά και το τζάκι φτιαγμένο από γύψο και κεραμίδια ήταν ωραία διακοσμημένο με τραπέζι ράφια και δύο γωνιακά ράφια μικρά. Το τζάκι τραβούσε τον καπνό και δεν κάπνιζε το σπίτι όταν το είχε πετύχει ο μάστορας. Ήσαν και μερικά τζάκια που έπιανες κουνάβια από τον καπνό έπρεπε να ανοίξεις πόρτες και παράθυρα να φύγει. Μερακλής τζακάς ήταν ο Φούρκας από τη Λυκούρια και ο Τουρκομιχάλης από του Δάρα και μετά ο Μήτσιας ο Γιωργιώνης ο χωριανός μας. Πίσω στο τέρμα της γωνίας ήταν το σταχτοφούρνι, όπου όταν ξεθρακούναγαν τη φωτιά, σπρώχναν τη στάχτη ψηλά, στο σταχτοφούρνι ήταν κρεμασμένη η σιδεροστιά και πίσω βάζαν τα χοντρά κούτσουρα, ξύλα για να βαστάνε φωτιά, στη γωνία ήταν η μάσια για το σύμπημα της φωτιάς. Στο πόδι του τζακιού ήταν μια πρόκα μπηγμένη και κρεμούσαν το λαδολύχναρο, τον τσιμπλή και το πετρολύχναρο, για να μην μυρίζει το σπίτι από το κάψιμο του πετρελαίου. Στο ράφι βάζαν τα σπίρτα, το τραπεζομάχαιρο και άλλα μικροπράγματα.

Το πετρολύχναρο και το λαδολύχναρο ήσαν τα μέσα φωτισμού την εποχή εκείνη. Τον δε τσίμπλη τον τροφοδοτούσαν με αλοιφή, γουρναααλοιφή. Λίγη ρίχναν, διότι λάδι ήταν ακριβό, πολύ ακριβό. Το λέγαν τσίμπλη γιατί μάζευε καύτρα όπως καιγόταν το φυτήλι και φώταγε αμυδρά και τον ξεφτύλιζαν είχε πάνω ένα μικρό ξεφτυληστήρι μυτερό.

Μετά κατέλαβαν τη θέση τους, οι λάμπες με τη φακορώνα και τις κρέμαγαν στη μισάντρα για να φωτίζετε το δωμάτιο ή στο τραπέζι του τζακιού. Θυμάμαι όταν στη φωτιά καιγόσαν ξυλά από πρίνα ή δέντρα και τα συμπάγαμε με τη μάσια πέταγαν καύτρες και λέγαμε: μάζω σκύλα τα κουτάβια σου. Άλλο φωτιστικό μέσον ήταν και το κλεφτοφάναρο, αλλά πολυδάπανο έκαιγε λάδι. Ήταν όμως απαραίτητο και ακίνδυνο, με αυτό πήγαιναν πάχνιζαν τα ζώα, στο υπόγειο για κρασί, κλπ. Στο τραπέζι του τζακιού ήταν η αλατιέρα, κομψοτέχνισμα του γέρο-Φαρμάκη, πολλές φορές βάζαν και τα κρασοπότηρα και άλλα διάφορα είδη. Ήσαν όμως και τα ντουλάπια.

Στη μισάντρα σε πρόκες κρέμαγαν τα ρούχα της δουλειάς τα σακάκια, τα παντελόνια, η γρια το γιουρντί της ο γέρος το μπενοβράκι. Στα παραγώνια ήσαν τα βραδινά στρωσίδια που κάτω βάζαν ψάθες από βούτυμο. Τις ψάθες τις έστρωναν και στο πάτωμα του παραγωνιού. Πολλές φορές στο παραγώνι έστεναν κι οι γυναίκες το λάκκο και ύφαιναν το χειμώνα. Αλατζιά και γιάμπολες. Στο παραγώνι μόνιμα έπιπλα ήσαν ένα μεγάλο ξύλινο τραπέζι ψηλό και ένα χαμηλό που το λέγαν σοφρά, όπου σε σοφρά οι γυναίκες με τον πλάστη έφτιαχναν τα φύλα για τις χυλοπίτες. Σε μια γωνία ήταν η πιατοθήκη ξύλινη γεμάτη λίγδα όπου φιλοξενούσε τις μουρχούτες και τα σαγώνια στα ράφια της κάτω από την πιατοθήκη κρέμαγαν το τηγάνι και χάμω ήσαν οι τετζερέδες γυρισμένες ανάποδα επίσης στην πιατοθήκη κρεμόταν κι η ξύλινη κουτάλα και ο τρίφτης κι η κουταλοθήκη κοντά.

 

 

Σχόλια
  1. Παν. Χαρ. Λο΄λώνης
    29 Νοεμβρίου, 2020

    Εξαιρετικό!!! Μπράβο!

Σχολιάστε

Όνομα (υποχρεωτικό)

Email (υποχρεωτικό)

Τηλέφωνο

Σχόλια