Αρχείο για Ιστορικά
Σήμερα η επέτειος του ολοκαυτώματος του αδερφικού χωριού Κάνδανος, του πρώτου χωριού που εκθεμελίωσαν οι Γερμανοί επειδή αντιστάθηκε στους εισβολείς.
ΟΝΟΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΑΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΕΓΓΡΑΦΟ ΤΟΥ 1823
Οι παρακάτω κάτοικοι της επαρχίας Τριπολιτσάς υποστηρίζουν την εκλογή ως παραστάτη της επαρχίας τους, του “ευγενέστατου” Γεωργίου Μπάρμπογλη, και καταφέρονται εναντίον της διαγωγής του Ρήγα Παλαμήδη και της φατρίας του που με φοβερισμούς του Κολιού Δαριώτη επιχείρησαν να εκδιώξουν το Μπάρμπογλη.
Tο έγγραφο απεστάλει την 14η Απριλίου 1823. Χάρη σε αυτήν την πολιτική διαμάχη, οι απόγονοι των κατοίκων των χωριών της ευρύτερης περιοχής της Τριπολιτσάς του 1823, έχουν την τύχη να εντοπίσουν τις οικογενειακές τους ρίζες.
Οι υπογραφές των κατοίκων, κατά του Ρήγα Παλαμήδη:
(Πηγή: “Τα Αρχεία της Ελληνικής Παλιγενεσίας”, Βουλή των Ελλήνων)
πηγή: saouarcadian.blogspot.gr
Απογραφή της περιόδου βασιλείας του Όθωνα (1834) για την επαρχία Μαντινείας, Ν. Αρκαδίας.
Απογραφή της περιόδου βασιλείας του Όθωνα, αριθμός κατοίκων και οικογενειών για την Επαρχία Μαντινείας του Νομού Αρκαδίας (1834).
ΝΟΜΟΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ 70.112 / 14.703
ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣ 25.273 / 5.281
1.Δ. Τριπόλεως 5.696 / 1.519
Τριπολιτσά (Τρίπολις) 4.217 / 1.223
Σέχι 126 / 26
Μπασάκου 185 / 42
Μαντζαγρά 94 / 16
Μπόσουνα 112 / 23
Άγ. Βασίλειος 133 / 26
Μαρκοβούνι 126 / 20
Μπεδένι 67 / 21
Περθώρι 206 / 36
Συλίμνα 231 / 46
Καρτερόλι 23 / 5
Μονή Επάνω Χρέπας 7 / (-)
Ζαράκοβα 169 / 35
2.Δ. Μαντινείας 1.512 / 308
Μαντινεία (Τσιπιανά) 771 / 154
Σάγκα 202 / 45
Λουκά 309 / 63
Μονή Τσιπιανών 12 / (-)
Πικέρνι 218 / 46
3.Δ. Ορχομενού 2.110 / 399
Ορχομενοί (Λεβίδι) 806 / 152
Καλπάκι 69 / 13
Ρούσι 54 / 11
Νούσημον 62 / 11
Κακούρι 373 / 73
Συμνάδες 165 / 37
Καλτά 279 / 52
Μονή Κλημέντος 3 / (-)
Μποντιά 297 / 50
Μονή Μπεζενίκου 2 / (-)
4.Δ. Νάσων 1.029 / 222
Νάσοι (Δάρα) 526 / 112
Κόμι 150 / 39
Πιγγάος (-) / (-)
Χωτούζα 113 / 22
Γκιούσι (-) / (-)
Άγαλι 128 / 27
Μπεζενίκος 112 / 22
Διάσελον (-) / (-)
5.Δ. Ελισσούντος 1.643 / 292
Ελισσών (Αλωνίσταινα) 1.643 / 292
6.Δ. Καφυών 732 / 135
Καφυαί (Κανδύλα) 650 / 121
Βενδεύι (Ήμιλος) 58 / 11
Μονή Κανδύλας 9 / (-)
Καφυαί (Πλήσια) 15 / 3
7.Δ. Φαλάνθου 1.871 / 346
Φάλανθος (Αρκουδόρευμα) 749 / 142
Πιάνα (Ανεμώσα) 269 / 51
Λυμποβίσι 170 / 36
Χρυσοβίτζι 683 / 117
8.Δ. Μαινάλου 641 / 122
Μαίναλος (Δαβιά) 170 / 33
Τσελεπάκου 82 / 16
Ροϊνό 389 / 73
9.Δ. Βαλτετσίου 691 / 167
Βαλτέτσι (Βαλτέσιον) 664 / 162
Ραχαμύτες 27 / 5
10.Δ. Ορεστασίου 724 / 150
Ορεστάσιον (Κάπαρι) 222 / 42
Μαυρογιάννη 29 / 7
Κουτρουμπούχλια 144 / 25
Μαρμαργίος 93 / 18
Κεραστάρι 147 / 32
Μανιάτι 89 / 26
11.Δ. Καλτεζών 1.336 / 68
Κολίνες 1.028 / (-)
Καλτεζαίς 225 / 45
Αγριακόνα 83 / 23
12.Δ. Μανθυρέας 1.145 / 291
Μανθυρέα (Βλαχοκερασιά) 289 / 123
Αρβανιτοκερασιά 379 / 81
Αλουποχώρι 88 / 19
Γαρούνι 25 / 6
Ζέλι 159 / 33
Καπαρέλι 205 / 29
13.Δ. Ασέας 778 / 159
Ασέα (Καντρέβα) 291 / 51
Δόριζα 127 / 27
Μανάρι 179 / 39
Μπαρπίτζα 92 / 19
Λιανόν 89 / 23
14.Δ. Παλλαντίου 991 / 212
Παλλάντιον (Θάνα) 327 / 73
Μουζάκι 73 / 17
Μπεζίρι 156 / 32
Μπερπάτη 105 / 22
Μπολέτι 73 / 13
Βουνό 257 / 55
15.Δ. Τεγέας 1.468 / 307
Τεγέα (Πιαλί) 285 / 64
Αχούρια 291 / 63
Ομερτζαούσι 29 / 6
Άγ. Σώστης 77 / 15
Τσίβα 132 / 27
Ηβραήμ-Εφένδι 83 / 17
Δεμίρι 115 / 21
Στρίγγου 111 / 23
Κερασίτσα 200 / 41
Καμάρι 145 / 30
16.Δ. Γαρέας 1.656 / 320
Λιθοβούνια 47 / 9
Γαρέας (Μπερτζοβάς) 783 / 140
Μεϊμετ Αγά 145 / 35
Μαγούλα 156 / 34
Ρίζες 381 / 75
Μάνεζι 144 / 27
Μπόκο (-) / (-)
17.Δ. Κορυθίου 1.250 / 264
Κορύθιον (Στενό) 307 / 63
Αγιωργίτικα 302 / 72
Νεοχώρι 261 / 57
Σαμαρά (-) / (-)
Ζευγολατειόν 282 / 57
Σούλσπαϊ 58 / 12
Παρόρι 20 / 3
Μονή Βαρσών 20 / (-)
πηγή: saouarcadian.blogspot.gr
*** Με την διοικητική διαίρεση του 1833 η επαρχία Μαντινείας διαιρέθηκε σε 17 δήμους, στους δήμους Τριπόλεως, Μαντινείας, Ορχομενού, Νάσων, Ελισσούντος, Καφυών, Φαλάνθου, Μαινάλου, Βαλτετσίου, Ορεστασίου, Καλτεζών, Μανθυρέας, Ασέας, Παλλαντίου, Τεγέας, Γαρέας και Κορυθίου. Ακολούθησαν μεταβολές τα τρία επόμενα χρόνια με βασιλικά διατάγματα και το 1840 οι δήμοι περιορίστηκαν σε 10.
Η διοικητική διαίρεση του 1833 καθορίστηκε από την Κυβέρνηση Μαυροκορδάτου, στους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης της χώρας από την Αντιβασιλεία μετά την άφιξη του Βασιλέα Όθωνα στην Ελλάδα. Με βάση αυτή τη διαίρεση, που τέθηκε σε εφαρμογή με το Βασιλικό Διάταγμα της 3/15 Απριλίου του 1833 «Περί διαιρέσεως του Βασιλείου και της διοικήσεώς του», η επικράτεια του Ελληνικού Βασιλείου χωρίσθηκε σε δέκα νομούς/νομαρχίες και 42 επαρχίες. Επικεφαλής της κάθε νομαρχίας ήταν ο νομάρχης, ανώτερο διοικητικό όργανο στη διοικητική διεύθυνση του νομού, με υπαγόμενες επαρχίες και δήμους, τα καθήκοντα του οποίου ορίσθηκαν με το από 25 Απριλίου του 1833 Βασιλικό Διάταγμα «Περί της αρμοδιότητας των νομαρχών και περί της κατά τας νομαρχίας υπηρεσίας». Την διαίρεση αυτή ακολούθησε στη συνέχεια και η διοικητική σύσταση αναγνώριση ισάριθμων μητροπόλεων με εξαίρεση εκείνη της Μάνης (Γυθείου).
Πρώτοι νομάρχες του Βασιλείου της Ελλάδος, που ορίστηκαν με την παραπάνω νομοθεσία ήταν ξεκινώντας από την νομαρχία πρωτεύουσας, οι: Φραγκίσκος Μαύρος (Αργολίδος και Κορινθίας), Γεώργιος Γλαράκης (Αχαΐας και Ήλιδος), Κωνσταντίνος Ζωγράφος (Αρκαδίας), Δημήτριος Χρηστίδης (Μεσσηνίας), Ανδρέας Μεταξάς (Λακωνίας), Αναγνώστης Μοναρχίδης (Ακαρνανίας και Αιτωλίας), Ιωάννης Αμβροσιάδης (Φωκίδος και Λοκρίδος), Μιχαήλ Σχινάς (Αττικής και Βοιωτίας), Γεώργιος Αινιάν (Εύβοιας), και τέλος Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός (Κυκλάδων).
Η διοικητική διαίρεση του 1833 ήταν η δεύτερη κατά σειρά διοικητική διαίρεση που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα, μετά την Διοικητική διαίρεση της Ελλάδας 1828 που είχε εφαρμόσει ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας, στη νεοσύστατη Ελληνική Πολιτεία.
πηγή: el.wikipedia.org
14 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1821: Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΛΕΒΙΔΙΟΥ
Μα είχαν τα νύχια κό- άιντε, μπάρμπ’Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κό- μωρέ, κόκκινα
Μα είχαν τα νύχια κόκκινα, μωρέ, και τα φτερά βαμμένα
Είχαν και στα κεφά- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη κι Αντωνάκη,
κεφά- στα κεφάλια τους
Είχαν και στα κεφάλια τους, μωρέ, μαντίλια λερωμένα
Μοιρολογούσαν κι έ- άιντε, μπάρμπ Αναγνώστη,
Αναγνώστη μου, κι έ- μωρέ, κι έλεγαν
Μοιρολογούσαν κι έλεγαν, μοιρολογάν και λένε
Κείν’ το κακό που γίνηκε στη μέση το Λεβίδι
Σκοτώσαν το Στριφτόμπολα αυτόν τον Αναγνώστη.
Άφησε χήρα τη γυναίκα του, Αγγελική Στριφτομπολίνα, και ανεξακρίβωτο αριθμό παιδιών. Πάντως, ένα από τα παιδιά του, ο Γεώργιος Στριφτόμπολας, έλαβε μέρος και διακρίθηκε σε μάχες της Επανάστασης.
Θεια-Λεούσα: η μαμή του χωριού
Το πέρασμα ενός ανθρώπου απ’ τη ζωή δεν έχει σίγουρα την ίδια σημασία για τον καθένα μας, αφού για άλλους έχει μικρότερη και για άλλους μεγαλύτερη, ανάλογα με το πόσο καλά τον γνωρίζουμε ή, όπως συνηθίζουμε να λέμε, αν ταιριάζουν τα χνώτα μας.
Υπήρξαν όμως μερικοί άνθρωποι, των οποίων η ζωή και το έργο τους στέκονται υπεράνω κανόνων και των οποίων την μνήμη οφείλουμε να τιμούμε.
Δεδομένου, ότι η παρουσία τους ήταν απαραίτητη για την λειτουργία μιας μικρής κοινωνίας, όπως και της κοινωνίας του χωριού μας, καθιστούσε την δράση τους λειτούργημα και τους ίδιους στυλοβάτες αυτής της κοινωνίας.
Ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους υπήρξε η θεια-Λεούσα, η τελευταία μαμή του χωριού. Νιώθω ότι χαμογελάει απ’ τον ουρανό, με το πλατύ εκφραστικό της χαμόγελο, την ώρα που με βλέπει να γράφω.
Ελπίζοντας να μη μεγαλοποιήσω τη μορφή της, όσο μεγάλη φάνταζε στα παιδικά μου μάτια, αισθάνομαι χρέος μου, έστω και μέσα από λίγες αράδες, να τιμήσω την μνήμη της, διότι ήταν εκείνη που στάθηκε ακοίμητος φρουρός δίπλα στις ετοιμόγεννες, ταλαιπωρημένες γυναίκες της εποχής εκείνης, οι οποίες, όπως η ίδια έλεγε στα γεράματά της, ήταν με το ένα πόδι στον τάφο, αφού οι συνθήκες της εποχής ήταν άθλιες και ο θάνατος μάνας και παιδιού συχνός εξ’ αιτίας της ανυπαρξίας των μέσων και των χρημάτων για την μεταφορά σε νοσοκομείο, αν και στα χέρια της ουδέποτε έπαθε κάτι η μάνα ή το παιδί και τούτο λόγω της πείρας που απέκτησε κοντά στο μακαρίτη γιατρό Θανάση Μεγρέμη, που την έπαιρνε μαζί του για να τον βοηθάει.
Χρειάστηκε όμως κάποια φορά, που έλειπε ο γιατρός να τα βγάλει πέρα μόνη της. Έριξε λοιπόν το μαντήλι στις πλάτες, σήκωσε τα μανίκια της, έκανε τον σταυρό της και έσκυψε να ξεγεννήσει την γυναίκα.
Έτσι άρχισε.
Τύχαινε καμιά φορά να γεννούν δύο και τρεις μαζί, οπότε πηγαινοερχόταν απ΄τη μια στην άλλη πάνω σε κανένα βασταγό, που το τράβαγε κάποιο παιδί, για να κάνει πιο γρήγορα και να προλάβει.
Τη στιγμή που έβγαζε το βρέφος έδινε τη χαρακτηριστική ευχή της “καλόμοιρο, καλότυχο” και αν ήταν κορίτσι συνέχιζε με το “καλή παπαδιά”, μιας και ήταν η πρώτη που έπιανε στα χέρια της, τη νέα ζωή.
Στη συνέχεια έκοβε και έδενε τον αφαλό, σκούπιζε το παιδί απ’ τα λόχια με καθαρά πανιά ή με καμιά πετσέτα, αν βρισκόταν στο σπίτι και ύστερα, αφού το τύλιγε με τις πάνες, το φάσκιωνε κατά τη συνήθεια εκείνων των καιρών. Μετά απ’ αυτό τακτοποιούσε και την κουρασμένη απ’ τον πόνο λεχώνα.
Την τρίτη ημέρα έπλενε το παιδί. Κατά τη διάρκεια του πλυσίματος οι συγγενείς πέταγαν στη λεκάνη κέρματα, αν υπήρχαν, καμιά πεντάρα ή το πολύ δεκάρα, που αποτελούσαν το χαρτζιλίκι της μαμής. Τούτο γινόταν όχι σαν πληρωμή, άλλωστε τα χρήματα τότε ήταν λιγοστά ή και ανύπαρκτα, αλλά σαν είδος εθίμου, το οποίο τηρούνταν στο πρώτο πλύσιμο του μωρού.
Παρόλα αυτά αξίζει να σημειωθεί ότι ποτέ δεν καταδέχτηκε να πάρει ούτε αυτά τα λιγοστά χρήματα αλλά τα άφηνε πάνω στο παιδί για να το “ασημώσει”.
Στο πρώτο νερό, πριν ξεβγάλει το παιδί, έβαζε λίγο αλάτι. Όταν κάποτε τη ρώτησαν για αυτό απάντησε με τη χαρακτηριστική αργή φωνής της “για να βγουν αλατισμένα”, μη γνωρίζοντας ίσως ότι ήταν τον καλύτερο και το μόνο αντισηπτικό, που θα μπορούσε να έχει τότε.
Όταν μια φορά, στις αρχές ’50, της έδωσε ο ερυθρός σταυρός μια μεγάλη άσπρη μπροστοποδιά, που έπιανε από το λαιμό ως κάτω από τα γόνατα και τη φώναξαν βιαστικά να ξεγεννήσει μια γυναίκα, είπε, γελώντας μέσα από το παραγώνι της “σταθείτε να πάρω τα εργαλεία μου”, εννοώντας την ποδιά του ερυθρού σταυρού.
Όταν, πάλι, βάφτιζαν κάποιο παιδί ήταν εκείνη που το βάσταγε στο δεξί της χέρι και το έδινε στο νονό, ενώ στο αριστερό βαστούσε μια λευκή λαμπάδα και όταν άρχιζε το μυστήριο το λάδωνε μαζί με τον κουμπάρο.
(στην φωτογραφία βλέπουμε τη θεια-Λεούσα τη μαμή, να κρατάει στα χέρια της, το μωρό (Σοφία Π. Ξουράφη), δίπλα στον Ιερέα του χωριού μας, Παπα-Σταμάτη-Σκορδά)
Αυτό γινόταν για όλα τα παιδιά, που είχε πιάσει στα χέρια της. Εδώ λάμβανε χώρα και η αμοιβή της μαμής που δεν ήταν τίποτα άλλο απ’ το σαπουνάκι που ξέπλεναν τα χέρια τους ο ιερέας, ο κουμπάρος και η ίδια.
Θυμόταν στα τελευταία της και όταν πια είχε σταματήσει, όλες τις γυναίκες που είχε ξεγεννήσει, καθώς και τα παιδιά που είχε βγάλει και πιο πολύ τις περιπτώσεις εκείνες, που, όπως έλεγε, ερχόταν το παιδί ανάποδα ή είχε κινδυνεύσει η μάνα, γιατί υπήρχαν και αυτές οι περιπτώσεις.
Κλείνω όμως με αυτά, όπως τα άκουσα από αφηγήσεις της ίδιας, αλλά και άλλων, έχοντας βαθιά χαραγμένη στο μυαλό μου την ψηλή φιγούρα της, την κορμοστασιά της, το μαύρο μαντήλι και τη μορφή του προσώπου με τα μεγάλα έντονα ζωηρά χαρακτηριστικά, να στέκεται στο στασίδι της κάθε Κυριακή στον Άγιο Θανάση.
(Η θεια-Λεούσα η μαμή, στο τραπέζι με συγγενείς του νεοβαφτιζόμενου Βασίλη Γ. Κολλιντζογιαννάκη, έτος 1960)
Η προσφορά της θειας Λεούσας, όπως και πολλών άλλων ανθρώπων, δεν αναφέρεται πουθενά και δεν γίνεται καμία γραπτή μνεία από κανέναν.
Είναι μάλλον η πρώτη φορά, που γίνεται λόγος, έστω και από συναισθηματική παρόρμηση, για την παραδοσιακή απλοική της μορφή.
Δεν έχει όμως καμιά σημασία. Η μνήμη της τιμάται μέσα απ’ ψυχοχάρτια των γυναικών του χωριού, που τη γράφουν για να τη μελετάει ο παπάς τα ψυχοσάββατα και μέσα απ’ το κερί, που ανάβουν στο μνήμα της.
Παναγιώτης Π. Κατσούλης
Από το ημερολόγιο ενός….δωδεκάχρονου (γράφει ο Θανάσης Κουτσούγερας)
Τζιαουνώντας…αλλά με αντάλλαγμα μια καβάλα στο ντουένι !!!
Είχες ντουένι στο αλώνισμα…το λιώμα θα γινόταν μάματα, κλόπος. Τα τσιορομπίλια έπιαναν σειρά ποιος θα βαρέσει τα ζά στο αλώνισμα χορταίνοντας καβάλα στο ντουένι. Το ποιός θα βάλει ντουένι μαθευόταν αμέσως, στο άψε σβήσε από την προηγούμενη. Έπεφτε σύρμα. Δεν χρειαζόμασταν κινητά τηλέφωνα; Όχι βέβαια. Ώσπου όμως να φτάσουμε στο αλώνισμα έπρεπε να προηγηθούν άλλα πράματα.
Ας τα λακριντέψουμε:
Όταν τα σπαρτά ροϊδίνιζαν και ήσαν έτοιμα για θέρο, οι νοικοκυραίοι μπονώρα μπονώρα ξημέρωναν στο χωράφι.
Θέρος, τρύγος, πόλεμος.
Έκαναν το σταυρό τους για καλή αρχή, με τις ευχές στο νοικοκύρη για καλά μπερκέτια και τα δραπάνια έπαιρναν φωτιά. Μέσα στο λιοπύρι τρεις…τέσσεροι και πολλές φορές περισσότεροι θεριστάδες στην αράδα κατάπιναν στο άψε σβήσε το σπαρτό, όσπου να πεις κίμινο. Ο ιδρώτας ποτάμι, μούσκευε ρούχα και πρόσωπο και στάζοντας δρόσιζε το πυρωμένο χώμα. Τα χερόβολα σαν στρατιωτάκια περίμεναν το μπρατσωμένο χέρι για να τα κάνει δεμάτια. Οι κουβαλητές κρατάγανε στην άκρη τα ζα ώσπου να ετοιμαστούν τα δεμάτια για να φορτωθούν.Μια κανταριά από ζα, φορτωμένα με τα χρυσαφένια στάχια, πήγαιναν στον τόπο που θα έβγαινε ο πολύτιμος καρπός. Δίπλα στο αλώνι τα δεμάτια στιβαγμένα σε θεμονιά, καταλιακού για να ξεραθούν και να τρίβονται ευκολότερα. Οι κουβαλητάδες συνήθως εμείς τα παιδιά, με συντεριασμένα τα ζα, καβάλα στο μπροστινό μουλάρι, απανογώμι ή πισωκάπελα, ή πολλές φορές ποδαρόδρομο, ακολουθάγαμε το ίδιο δρομολόγιο για να κάνουμε την επόμενη στράτα. Στο δρόμο μπλουστριζόμαστε με άλλους κουβαλητάδες και έπρεπε να προσέχουμε μην μπλεχτούνε τα ζα.
Ήταν πολύ δύσκολο να κουβαλήσεις δεμάτια με τα ζα κανταριασμένα. Πολλά μουλάρια ήσαν τσινιάρικα δεν μόνιαζαν με άλλα ζα και ο κουβαλητής έπρεπε να προσέχει. Όταν μάλιστα τα έπιανε μυίγα ή είχαν τριδώνες τότε καλά κουκούλια. Κλάφτα Χαράλαμπε! Δεν είχαν στασιό, και δεν τα κράταγες με τίποτα. Είχαν γίνει πολλά ατυχήματα στο κουβάλημα. Είχε χτυπήσει κάποιον κουβαλητή μια φορά ένα τσινιάρικο μουλάρι, πεταλωμένο, στην τσιουλιά και τον πήγαν στο χωριό με τη τζιουβέρα. Δεν έπρεπε να αφήσεις τα φορτωμένα ζα από τα μάτια σου ούτε λεπτό. Κάποιος μια βολά, στο δρόμο, άφησε τα ζα φορτωμένα για σωματική του ανάγκη και στο πίτσι φυτίλι τουρλοκολιάστηκαν τα σαμάρια με τα δεμάτια μαζί. Μερικές φορές όταν το φόρτωμα ήταν ταμαχιάρικο κοβόταν η ίγκλα και από το ζόρισμα, το ζώο έμενε ξεϊγκλωτο και το σαμάρι με το φόρτωμα γύριζε και έπεφτε. Άντε μετά να πιάσεις το μουλάρι που αγριεμένο φουρλάτιζε, ορθοστάτιζε και δεν νταγιαντιζόταν με τίποτα. Πολλές φορές από τα νεύρα του ο κουβαλητής το τσούκλωνε κοντά με τα στούμπια ή αν ήταν ψωμομένος του ’ριχνε και κανα τεγνέτσι και εκείνο λάκαγε τροκάτσι και το βρίσκανε στο χωριό, στο κατώι. Το κορμπάτσι πάντως θα το ’τρωγε άλλη ώρα, δεν θα το γλύτωνε. Τα ζα που τα ήθελαν για έχα δεν τα πολυφόρτωναν. Μια βολά πάλι ένα παιδί κυνήγαγε να πιάσει ένα μουλάρι και πατώντας μονόπαντα πάνω σε μια φλέντζα από κούτσουρο γύρισε το ξύλο και ένα παρχάλι από ροζί μπήκε βαθιά στο πόδι του. Εκεί άρχιζαν τα γιατροσόφια. Η μάνα του έκαψε μια κουταλιά λάδι στη φωτιά και τσούζζζ την έριξε μέσα στη γούβα που είχε κάνει το ροζί και…περδίκι. Ούτε ψίλος στον κόρφο του. Το μπορόκλησε όπως όπως, φίλεψε το παιδί λίγη τσιελίθρα και πάει καλιά του. Βγήκε λαπάντι. Συνέχισε το κουβάλημα σαν να μην έγινε τίποτα.
Ας έρθουμε όμως στο θέρο.
Όσο προχώραγε το γιώμα και έφτανε το μεσημέρι οι θεριστάδες έπρεπε να ξαποστάσουν, να βάλουνε στο στόμα τους μια μπούκα, να πιούνε μια στάλα νερό και να φύγει η αποστασίλα. Ο ίσκιος της αχλάδας ήταν θεραπαή. Εκεί από κάτω έστρωναν το κυλήμι και καθισμένοι σταυροπόδι άνοιγαν τη χερότεσσα με το μαγείρεμα, ξεδίπλωναν από τη μπόλια το τυρί, ίσως μια στάλλα σύγκριατο, στούμπαγαν το κρεμύδι στο γόνα και άρχιζε το φαγοπότι. Πολλές φορές γίνονταν σεμπριές. Έσμιγαν δύο φαμελιές τα εργατικά χέρια και πήγαιναν πότε στο χωράφι του ενός και πότε στου άλλου. Τότε το αφεντικό έπρεπε το μεσημέρι να έχει κάτι καλό στη χερότεσσα. Μια στάλα αρτιμή. Συνήθως κανένα κοκκορόπουλο καπαμά ή πολλές φορές μπακαλέο. Κάπου κάπου το έτσουζαν κιόλας αν το βαγένι του αφεντικού κράταγε ακόμα καμιά γραντζιά κρασί. Το νερό στη βαρέλα, παρ’ ότι ήταν κάτω από τον ίσκιο από το πρωί, ώσπου να έρθει το μεσημέρι γινόταν αλισίβα. Όσοι θέριζαν σε χωράφια του κάμπου, έστελναν νωρίτερα κάποιον να φέρει μια στάλα δροσερό νερό από κανα μαγκανοπήγαδο. Ήσανε αρκετά πηγάδια στον κάμπο με μαγκάνι ή με τέσα και τριχιά. Της Φραγκούς το πηγάδι ήταν με γκουβά και τριχιά, του Αρτέμη ήταν με μαγκάνι.
Όσοι θέριζαν στα πιο ορεινά έφερναν νερό από καμιά στέρνα. Στέρνες υπήρχανε αρκετές. Γέμιζαν με το νερό της βροχής. Πώς; Έριχναν χλώριο; Δεν χρειαζόταν. Το απολύμαιναν οι ακρίδες που έπεφταν μέσα. Μια φορά μέσα σε μια στέρνα είχαν βρεί ένα σφαχτό τάμπαρο. Μερικές φορές, από την αναβροχιά οι στέρνες δεν έπιαναν νερό. Το καλοκαίρι το νερό ήταν λίγο και στον πάτο της στέρνας, θολό, μπουλουμάς. Η δίψα όμως ήταν τέτοια που πιάναμε αυτό το κατακάθι με τον κουβά και το στραγγίζαμε με το μαντήλι για να ξαστερώσει και να σβήσουμε με αυτό τη δίψα μας. Οι τσοπάνηδες ήξεραν τα σπληθάρια και πήγαιναν εκεί να βρουνε νερό. Πολλές φορές έβρισκαν εκεί μέσα κοτσιλιές από πουλιά, αλλά και πάλι δεν δίσταζαν έστω να δροσιστούν. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι τα χωράφια δεν ήσαν όλα στον κάμπο. Έσπερναν σε κάθε γωνιά εκεί που μπορούσε να μπει αλέτρι. Αλλά και εκεί ακόμα που δεν έμπαινε αλέτρι τα έσκαβαν με το ξυνιάρι. Ακόμα και σε ορεινά μέρη, και μέσα στα πουρνάρια, στα κριτσιόπια, στις τρόκλες και στις πλεύρες, άνοιγαν φωλιές και τις έσπερναν. Εκεί φυσικά κάθε χρόνο έπρεπε να κοπούν τα φρύγανα που ξαναφύτρωναν, τα σκασμένα και έβγαιναν κάθε χρόνο καινούργια. Να ξελιθαριστούν από νωρίς από τα ζόμπολα και τα τρόχαλα, για να είναι έτοιμα την εποχή του οργώματος, με τα πρωταβρόχια, πέρα το Χινόπωρο. Δύσκολη και βασανιστική δουλειά.
Ας έρθουμε όμως πάλι στο θέρο.
Όταν έφτανε το νερό, με μιας τα δραπάνια φώλιαζαν στο μπράτσο ρούγκλωναν με την αράδα το νερό και η δίψα έσβηνε. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόλαυση στη διάρκεια της ημέρας από του να σβήνει κανείς την κάψα και την αποστασίλα του με την ευλογημένη δροσιά του νερού. Το βράδυ όταν τελείωνε ο θέρος μάζευαν τα τσάβαλα, όλα τα συμπράγκαλα, έκρυβαν τα δρεπάνια σε κανα δεμάτι, για να μην τα κουβαλάνε στο σπίτι, όταν την άλλη μέρα πάλι θα συνέχιζαν το αποτέλειωμα του σπαρτού, έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού ποδαρόδρομο. Πολλές φορές θέριζαν μέχρι που έπεφτε το σκοτάδι. Άλλες φορές πάλι, όταν δεν υπήρχε ζόρι, ή για άλλους λόγους, ο θέρος τελείωνε όταν λιοκρίζανε τα απόσκια. Στο πηγαινέλα στο χωράφι, οι γυναίκες που ετύχαινε να είχαν γεννήσει την εποχή του θέρου, έπαιρναν ζαλιά τη νάκα με το κουτσούβελο, ακόμα και το μπεσίκι. Όταν θέριζαν άφηναν το παιδί σε κανένα ίσκιο ώσπου να τελειώσουν και στα ενδιάμεσα, όταν έκλεγε, το βύζαιναν από το λιγοστό γάλα που έβγαζαν και που από την αποστασίλα πίκριζε. Υπήρχαν περιπτώσεις που γυναίκες είχαν γεννήσει στο χωράφι και μάλιστα δεν προλάβαινε να έρθει ούτε η Μαμή.
Με το γυρισμό στο χωριό η δουλειά όμως της ημέρας δεν τελείωνε εδώ. Έπρεπε να ποτιστούνε τα ζα και αυτό γινόταν στις βρύσες του χωριού. Στη μεσαία και στην απανόβρυση. Μόνο που πολλές φορές για να πάρεις σειρά να ποτίσεις τα ζα, η κανταριά έφτανε πολλές φορές τα 150 μέτρα, έτσι που όποιος ερχόταν από το χάνι καθυστερημένα η φάλαγγα έφτανε από τη μεσαία βρύση μέχρι το χάνι και όποιος ερχόταν από το πάνω χωριό, στην απανόβρυση, ο τελευταίος έπρεπε να περιμένει στης Αράπισσας το Ρέμα, στον Αγιο-Δημήτρη. Αν το νερό ήταν μπόλικο μπορεί να ξεμπέρδευε το βράδυ αργά. Αν όμως, όπως πολλές φορές, το νερό ήταν λίγο, ίσα που έσταγε η βρύση, τότε καλά ξεμπερδέματα. Μπορεί από τη βρύση, με το φώτημα να πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο χωράφι για δουλειά.
Περιμένοντας στη σειρά τόσες ώρες δεν έλειπαν τα μαλώματα και τα σκουσμάρια ακουγιόσανε σε όλο το χωριό. Πολλές φορές, οι τσαρκαλιάρηδες πιανόσανε ακόμα και στα χέρια. Είδα γυναίκες να μαλώνουν για τα καλά και τα κοσμητικά επίθετα να πηγαίνουν και να έρχονται: Ρε παλιο πομποθήλυκο, ρε παλιο παρασάνταλο, εγώ είμαι μπροστά. Τι λες μωρ τρέγκουρη μωρ-παλιο πατσιαβούρα, μωρ-παλιο φραχταπήδω, εσύ τώρα κόπιασες, αϊ ξεκομπήσου από δω παλιο τρελοκαμπέρω, και άλλα πολλά. Αλλοίμονο σε κείνον που μαζί με τα ζα ήθελε να γεμίσει και κανα κάθικο, να πάρει λίγο νερό για το σπίτι. Άκουγε το βρισίδι και τη βλαστήμια της χρονιάς για την καθυστέρηση. Για νερό, βλέπεις, πήγαιναν άλλες ώρες, και πάλι με τη σειρά. Άλλες φορές το βαρέλι φορτωμένο στα ζα και τις πιο πολλές φορές το ξύλινο βαρέλι κουβάλαγαν οι γυναίκες φασκιωμένο ζαλιά. Συνήθως, μαζί με το βαρέλι στον ώμο ή στην πλάτη, που το κράταγαν με το ένα χέρι ή ζωσμένο με τριχιά στη ράχη, μπορεί να κουβάλαγαν και μια βαρέλα ή ένα ντενεκέ με το άλλο το χέρι.
Ας έρθουμε τώρα στο αλώνισμα.
Τα δεμάτια σε θεμωνιά, στιβαγμένα δίπλα στο αλώνι, μέσα στο λιοπύρι, αποξεραίνονταν μέχρι να είναι έτοιμα για το αλώνισμα. Αν καμιά φορά έβρεχε το αλώνισμα καθυστερούσε, ώσπου σπαργουνιάσει το σπαρτό γιατί ήταν λουρό και πολλές φορές τα δεμάτια στο εσωτερικό μούχλιαζαν από την υγρασία. Το αλώνι ήταν πετρωμένο με καλντερίμι ή χωμάτινο. Το χωμάτινο αλώνι ήταν φυσικά μπελάς γιατί εκτός από την δύσκολη προετοιμασία (ξεχορτάριασμα, καθάρισμα από τις μερμηγκοφωλιές, καταβρέματα για να ταρατσώνει το χώμα κλπ), ήταν μπελάς και το μάζεμα στο τέλος του καρπού γιατί μπλεχόταν με το χώμα και πριν το άλεσμα ο καρπός ήθελε πλήσιμο για να φύγει η κοκκινιά και στερνά λιάσιμο. Η θεμωνιά φυσικά την ημέρα δεν έμενε αφύλαχτη γιατί οι κότες και τα πουλιά παραφύλαγαν και όταν έβρισκαν ευκαιρία μάδαγαν τα στάχυα και το γέννημα λιγόστευε και διαγουμιόταν. Τα μελιγκόνια επίσης ήτανε μια άλλη παρέα δολιοφθοράς που έφτιαχναν τις μελιγκονοφωλιές μέσα ή κοντά στο αλώνι. Μάζευαν το σιτάρι κουρκούμπες γύρω από την τρύπα της φωλιάς ακόμα και τη νύχτα. Για να τα ξεμπουντουλώσουν ρίχνανε μαύρο καμένο λάδι από την πριονοκορδέλα ή πασπαλίζανε τη φωλιά με ντι-ντι.
Όταν όλα ήσαν έτοιμα τα δεμάτια λύνονταν και το σπαρτό σκορπιζόταν γύρω από το στουγερό περιμένοντας κανα δυο μέρες ακόμα για να αποξεραθεί, να μην είναι λουρό όταν θα το πατούσαν τα ζα και να τρίβεται γληγογότερα. Έτοιμο το κουλούρι με το σκοινί ή την αλυσίδα, το καρσιντάγανε και το μπουρλιάγανε στο στουγερό. Το κουλούρι που ήταν ένα γερό, χοντρό κλαδί γυρισμένο κουλούρα θα κράταγε τα ζα για να μη βγαίνουν από το αλώνι όταν ερχόσανε φούρλες. Έτοιμα και τα δικριάνια για να ανακατεύουν το λιώμα και να το συμπάνε προς τα μέσα που πετεγόταν στις άκρες όταν γλύστραγαν τα ζα. Έτοιμες οι λεμαριές και τα τραβηχτά. Εκεί θα δενόταν το ντουένι που θα το έσερναν τα ζα γύρω-γύρω για να τρίψουν το σιτάρι ή το κριθάρι ή το βίκο ή το λαθούρι ή ότι τέλος πάντων είχε απλωθεί στο αλώνι για να βγει ο καρπός. Στο ντουένι απάνου καβάλαγε οπωσδήποτε κάποιος που ήξερε ισοροπία, κυρίως εμείς τα παιδιά και με τη βίτσα στο χέρι, ζιακούταγε τα ζα φωνάζοντας, και τα μαλινάριζε για να γυρίζουν φούρλες γρήγορα, για να τελιώσει το λιώμα μια ώρα αρχήτερα αλλά και γιατί όταν πήγαιναν σιγά βούταγαν, σκύβοντας και άρπαζαν χεριές χεριές το λιώμα, τσιαπαλάγανε και έτσι διαγουμιόταν ο καρπός. Στα ενδιάμεσα το λιώμα έπρεπε να γυριστεί. Έβγαζαν τα ζα από το αλώνι και το γύριζαν το απάνω κάτω με τα δικριάνια. Όταν το αλώνι ήταν φορτωμένο με πολλά δεμάτια χρειάζονταν τουλάχιστον πέντε ζα για να αλωνίσουν. Γι’αυτό αλώνιζαν δανεικαριά με άλλους τα ζα και έτσι γινόταν πιο γλήγορα και πιο εύκολα η δουλειά. Μεγάλη τσιεφαλάρια ήταν όταν τα ζα δεν ταίριαζαν όλα μαζί και μάλωναν. Οπότε υπήρχαν εξαιρέσεις την τελευταία στιγμή και αυτό δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Πιο πολλά ζα σήμαινε και περισσότερα χέρια για δουλειά και όλοι έδιναν ένα γιούτο, κυρίως στο σύμπισμα, στο γύρισμα, στο λύχνισμα, στο σάκκιασμα αλλά και σε άλλες δουλειές μέχρι που να μπει ο καρπός στο κασόνι.
Τα ντουένια στο χωριό ήταν λίγα. Χωρίς ντουένι το αλώνισμα κράταγε διπλάσιες ώρες. Όταν οι καλαμιές του σιταριού γινόσανε κλόπος, μαζευόταν το λιώμα γύρω από το στουγερό και άρχιζε το λίχνισμα που ήταν αρκετά δύσκολο γιατί έπρεπε να φυσάει αέρας για να ξεχωρίζει το άχιουρο από τον καρπό. Έπρεπε λοιπόν να περιμένουν πότε θα φυσήξει για να λυχνίσουν και μάλιστα όχι δυνατός αέρας, γιατί έτσι θα σκόρπαγε μακριά το άχιουρο και πιθανώς μαζί και τον καρπό. Το άχιουρο ήταν και αυτό πολύτιμο για να παχνίζουν τα ζα το χειμώνα. Πολλές φορές το λύχνισμα γινόταν τη νύχτα που συνήθως φύσαγε ελαφρό αεράκι. Στο τέλος, ο καρπός μαζευόταν στρογκός στη μέση το αλώνι και εκεί έμπαιναν τα στοιχήματα ποιος θα πετύχει, έτσι προκούφι, πόσα κουβέλια θα βγούνε από το σωρό. Έβαζαν τον καρπό σε σακιά για να πάει μετά στο κασόνι, ή στο αμπάρι και στη συνέχεια στο μύλο για να αλεστεί.
Μέτραγαν τη σοδιά με το κουβέλι και στο χωριό ακουγόταν ποιός τη χρονιά αυτή έκανε πολλά κουβέλια. Αυτός τότε, όταν έβγαινε όξω στο καφενείο, κορδωνόταν σαν γύφτικο σκεπάρνι για την πλούσια σοδιά και το κατόρθωμά του. Φυσικά, όταν τα δεμάτια ήσαν πολλά, δεν ξεμπέρδευε κανείς με ένα αλώνισμα γιατί δεν τα έπαιρνε όλα ένα αλώνι. Η καλύτερη ώρα του αλωνίσματος ήταν η ώρα του φαγητού, αν και στα ενδιάμεσα όλο και καμιά λατζίτα, ή αν είχε φούρνισμα καμιά λαγάνα ζεστή και αχνιστή, μπορεί και από μπομπότα, με τυρί, θα είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά για κολατσιό και κέρασμα. Έβγαζαν λοιπόν τα ζα όξω από το αλώνι και τα πήγαιναν σε ίσκιο. Στον ίσκιο καθόσανε και οι αλωνιστάδες σταυροπόδι και όταν άνοιγε η τέσσα με το κοκκορόπουλο που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά ή ο μεζές στην πουγάνα, μοσκοβόλαγε ο τόπος και η ιεροτελεστία άρχιζε. Η μυρωδιά έσπαγε μύτες. Δίπλα περίμενε στον ίσκιο και το μανόλο με το κρασί, για να τα τσούξουν λιγάκι και να ευχηθούν στους νοικοκυραίους, καλοφάγωτος ο καρπός. Μερικές φορές όταν υπήρχε κέφι τραγούδαγαν. Εμείς τα παιδιά, καμιά φορά κρυφογελάγαμε με μερικά τραγούδια που έλεγαν: “Γυναίκα φέρε μου το γκρα απ’ την παλιο κασέλα”.
Μετά το λιώμα εμείς τα παιδιά είχαμε και άλλη δουλειά, που ήτανε μάλιστα νυχτερινή. Είμαστε τότε γκοτζάμ τσουλάγρες. Έπρεπε να ξεβγάλουμε τα ζα. Δύο τρία ζα συντεριασμένα από τα καπίστρια, ξησαμάρωτα, άλλοτε αρκάτοι και άλοτε καβάλα, όταν κάποιο ζω ήταν μολαϊμικο, χωρίς σαμάρι, παρέα με γειτονόπουλα, τα πηγαίναμε στον κάμπο σε καμιά χερισιά με χορτάρι, μπαζιντί ή μουχρίτσα, τους βγάζαμε τα καπίστρια, τους βάζαμε το πεδούκλι για να μην φύγουν και κοιμόμαστε εκεί το βράδυ, ξάπλα, στο χώμα ο ένας δίπλα από τον άλλο, με λίγα σκουτιά, κοιτώντας τον ουρανό και μετρώντας τα αστέρια ώσπου να μας πάρει ο ύπνος. Η συναυλία από τα μπαμπακάτσια αντί να μας ξεκουφαίνει μας νανούριζε. Αυτό που μας νανούριζε περισσότερο ήταν όταν ακουγιόταν η μπίπα του γκεσεμιού και τα γιδοτρόκανα από τα πράματα που οι τσοπάνηδες είχαν ξεβγάλει στις πλεύρες και στα υψώματα.
Όταν τύχαινε και πηγαίναμε νωρίς, με το μούσγωμα, ξεμακραίναμε για κανα μπρίσκαλο, τσεγκουρολόγημα ή για καμιά ζούλα από τις γκορτσαχλαδιές, ή καμια πίπλα, πάντοτε όμως λουμωχτά γιατί ο αγροφύλακας καθόταν στην Τραγασούρα μέχρι αργά και αν μας έπερνε βερβελέ αλλοίμονό μας. Θα έκανε στον πατέρα μας, πρωτόκολο και θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα. Άλλα βράδια, πολλές φορές στο χωριό είχαμε και τα νυχτέρια. Μαζεύαμε εμείς τα παιδιά παϊδες από τη μηχανή που έσχιζε τα κουριά και ανάβαμε φωτιά σε αριωμάδες. Στην αρχή τίκλωνε ο τόπος από τον καπινό. Μετά όμως, όταν δρίμωνε η φωτιά, οι γυναίκες καθόσανε γύρω με τα μαντήλια στο κεφάλι, φακιόλι ή καταμπουλιά με τις ρόκες και τα βελόνια στο χέρι και άλλες νέθανε, άλλες πλέχανε και άλλες ξεκολιάζανε τα παντελόνια τουν αντρώνε που είχαν μισοτριβιάσει. Πολλές προίκες είχαν γίνει σ’αυτά τα νυχτέρια. Πολλές φορές, η γυναίκα καλαμπουρτζού, ντυνότανε μπούλα για να κάνει αστεία και να περγελάσει κάποιον και το γέλιο ακουγιόταν σε όλο το χωριό. Στην παρέα, για να περνάει η ώρα, λέγανε και παραμύθια, αινίγματα αλλά συνήθως πήγαινε το λακριντί και το κοτσομπολιό σύννεφο. Στα αινίγματα αυτός που έβρισκε το αίνιγμα το συνόδευε με πρόλογο: Με τάβγα του με τάμπα του με τα κολοστροσίδια του δεν είναι…το τάδε. Κόλλαγαν και του κολοβού σκυλιού νουρά. Εκεί μάθαινες όλα τα νέα του χωριού, είτε καλά ήσαν είτε άσχημα. Η είδηση κυκλοφόραγε με τον αέρα.
Στο θέρο όμως είχαμε να μαζέψουμε και άλλα σπαρτά εκτός από τα σιτάρια. Τα βικολάθουρα, μπιζέλια κλπ. Αυτά έπρεπε να ξεριζωθούν με το χέρι. Σκυφτοί, γιατί ήσαν κοντά, αλλά και πολλές φορές γονατιστοί. Το μαρτύριο ήταν στη μέση αλλά και τα τριβόλια που κάρφωναν τα χέρια και μένανε μέσα. Στο τέλος έπρεπε να κάθεσαι και να ξετριβολίζεις τα χέρια πολλές ώρες. Ο θέρος δεν τελείωνε όμως αν δεν θεριζόταν και η ζουλίτσα όπως επίσης και η φατσή. Τα σπαρτά αυτά ήσαν απάνου στην Αρπακωτή. Για να πας στην Αρπακωτή δεν ήταν και εύκολο πράμα. Το πατούλιο το κουμπούρωνε μπονώρα-μπονώρα, με το δροσιό για το χωράφι, στο βουνό, ποδαρόδρομο ή καβάλα στα ζα, από το μονοπάτι, που ήταν γεμάτο τρόκλες, της Βαρσανίτσας ή από της Αράπισσας το Ρέμα. Το βράδυ όταν έμενε αθέριστο σπαρτό,για να αποφύγουν το πηγαινέλα στο χωριό, έμεναν στο βουνό. Κοιμόσανε όξω. Έστρωναν ελατόκλαρες χάμου, απάνω ένα στρωσίδι και ύπνο με πειράγματα και καλαμπούρια. Οι ελατόκλαρες όμως τσίμπαγαν και οι ντελικάτοι παίρναγαν τον έρμο τους. Πολλές γυναίκες μερικές φορές όταν έμεναν έγκυος και τις ρώταγαν, η απάντηση ήταν: «Μωρ’ το άρπαξα στην Αρπακωτή, αλλά μη λες τίποτα».
Βέβαια η ζουλίτσα και η φατσή ήσαν καρποί πολυτελείας. Η φατσή για μαγιέρεμα και το σιτάρι της ζουλίτσας για ψωμί που γινόταν κατακίτρινο, χάσικο και πεντανόστιμο. Πολλές φορές όποιος δεν είχε ζουλίτσα έκανε τράμπα με άλλον και αλλάζανε με σιτάρι είδος με είδος.
Βιβλίο όμως θα μπορούσε να γράψει κανείς με τις αγροτικές ασχολίες και τον τρόπο που τα βγάναμε πέρα, χωρίς μηχανήματα, χωρίς εργαλεία, αλλά με πείσμα, υπομονή και δουλειά. Έτσι ήταν τότε. Δύσκολα χρόνια. Ίσως σε άλλες περιοχές να ήταν τα πράγματα πιο τραγικά. Σήμερα υπάρχουν τα μηχανήματα που θερίζουν μόνα τους και τον καρπό τον παίρνουν από το χωράφι, τον σακκιάζουν και μας τον φέρνουν κατ’ ευθείαν στο κασόνι. Δεν χρειάζεται να πάμε επί τόπου. Τα δραπάνια, τα ντουένια και τα αλέτρια ψάχνουμε να τα βγάλουμε από την αστράχα για να τα κρεμάσουμε στα σαλόνια για ενθύμιο και για φουμιά.
Ίσως κάποιοι να έχουν την άποψη ότι τέτοιες καταστάσεις που ζήσαμε σε μια συγκεκριμένη εποχή της ιστορίας του χωριού μας, στα πέτρινα χρόνια, όταν εξιστορούνται και βλέπουν το φως της δημοσιότητας, στενοχωρούν και φέρνουν στο στόμα πίκρα, και ότι αυτά πρέπει να μπαίνουν στη λήθη. Δεν είναι έτσι. Όταν τα φέρνουμε στη μνήμη μας, αισθανόμαστε υπερήφανοι που, παρ’ ότι ζήσαμε τόσο δύσκολα χρόνια, σταθήκαμε όρθιοι, προχωρήσαμε με το κεφάλι ψηλά, τα βγάλαμε πέρα και φτάσαμε στο σήμερα, που όλα αυτά που αναπολούμε από τον καναπέ, όσοι τουλάχιστον τα έζησαν, έρχονται σαν γλυκόπικρες αναμνήσεις, που μας δυναμώνουν ακόμα περισσότερο για να αγωνιστούμε για κάτι ακόμα καλύτερο.
Θανάσης Γ. Κουτσούγερας (Δάσκαλος)
O Αλέξανδρος Παπαναστασίου ανήμερα της εθνικής επετείου (25 Μαρτίου 1924) κήρυξε με ψήφισμα της Βουλής έκπτωτη τη δυναστεία των Γκλίξμπουργκ
Αλέξανδρος Παπαναστασίου 1876 – 1936
Αρκάς νομικός και κοινωνιολόγος, από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας. Διετέλεσε δύο φορές πρωθυπουργός (1924 και 1932) και θεωρείται από τους πρωτεργάτες της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα μας.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου γεννήθηκε στις 8 Ιουλίου 1876 στην Τρίπολη. Ήταν γιος του εκπαιδευτικού και πολιτικού Παναγιώτη Παπαναστασίου από το Λεβίδι Αρκαδίας και της Μαριγώς Ρογάρη – Αποστολοπούλου. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, απ’ όπου ανακηρύχθηκε διδάκτωρ το 1899.
Συνέχισε τις σπουδές του στα πανεπιστήμια Χαϊδελβέργης, Βερολίνου, Λονδίνου και Παρισίων (1901-1907), στην κοινωνιολογία, στη φιλοσοφία και τα οικονομικά. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία επηρεάστηκε από τις σοσιαλιστικές και συνεργατικές ιδέες. Μετά την εκλογική αποτυχία του Βενιζέλου την 1η Νοεμβρίου 1922, μεσούσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, έγινε δεινός επικριτής της βασιλείας. Τον Φεβρουάριο του 1922, μαζί με άλλους ομοϊδεάτες του, υπέγραψε το Δημοκρατικό Μανιφέστο, με το οποίο καλούσε τον βασιλιά Κωνσταντίνο να παραιτηθεί προς χάρη των συμφερόντων του έθνους. Συνελήφθη και καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση για εξύβριση του βασιλιά και εσχάτη προδοσία. Κλείστηκε στις φυλακές της Αίγινας και απελευθερώθηκε μετά τρίμηνο από την Επαναστατική Επιτροπή του Νικόλαου Πλαστήρα, που ανέλαβε τις τύχες της Ελλάδας στις 11 Σεπτεμβρίου 1922, αμέσως μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Είχαν ωριμάσει πλέον οι συνθήκες για να θέσει ο Παπαναστασίου θέμα κατάργησης της βασιλείας και άμεσης κήρυξης της αβασίλευτης δημοκρατίας. Στις εκλογές της 16ης Δεκεμβρίου 1923 κατήλθε ως επικεφαλής της Δημοκρατικής Ένωσης (μετεξέλιξη του Λαϊκού Κόμματος), με σημαία την αβασίλευτη δημοκρατία και προοδευτικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Το κόμμα του εξέλεξε 70 βουλευτές, σε μια εκλογική αναμέτρηση που απείχε η αντιβενιζελική παράταξη.
Η κυβέρνηση Παπαναστασίου (1924)
Μετά τις βραχύβιες κυβερνήσεις Βενιζέλου και Καφαντάρη, ο Παπαναστασίου ανέλαβε την πρωθυπουργία της χώρας στις 12 Μαρτίου 1924 και ανήμερα της εθνικής επετείου (25 Μαρτίου 1924) κήρυξε με ψήφισμα της Βουλής έκπτωτη τη δυναστεία των Γκλίξμπουργκ και την εγκαθίδρυση δημοκρατίας, που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου 1924. Έπειτα από σύντομη παραμονή στην πρωθυπουργία, ο Παπαναστασίου παραιτήθηκε στις 25 Ιουλίου 1924, όταν η κυβέρνησή του καταψηφίστηκε στη Βουλή.
Τον χαρακτήρα και την προσφορά του Αλέξανδρου Παπαναστασίου συνόψισε ο Γεώργιος Παπανδρέου: «Ο Ελευθέριος Βενιζέλος επραγματοποίησεν εις την Ελλάδα το έθνος και το κράτος. Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου εισήγαγεν εις αυτήν τον πνευματικόν και τον κοινωνικών χαρακτήρα. Αποτέλεσε εγκαλλώπισμα του πολιτικού κόσμου της Ελλάδος. Ενάρετος όσον ουδείς. Με ευψυχία όσον ουδείς».
ΖΗΤΩ η 25η Μαρτίου 1821!!!
Φωτογραφία από το παρελθόν: “Παρέλαση” στη Βλαχέρνα (1971…), με σημαιοφόρο τον Βασίλη Γ. Κολλιντζογιαννάκη. Δίπλα του, η Σοφία Ανδρ. Τσαρουχά και η Φανή Ματθ. Αρβανίτη. Δάσκαλος ο Ηλίας Κακούλιας. Οι μαθητές του σχολείου του χωριού, πηγαίνουν στην εκκλησία. Το σπίτι που φαίνεται στη φωτογραφία είναι του γερο-Λαμπίρη, ενώ φωτογράφος ήταν ο Ανδρέας Αν. Τζιώλας.
foto-reportaz: ΒΑΣΙΛΗΣ Γ. ΚΟΛΛΙΝΤΖΟΓΙΑΝΝΑΚΗΣ
Το ιστορικό «ΟΙΝΟΜΑΓΕΙΡΙΟ Το Τριφύλλι», ένα από τα πιο αυθεντικά κουτούκια της Αθήνας.
Πίσω από το πέταλο (θύρα 13) του γηπέδου της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, εκεί στο μακρινό 1956, ένα ζευγάρι με δύο μικρά τότε παιδάκια, η κυρία Κούλα, ο κύριος Κώστας, με τον Γιώργο και τη Χρυσούλα αγοράζουν δύο σπιτάκια με κεραμίδια και μία μικρή αυλή.
Η κυρία Κούλα αρχίζει να πουλάει τις Κυριακές σουβλάκια για τους φιλάθλους όταν ο Παναθηναϊκός παίζει στο γήπεδό του, προσπαθώντας να συμπληρώσει το πενιχρό εισόδημα του πατέρα που δούλευε οδηγός σε φορτηγό.
Από το 1962 στη μικρή αυλή αρχίζει να σερβίρει κολατσιό και κρασάκι στους κατοίκους των Κουντουριώτικων, στους παίκτες και στους φιλάθλους του Παναθηναϊκού, στους υπαλλήλους της Δημαρχίας και στους επισκέπτες των φυλακών Αβέρωφ.
Τα χρόνια περνούν και το κουτουκάκι των Αμπελοκήπων γίνεται τη δεκαετία του ’70 φοιτητικό στέκι, με το υπέροχο φαί, το καλό κρασί και τις πραγματικά φοιτητικές τιμές.
Το καλοκαίρι η μικρή αυλή και το χειμώνα το ένα από τα δύο σπιτάκια, στο άλλο μένει η οικογένεια, γεμίζουν από κόσμο που στα 10-12 τραπεζάκια τρώει ντολμαδάκια, κεφτεδάκια, συκωτάκια ψιλοκομμένα, μπακαλιάρο σκορδαλιά, σαλάτα, τις περίφημες τηγανιτές πατάτες και το πάντα καλό βαρελίσιο κρασί. Όλα ζεστά και αυθεντικά που τα φτιάχνει και τα τηγανίζει η κυρία Κούλα και τα σερβίρουν ο κύριος Κώστας, ο διανοούμενος ανηψιός Νίκος «Ξανθομπάμπουρας» και ο Γιώργος όταν τελειώνει η βάρδιά του στο ταξί.
Τα χρόνια περνούν και όταν το 1986 φεύγει από τη ζωή ο κύριος Κώστας. Ο Γιώργος και αργότερα ο Γιάννης (ο σύζυγος της αδελφής του, Χρυσούλας) μπαίνουν στη δουλειά και με την καθοδήγηση της κυρίας Κούλας τρέχουν τη «Θύρα».
Το καλοκαίρι του 2011 η κυρία Κούλα πεθαίνει και ο Γιώργος προσπαθεί να ξεπεράσει την απώλεια της μητέρας του δουλεύοντας. Οι φοιτητικές παρέες, οι φίλαθλοι του Παναθηναϊκού αλλά και αυτοί του Ολυμπιακού καθώς και οι οικογένειες από όλη την Αθήνα συνεχίζουν να γεμίζουν τη Θύρα 13, όπως ξέρουν πια όλοι το Οινομαγειρείο. Η παλιά σιδερένια πόρτα της αυλής ανοίγει αυστηρά στις 8:30 κάθε βράδυ εκτός της Κυριακής.
Στους δύο έχει προστεθεί πλέον ο ξάδελφος Γιώργος και ο βαπτισιμιός Πέτρος. Οι τέσσερις άνδρες πιστοί στην παράδοση συνεχίζουν να σερβίρουν τα πέντε πιάτα που έχουν κάνει γνωστό σε όλους τους καλοφαγάδες το «Τριφύλλι». Και ποιος δεν έχει δοκιμάσει τις περίφημες τηγανητές πατάτες και τα κεφτεδάκια της Θύρας; Διανοούμενοι και ηθοποιοί από την Ελλάδα και την Ευρώπη, η συντακτική ομάδα του περιοδικού ΑΝΤΙ που έτρωγε σε αυτό από τη Μεταπολίτευση έως το κλείσιμό του, λογοτέχνες, σκηνοθέτες, το σύνολο σχεδόν της ντόπιας διανόησης, δημοσιογράφοι και κριτικοί κινηματογράφου και προπάντων οι φοιτητές έχουν να διηγηθούν κάτι από την κυρία Κούλα και τον πάντα πρόσχαρο να εξυπηρετήσει Γιώργο. Ειδικά οι τελευταίοι έχουν να θυμούνται την κυρία Κούλα να τους διώχνει όταν πια η ώρα πλησίαζε μεσάνυχτα.
Ένα μαγαζί από τη δεκαετία του ’50. Όταν η Αθήνα ήταν τελείως διαφορετική, όταν στις συνοικίες της πρωτεύουσας έπαιζαν τα παιδιά και στις αυλές ακούγονταν οι συνομιλίες των ενηλίκων και τα τραγούδια του Μίκη, του Μάνου και των μεγάλων του ρεμπέτικου.
O Γιάννης Γ. Παπαχρόνης και ο Γιώργος Κ. Καρούντζος
(από Βλαχέρνα Αρκαδίας)
*** Η Άμυνα Αμπελοκήπων, η ομάδα που ανέδειξε τον Μίμη Δομάζο, είχε ιδρυθεί το 1923 ως ανεπίσημη και το 1925 επισήμως στο πρωτοδικείο, “Άμυνα (Αμπελοκήπων)”, εφ. “Βραδυνή”, 14/8/1930. Η έδρα της Άμυνας βρισκόταν στα γηπεδάκια του συνοικισμού “Κουντουριώτη”, πίσω από το γηπ. Λεωφόρου Αλεξάνδρας, όπου αργότερα χτίστηκαν σχολεία. Το 1934 αναφέρεται και ως “Άμυνα Μπιζανίου”, από την οδό Μπιζανίου Αμπελοκήπων όπου είχε την έδρα της κάποιο διάστημα. Τότε είχε κιτρινόμαυρες ριγέ εμφανίσεις. Μεταπολεμικά εντάχθηκε στην ΕΠΣΑ. Το 2004 μετακόμισε στην Ανθούσα Αττικής και ως “Άμυνα Ανθουσας” μετέχει στο πρωτάθλημα της Ε.Π.Σ. Ανατολικής Αττικής. Το 2012 συνενώθηκε με τις ποδοσφαιρικές ακαδημίες της Ανθούσας σε ενιαίο σωματείο υπό την επωνυμία “Ακαδημία Ποδοσφαίρου “Νικητές” Ανθούσας-Μεσογείων”.
πηγή: www.tovima.gr
foto: www.popaganda.gr
Διοικητική Διαίρεση της Αρκαδίας από το 1205-1833
α. Κατά τη Φραγκοκρατία (1205-1432) η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε 12 Βαρωνίες (= τα εδάφη του βαρώνου. Λατ. Baro = ελεύθερος άνθρωπος), εκ των οποίων οι εξής 5 ανήκαν στην Αρκαδία: Καλαβρύτων με 12 ιπποτικά φέουδα, Νικλίου με 6, Βελιγοστής με 4, Άκοβας με 24 και Καρύταινας με 22 ιπποτικά φέουδα. Τις δύο τελευταίες Βαρωνίες περιελάμβανε η Γορτυνία.
β. Κατά την Α΄ Τουρκοκρατία (1460-1685) η Πελοπόννησος αποτέλεσε ένα διαμέρισμα (Θέμα – Πασαλίκι), από τα 4 στα οποία διαιρέθηκε η Ελλάδα. Διαιρέθηκε επίσης η Πελοπόννησος και σε 24 Βιλαέτια.
Η Αρκαδία διαιρέθηκε σε 4 Βιλαέτια: Του Λεονταρίου, της Καρύταινας, της Τριπολιτσάς και του Αγίου Πέτρου, το δε Βιλαέτι της Καρύταινας διαιρέθηκε σε 4 τμήματα: Της Άκοβας και Πέρα Μεριάς, της Λιοδώρας, των Βουκών και του Κάμπου. Στο α΄ τμήμα της Άκοβας και Πέρα Μεριάς, όπως είναι φυσικό, ανήκε το Βελημάχι. Να σημειωθεί, με την ευκαιρία αυτή, ότι η περιοχή Β.Δ. του ποταμού Λάδωνα ονομάστηκε στην Τουρκοκρατία «Πέρα Μεριά».
γ. Κατά την Ενετοκρατία (1685-1715) η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε 4 Νομούς-Επαρχίες: Της Ρωμανίας, της Αχαΐας, της Μεσσηνίας και της Λακωνίας. Κάθε Επαρχία είχε διαιρεθεί σε περιοχές (territorri), όσες ήταν και τα Βιλαέτια των Τούρκων, δηλαδή 24. Οι Βενετοί δηλαδή άλλαξαν μόνο την ονομασία των Βιλαετιών σε περιοχές (territorri).
δ. Κατά τη Β΄ Τουρκοκρατία (1715-1821) η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε 23 και αργότερα σε 25 Επαρχίες (Βιλαέτια), από τις οποίες 5 στην Αρκαδία: 1) της Καρύταινας, 2) του Λεονταρίου, 3) της Τριπολιτσάς, 4) του Αγίου Πέτρου και 5) του Πραστού, το δε Βιλαέτι της Καρύταινας περιελάμβανε 4 Τμήματα που ανέφερα προηγουμένως (Α΄ Τουρκοκρατία). Το παραπάνω διοικητικό σύστημα, με κάποιες μικρές στη συνέχεια μεταβολές, διατηρήθηκε μέχρι το 1828 επί Κυβερνήσεως Καποδίστρια.
ε. Επί Κυβερνήσεως Ι. Καποδίστρια (1828-1831) και εξής μέχρι το 1833. Το 1828, επί Κυβερνήσεως Ιωάννη Καποδίστρια, η Πελοπόννησος διαιρέθηκε σε 7 τμήματα (Νομούς) και κάθε Νομός υποδιαιρέθηκε σε Επαρχίες.
Η Αρκαδία περιελάμβανε τις υποδιαιρέσεις (Επαρχίες): Της Τριπολιτσάς, του Αγίου Πέτρου και Πραστού, της Καρύταινας και του Φαναρίου (σήμερα ονομάζεται Ολυμπία). Το Βελημάχι τότε, όπως ήταν φυσικό, ανήκε στην Επαρχία της Καρύταινας. Το Καποδιστριακό Σύστημα διατηρήθηκε μέχρι το 1833, έτος κατά το οποίο το Ελληνικό Κράτος διαιρέθηκε σε 10 Νομούς και 49 Επαρχίες.
Ο Νομός Αρκαδίας το 1833 και μετέπειτα περιελάμβανε τις εξής τέσσερις Επαρχίες: 1) Μεγαλοπόλεως, με πρωτεύουσα το Λεοντάριο, 2) Μαντινείας, με πρωτεύουσα την Τριπολιτσά-Τρίπολη, 3) Κυνουρίας, με πρωτεύουσα κατ’ αρχάς τον Πραστό και μετέπειτα το Άργος, 4) Γορτύνης, με πρωτεύουσα την Καρύταινα και στη συνέχεια τη Δημητσάνα (8/11/1833). Το 1834 αναφέρεται η Επαρχία Γορτύνης ως Γόρτυνος, όνομα το οποίο φέρει μέχρι σήμερον η Ιερά Μητρόπολη «Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως». Το όνομα Γορτυνία το έλαβε η Επαρχία το 1838 το πρώτον, και κατά το 1845 ελέγετο και πάλι Γόρτυνος. Τέλος, το αυτό όνομα Γορτυνία εδόθη στην Επαρχία το 1899 και το 1909.
από το βιβλίο του ΒΑΣΙΛΗ ΜΑΡΟΥΛΑ “Το δεύτερο Τετράδιο της Τριπολιτσάς”
πηγή: εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ (φύλλο 80)