Back to top
Σάββατο, 2 Απριλίου, 2016 στις 10:17πμ | Κατηγορία: Ιστορικά | Ν.Δ.Κ.
Από το ημερολόγιο ενός….δωδεκάχρονου (γράφει ο Θανάσης Κουτσούγερας)

Τζιαουνώντας…αλλά  με αντάλλαγμα μια καβάλα στο ντουένι !!!

Είχες ντουένι στο αλώνισμα…το λιώμα θα γινόταν μάματα, κλόπος. Τα τσιορομπίλια έπιαναν σειρά ποιος θα βαρέσει τα ζά στο αλώνισμα χορταίνοντας καβάλα στο ντουένι. Το ποιός θα βάλει ντουένι μαθευόταν αμέσως, στο άψε σβήσε από την προηγούμενη. Έπεφτε σύρμα. Δεν χρειαζόμασταν κινητά τηλέφωνα; Όχι βέβαια. Ώσπου όμως να φτάσουμε στο αλώνισμα έπρεπε να προηγηθούν άλλα πράματα.

Ας τα λακριντέψουμε:

Όταν τα σπαρτά ροϊδίνιζαν και ήσαν έτοιμα για θέρο, οι νοικοκυραίοι μπονώρα μπονώρα ξημέρωναν στο χωράφι.

Θέρος, τρύγος, πόλεμος.

Έκαναν το σταυρό τους για καλή αρχή, με τις ευχές στο νοικοκύρη για καλά μπερκέτια και τα δραπάνια έπαιρναν φωτιά. Μέσα στο λιοπύρι τρεις…τέσσεροι και πολλές φορές περισσότεροι θεριστάδες στην αράδα κατάπιναν στο άψε σβήσε το σπαρτό, όσπου να πεις κίμινο. Ο ιδρώτας ποτάμι, μούσκευε ρούχα και πρόσωπο και στάζοντας δρόσιζε το πυρωμένο χώμα. Τα  χερόβολα σαν στρατιωτάκια περίμεναν το μπρατσωμένο χέρι για να τα κάνει δεμάτια. Οι κουβαλητές κρατάγανε στην άκρη τα ζα ώσπου να ετοιμαστούν τα δεμάτια για να φορτωθούν.Μια κανταριά από ζα, φορτωμένα με τα χρυσαφένια στάχια, πήγαιναν στον τόπο που θα έβγαινε ο πολύτιμος καρπός. Δίπλα στο αλώνι τα δεμάτια στιβαγμένα σε θεμονιά, καταλιακού  για να ξεραθούν και να τρίβονται ευκολότερα. Οι κουβαλητάδες συνήθως εμείς τα παιδιά, με συντεριασμένα  τα ζα, καβάλα στο μπροστινό μουλάρι, απανογώμι ή πισωκάπελα, ή πολλές φορές ποδαρόδρομο, ακολουθάγαμε το ίδιο δρομολόγιο για να κάνουμε την επόμενη στράτα. Στο δρόμο μπλουστριζόμαστε με άλλους κουβαλητάδες και έπρεπε να προσέχουμε μην μπλεχτούνε τα ζα.

Ήταν πολύ δύσκολο να κουβαλήσεις δεμάτια με τα ζα κανταριασμένα. Πολλά μουλάρια ήσαν τσινιάρικα δεν μόνιαζαν με άλλα ζα και ο κουβαλητής έπρεπε να προσέχει. Όταν μάλιστα τα έπιανε μυίγα ή είχαν τριδώνες τότε καλά κουκούλια. Κλάφτα Χαράλαμπε! Δεν είχαν στασιό, και  δεν τα κράταγες με τίποτα. Είχαν γίνει πολλά ατυχήματα στο κουβάλημα. Είχε χτυπήσει κάποιον κουβαλητή μια φορά ένα τσινιάρικο μουλάρι, πεταλωμένο, στην τσιουλιά και τον πήγαν στο χωριό με τη τζιουβέρα. Δεν έπρεπε να αφήσεις τα φορτωμένα ζα από τα μάτια σου ούτε λεπτό. Κάποιος μια βολά, στο δρόμο, άφησε τα ζα φορτωμένα για σωματική του ανάγκη  και στο πίτσι φυτίλι τουρλοκολιάστηκαν τα σαμάρια με τα δεμάτια μαζί. Μερικές φορές όταν το φόρτωμα ήταν ταμαχιάρικο κοβόταν η ίγκλα και από το ζόρισμα, το ζώο έμενε ξεϊγκλωτο και το σαμάρι με το φόρτωμα γύριζε και έπεφτε. Άντε μετά να πιάσεις το μουλάρι που αγριεμένο φουρλάτιζε, ορθοστάτιζε και δεν νταγιαντιζόταν με τίποτα. Πολλές φορές από τα νεύρα του ο κουβαλητής το τσούκλωνε κοντά με τα στούμπια ή αν ήταν  ψωμομένος του ’ριχνε και κανα τεγνέτσι  και εκείνο λάκαγε τροκάτσι και το βρίσκανε στο χωριό, στο κατώι. Το κορμπάτσι πάντως θα το ’τρωγε άλλη ώρα, δεν θα το γλύτωνε. Τα ζα που τα ήθελαν για έχα δεν τα πολυφόρτωναν. Μια βολά πάλι ένα παιδί κυνήγαγε να πιάσει ένα μουλάρι και πατώντας μονόπαντα πάνω σε μια φλέντζα από κούτσουρο γύρισε το ξύλο και ένα παρχάλι από ροζί μπήκε βαθιά στο πόδι του. Εκεί άρχιζαν τα γιατροσόφια. Η μάνα του έκαψε μια κουταλιά λάδι στη φωτιά και τσούζζζ την έριξε μέσα στη γούβα που είχε κάνει το ροζί και…περδίκι. Ούτε ψίλος στον κόρφο του. Το μπορόκλησε όπως όπως,  φίλεψε το παιδί λίγη τσιελίθρα και πάει καλιά του. Βγήκε λαπάντι. Συνέχισε το κουβάλημα σαν να μην έγινε τίποτα.

Ας έρθουμε όμως στο θέρο.

Όσο προχώραγε το γιώμα και έφτανε το μεσημέρι οι θεριστάδες έπρεπε να ξαποστάσουν, να βάλουνε στο στόμα τους μια μπούκα, να πιούνε μια στάλα νερό και να φύγει η αποστασίλα. Ο ίσκιος της αχλάδας ήταν θεραπαή. Εκεί από κάτω έστρωναν το κυλήμι και καθισμένοι σταυροπόδι άνοιγαν τη χερότεσσα με το μαγείρεμα, ξεδίπλωναν από τη μπόλια το τυρί, ίσως μια στάλλα σύγκριατο, στούμπαγαν το κρεμύδι στο γόνα και άρχιζε το φαγοπότι. Πολλές φορές γίνονταν σεμπριές. Έσμιγαν δύο φαμελιές τα εργατικά χέρια και πήγαιναν πότε στο χωράφι του ενός και πότε στου άλλου. Τότε το αφεντικό έπρεπε το μεσημέρι να έχει κάτι καλό στη χερότεσσα. Μια στάλα αρτιμή. Συνήθως κανένα κοκκορόπουλο καπαμά ή πολλές φορές μπακαλέο. Κάπου κάπου το έτσουζαν κιόλας αν το βαγένι του αφεντικού κράταγε ακόμα καμιά γραντζιά κρασί. Το νερό στη βαρέλα, παρ’ ότι ήταν κάτω από τον ίσκιο από το πρωί, ώσπου να έρθει το μεσημέρι γινόταν αλισίβα. Όσοι θέριζαν σε χωράφια του κάμπου, έστελναν νωρίτερα κάποιον  να φέρει μια στάλα δροσερό νερό από κανα μαγκανοπήγαδο. Ήσανε αρκετά πηγάδια στον κάμπο με μαγκάνι ή με τέσα και τριχιά. Της Φραγκούς το πηγάδι ήταν με γκουβά και τριχιά, του Αρτέμη ήταν με μαγκάνι.

9 AGROTES 1939Αγρότες

Όσοι θέριζαν στα πιο ορεινά  έφερναν νερό από καμιά στέρνα. Στέρνες υπήρχανε αρκετές. Γέμιζαν με το νερό της βροχής. Πώς; Έριχναν χλώριο; Δεν χρειαζόταν. Το απολύμαιναν οι ακρίδες που έπεφταν μέσα. Μια φορά μέσα σε μια στέρνα είχαν βρεί ένα σφαχτό τάμπαρο. Μερικές φορές, από την αναβροχιά οι στέρνες δεν έπιαναν νερό. Το καλοκαίρι το νερό ήταν λίγο και στον πάτο της στέρνας, θολό, μπουλουμάς. Η δίψα όμως ήταν τέτοια που πιάναμε αυτό το κατακάθι με τον κουβά και το στραγγίζαμε με το μαντήλι για να ξαστερώσει και να σβήσουμε με αυτό τη δίψα μας. Οι τσοπάνηδες ήξεραν τα σπληθάρια και πήγαιναν εκεί να βρουνε νερό. Πολλές φορές έβρισκαν εκεί μέσα κοτσιλιές από πουλιά, αλλά και πάλι δεν δίσταζαν έστω να δροσιστούν. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι τα χωράφια δεν ήσαν όλα στον κάμπο. Έσπερναν σε κάθε γωνιά εκεί που μπορούσε να μπει αλέτρι. Αλλά και εκεί ακόμα που δεν έμπαινε αλέτρι τα έσκαβαν  με το ξυνιάρι. Ακόμα και σε ορεινά μέρη, και μέσα στα πουρνάρια, στα κριτσιόπια, στις τρόκλες και στις πλεύρες, άνοιγαν φωλιές και τις έσπερναν. Εκεί φυσικά κάθε χρόνο έπρεπε να κοπούν τα φρύγανα που ξαναφύτρωναν, τα σκασμένα και έβγαιναν κάθε χρόνο καινούργια. Να ξελιθαριστούν από νωρίς από τα ζόμπολα και τα τρόχαλα, για να είναι έτοιμα την εποχή του οργώματος, με τα πρωταβρόχια, πέρα το Χινόπωρο. Δύσκολη και βασανιστική δουλειά.

Ας έρθουμε όμως πάλι στο θέρο.

THEROS

Όταν έφτανε το νερό, με μιας τα δραπάνια φώλιαζαν στο μπράτσο ρούγκλωναν με την αράδα το νερό και η δίψα έσβηνε. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη απόλαυση στη διάρκεια της ημέρας από του να σβήνει κανείς την κάψα και την αποστασίλα του με την ευλογημένη δροσιά του νερού. Το βράδυ όταν τελείωνε ο θέρος μάζευαν τα τσάβαλα, όλα τα συμπράγκαλα, έκρυβαν τα δρεπάνια σε κανα δεμάτι, για να μην τα κουβαλάνε στο σπίτι, όταν την άλλη μέρα πάλι θα συνέχιζαν το αποτέλειωμα του σπαρτού, έπαιρναν το δρόμο του γυρισμού ποδαρόδρομο. Πολλές φορές θέριζαν μέχρι που έπεφτε το σκοτάδι. Άλλες φορές πάλι, όταν δεν υπήρχε ζόρι, ή για άλλους λόγους, ο θέρος τελείωνε όταν λιοκρίζανε τα απόσκια. Στο πηγαινέλα στο χωράφι, οι γυναίκες που ετύχαινε να είχαν γεννήσει την εποχή του θέρου, έπαιρναν ζαλιά τη νάκα με το κουτσούβελο, ακόμα και το μπεσίκι. Όταν θέριζαν άφηναν το παιδί σε κανένα ίσκιο ώσπου να τελειώσουν και στα ενδιάμεσα, όταν έκλεγε, το βύζαιναν από το λιγοστό γάλα που έβγαζαν και που από την αποστασίλα πίκριζε. Υπήρχαν περιπτώσεις  που γυναίκες είχαν γεννήσει στο χωράφι και μάλιστα δεν προλάβαινε να έρθει ούτε η Μαμή.

Με το γυρισμό στο χωριό η δουλειά όμως της ημέρας δεν τελείωνε εδώ. Έπρεπε να ποτιστούνε τα ζα και αυτό γινόταν στις βρύσες του χωριού. Στη μεσαία και στην απανόβρυση. Μόνο που πολλές φορές για να πάρεις σειρά να ποτίσεις τα ζα, η κανταριά έφτανε πολλές φορές τα 150 μέτρα, έτσι που όποιος ερχόταν από το χάνι καθυστερημένα η φάλαγγα έφτανε από τη μεσαία βρύση μέχρι το χάνι και όποιος ερχόταν από το πάνω χωριό, στην απανόβρυση, ο τελευταίος έπρεπε να περιμένει στης Αράπισσας το Ρέμα, στον Αγιο-Δημήτρη. Αν το νερό ήταν μπόλικο μπορεί να ξεμπέρδευε το βράδυ αργά. Αν όμως, όπως πολλές φορές, το νερό ήταν λίγο, ίσα που έσταγε η βρύση, τότε καλά  ξεμπερδέματα. Μπορεί από τη βρύση, με το φώτημα να πήγαιναν κατ’ ευθείαν στο χωράφι για δουλειά.

8 KOLLINTZEIKI VRISIΚολλιντζέικη βρύση

Περιμένοντας στη σειρά τόσες ώρες δεν έλειπαν τα μαλώματα και τα σκουσμάρια  ακουγιόσανε σε όλο το χωριό. Πολλές φορές, οι τσαρκαλιάρηδες πιανόσανε ακόμα και στα χέρια. Είδα γυναίκες να μαλώνουν για τα καλά και τα κοσμητικά επίθετα να πηγαίνουν και να έρχονται: Ρε παλιο πομποθήλυκο, ρε παλιο παρασάνταλο, εγώ είμαι μπροστά. Τι λες μωρ τρέγκουρη μωρ-παλιο πατσιαβούρα, μωρ-παλιο φραχταπήδω, εσύ τώρα κόπιασες, αϊ ξεκομπήσου από δω παλιο τρελοκαμπέρω, και άλλα πολλά. Αλλοίμονο σε κείνον που μαζί με τα ζα ήθελε να γεμίσει και κανα κάθικο, να πάρει λίγο νερό για το σπίτι. Άκουγε το βρισίδι και τη βλαστήμια της χρονιάς για την καθυστέρηση. Για νερό, βλέπεις, πήγαιναν άλλες ώρες, και πάλι με τη σειρά. Άλλες φορές το βαρέλι φορτωμένο στα ζα και τις πιο πολλές φορές το ξύλινο βαρέλι κουβάλαγαν οι γυναίκες φασκιωμένο ζαλιά. Συνήθως, μαζί με το βαρέλι στον ώμο ή στην πλάτη, που το κράταγαν με το ένα χέρι ή ζωσμένο με τριχιά στη ράχη, μπορεί να κουβάλαγαν και μια βαρέλα ή ένα ντενεκέ με το άλλο το χέρι.

Ας έρθουμε τώρα  στο αλώνισμα.

Τα δεμάτια σε  θεμωνιά, στιβαγμένα δίπλα στο αλώνι, μέσα στο λιοπύρι, αποξεραίνονταν μέχρι να είναι έτοιμα για το αλώνισμα. Αν καμιά φορά έβρεχε το αλώνισμα καθυστερούσε, ώσπου σπαργουνιάσει το σπαρτό γιατί ήταν λουρό και πολλές φορές τα δεμάτια στο εσωτερικό μούχλιαζαν από την υγρασία. Το αλώνι ήταν  πετρωμένο με καλντερίμι ή χωμάτινο. Το χωμάτινο αλώνι ήταν φυσικά μπελάς γιατί  εκτός από την δύσκολη προετοιμασία (ξεχορτάριασμα, καθάρισμα από τις μερμηγκοφωλιές, καταβρέματα για να ταρατσώνει το χώμα κλπ), ήταν μπελάς και το μάζεμα στο τέλος του καρπού γιατί μπλεχόταν με το χώμα και πριν το άλεσμα ο καρπός ήθελε πλήσιμο για να φύγει η κοκκινιά και στερνά λιάσιμο. Η θεμωνιά φυσικά την ημέρα δεν έμενε αφύλαχτη γιατί οι κότες και τα πουλιά παραφύλαγαν και όταν έβρισκαν ευκαιρία μάδαγαν τα στάχυα και το γέννημα λιγόστευε και διαγουμιόταν. Τα μελιγκόνια επίσης ήτανε μια άλλη παρέα δολιοφθοράς που έφτιαχναν τις μελιγκονοφωλιές μέσα ή κοντά στο αλώνι. Μάζευαν το σιτάρι κουρκούμπες γύρω από την τρύπα της φωλιάς ακόμα και τη νύχτα. Για να τα ξεμπουντουλώσουν ρίχνανε μαύρο καμένο λάδι από την πριονοκορδέλα ή πασπαλίζανε τη φωλιά με ντι-ντι. 

Όταν όλα ήσαν έτοιμα τα δεμάτια λύνονταν και το σπαρτό σκορπιζόταν γύρω από το στουγερό περιμένοντας κανα δυο μέρες ακόμα για να αποξεραθεί, να μην είναι λουρό όταν θα το πατούσαν τα ζα και να τρίβεται γληγογότερα. Έτοιμο το κουλούρι με το σκοινί ή την αλυσίδα, το καρσιντάγανε και το μπουρλιάγανε στο στουγερό.  Το κουλούρι που ήταν ένα γερό, χοντρό κλαδί γυρισμένο κουλούρα θα κράταγε τα ζα για να μη βγαίνουν από το αλώνι όταν ερχόσανε φούρλες. Έτοιμα και τα δικριάνια για να ανακατεύουν το λιώμα και να το συμπάνε προς τα μέσα  που πετεγόταν στις άκρες  όταν γλύστραγαν τα ζα. Έτοιμες οι λεμαριές και τα τραβηχτά. Εκεί θα δενόταν το ντουένι που θα το έσερναν τα ζα γύρω-γύρω για να τρίψουν το σιτάρι ή το κριθάρι ή το βίκο ή το λαθούρι ή ότι τέλος πάντων είχε απλωθεί στο αλώνι για να βγει ο καρπός. Στο ντουένι απάνου καβάλαγε οπωσδήποτε κάποιος που ήξερε ισοροπία, κυρίως εμείς τα παιδιά και με τη βίτσα στο χέρι, ζιακούταγε τα ζα φωνάζοντας, και τα μαλινάριζε για να γυρίζουν φούρλες γρήγορα, για να τελιώσει το λιώμα μια ώρα αρχήτερα αλλά και γιατί όταν πήγαιναν σιγά βούταγαν, σκύβοντας και άρπαζαν χεριές χεριές το λιώμα, τσιαπαλάγανε και έτσι διαγουμιόταν ο καρπός. Στα ενδιάμεσα το λιώμα έπρεπε να γυριστεί. Έβγαζαν τα ζα από το αλώνι και το γύριζαν το απάνω  κάτω με τα δικριάνια. Όταν το αλώνι ήταν φορτωμένο με πολλά δεμάτια χρειάζονταν τουλάχιστον πέντε ζα για να αλωνίσουν. Γι’αυτό αλώνιζαν δανεικαριά με άλλους τα ζα και έτσι γινόταν πιο γλήγορα και πιο εύκολα η δουλειά. Μεγάλη τσιεφαλάρια ήταν όταν  τα ζα δεν ταίριαζαν όλα μαζί και μάλωναν. Οπότε υπήρχαν εξαιρέσεις την τελευταία στιγμή και αυτό δημιουργούσε μεγάλο πρόβλημα. Πιο πολλά ζα σήμαινε και περισσότερα χέρια για δουλειά και όλοι έδιναν ένα γιούτο, κυρίως στο σύμπισμα, στο γύρισμα, στο λύχνισμα, στο σάκκιασμα αλλά και σε άλλες δουλειές μέχρι που να μπει ο καρπός στο κασόνι.

DSCF8738

Τα ντουένια στο χωριό ήταν λίγα. Χωρίς ντουένι το αλώνισμα κράταγε διπλάσιες ώρες. Όταν οι καλαμιές του σιταριού γινόσανε κλόπος, μαζευόταν το λιώμα γύρω από το στουγερό και άρχιζε το λίχνισμα που ήταν αρκετά δύσκολο γιατί έπρεπε να φυσάει αέρας για να  ξεχωρίζει το άχιουρο από τον καρπό. Έπρεπε λοιπόν να περιμένουν πότε θα φυσήξει για να λυχνίσουν και μάλιστα όχι δυνατός αέρας, γιατί έτσι θα σκόρπαγε μακριά το άχιουρο και πιθανώς μαζί και τον καρπό. Το άχιουρο ήταν και αυτό πολύτιμο για να παχνίζουν τα ζα το χειμώνα. Πολλές φορές το λύχνισμα γινόταν τη νύχτα που συνήθως φύσαγε ελαφρό αεράκι. Στο τέλος, ο καρπός μαζευόταν στρογκός στη μέση το αλώνι και εκεί έμπαιναν τα στοιχήματα ποιος θα πετύχει, έτσι προκούφι, πόσα κουβέλια θα βγούνε από το σωρό. Έβαζαν τον καρπό σε σακιά για να πάει μετά στο κασόνι, ή στο αμπάρι και στη συνέχεια στο μύλο για να αλεστεί.

Μέτραγαν τη σοδιά με το κουβέλι και στο χωριό ακουγόταν ποιός τη χρονιά αυτή έκανε  πολλά κουβέλια. Αυτός τότε, όταν έβγαινε όξω στο καφενείο, κορδωνόταν σαν γύφτικο σκεπάρνι για την πλούσια σοδιά και το κατόρθωμά του. Φυσικά, όταν τα δεμάτια ήσαν πολλά, δεν ξεμπέρδευε κανείς με ένα αλώνισμα γιατί δεν τα έπαιρνε όλα ένα αλώνι. Η καλύτερη ώρα του αλωνίσματος ήταν η ώρα του φαγητού, αν και στα ενδιάμεσα όλο και καμιά λατζίτα, ή αν είχε φούρνισμα καμιά λαγάνα ζεστή και αχνιστή, μπορεί και από μπομπότα, με τυρί, θα είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά για κολατσιό και κέρασμα. Έβγαζαν λοιπόν τα ζα όξω από το αλώνι και τα πήγαιναν σε ίσκιο. Στον ίσκιο καθόσανε και οι αλωνιστάδες σταυροπόδι και όταν άνοιγε η τέσσα με το κοκκορόπουλο που είχε ετοιμάσει η νοικοκυρά ή ο μεζές στην πουγάνα, μοσκοβόλαγε ο τόπος και η ιεροτελεστία άρχιζε. Η μυρωδιά έσπαγε μύτες. Δίπλα περίμενε στον ίσκιο και το μανόλο με το κρασί, για να τα  τσούξουν λιγάκι και να ευχηθούν στους νοικοκυραίους, καλοφάγωτος ο καρπός. Μερικές φορές όταν υπήρχε κέφι τραγούδαγαν. Εμείς τα παιδιά, καμιά φορά κρυφογελάγαμε με μερικά τραγούδια που έλεγαν:Γυναίκα φέρε μου το γκρα απ’ την παλιο κασέλα”.

Μετά το λιώμα εμείς τα παιδιά είχαμε και άλλη δουλειά, που ήτανε μάλιστα νυχτερινή. Είμαστε τότε γκοτζάμ τσουλάγρες. Έπρεπε να ξεβγάλουμε τα ζα. Δύο τρία ζα συντεριασμένα από τα καπίστρια, ξησαμάρωτα, άλλοτε αρκάτοι και άλοτε καβάλα, όταν κάποιο ζω ήταν μολαϊμικο, χωρίς σαμάρι, παρέα με γειτονόπουλα, τα πηγαίναμε στον κάμπο σε καμιά χερισιά με χορτάρι, μπαζιντί ή μουχρίτσα, τους βγάζαμε τα καπίστρια, τους βάζαμε το πεδούκλι για να μην φύγουν και κοιμόμαστε εκεί το βράδυ, ξάπλα, στο χώμα ο ένας δίπλα από τον άλλο, με λίγα σκουτιά, κοιτώντας τον ουρανό και μετρώντας τα αστέρια ώσπου να μας πάρει ο ύπνος. Η συναυλία από τα μπαμπακάτσια αντί να μας ξεκουφαίνει μας νανούριζε. Αυτό που μας νανούριζε περισσότερο ήταν  όταν ακουγιόταν η μπίπα του γκεσεμιού και τα γιδοτρόκανα  από τα πράματα που οι τσοπάνηδες είχαν ξεβγάλει στις πλεύρες και στα υψώματα.

Όταν τύχαινε και πηγαίναμε νωρίς, με το μούσγωμα, ξεμακραίναμε για κανα μπρίσκαλο, τσεγκουρολόγημα ή για καμιά ζούλα από τις γκορτσαχλαδιές, ή καμια πίπλα, πάντοτε όμως λουμωχτά γιατί ο αγροφύλακας καθόταν στην Τραγασούρα μέχρι αργά και αν μας έπερνε βερβελέ αλλοίμονό μας. Θα έκανε στον πατέρα μας, πρωτόκολο και θα είχαμε κακά ξεμπερδέματα. Άλλα βράδια, πολλές φορές  στο χωριό είχαμε και τα νυχτέρια. Μαζεύαμε εμείς τα παιδιά παϊδες από τη μηχανή που έσχιζε τα κουριά και ανάβαμε φωτιά σε αριωμάδες. Στην αρχή τίκλωνε ο τόπος από τον καπινό. Μετά όμως, όταν δρίμωνε η φωτιά, οι γυναίκες καθόσανε γύρω με τα μαντήλια στο κεφάλι, φακιόλι ή καταμπουλιά με τις ρόκες και τα βελόνια στο χέρι και άλλες νέθανε, άλλες πλέχανε και άλλες ξεκολιάζανε τα παντελόνια τουν αντρώνε που είχαν μισοτριβιάσει. Πολλές προίκες είχαν γίνει σ’αυτά τα νυχτέρια. Πολλές φορές, η γυναίκα καλαμπουρτζού, ντυνότανε μπούλα για να κάνει αστεία και να  περγελάσει κάποιον και το γέλιο ακουγιόταν σε όλο το χωριό. Στην παρέα, για να περνάει η ώρα, λέγανε και παραμύθια, αινίγματα αλλά συνήθως πήγαινε το λακριντί και το κοτσομπολιό σύννεφο. Στα αινίγματα αυτός που έβρισκε το αίνιγμα το συνόδευε με πρόλογο: Με τάβγα του με τάμπα του με τα κολοστροσίδια του δεν είναι…το τάδε. Κόλλαγαν και του κολοβού σκυλιού νουρά. Εκεί μάθαινες όλα τα νέα του χωριού, είτε καλά ήσαν είτε άσχημα. Η είδηση κυκλοφόραγε με τον αέρα.

Στο θέρο όμως  είχαμε να μαζέψουμε και άλλα σπαρτά εκτός από τα σιτάρια. Τα βικολάθουρα, μπιζέλια κλπ. Αυτά  έπρεπε να ξεριζωθούν με το χέρι. Σκυφτοί, γιατί ήσαν κοντά, αλλά και πολλές φορές γονατιστοί. Το μαρτύριο ήταν στη μέση αλλά και τα τριβόλια που κάρφωναν τα χέρια και μένανε μέσα. Στο τέλος έπρεπε να κάθεσαι και να ξετριβολίζεις τα χέρια πολλές ώρες. Ο θέρος δεν τελείωνε όμως αν δεν θεριζόταν και η ζουλίτσα όπως επίσης και η φατσή. Τα σπαρτά αυτά ήσαν απάνου στην Αρπακωτή. Για να πας στην Αρπακωτή δεν ήταν και εύκολο πράμα. Το πατούλιο το κουμπούρωνε μπονώρα-μπονώρα, με το δροσιό για το χωράφι, στο βουνό, ποδαρόδρομο ή καβάλα στα ζα, από το μονοπάτι, που ήταν γεμάτο τρόκλες, της Βαρσανίτσας ή από της Αράπισσας το Ρέμα. Το βράδυ όταν έμενε αθέριστο σπαρτό,για να αποφύγουν το πηγαινέλα στο χωριό, έμεναν στο βουνό. Κοιμόσανε όξω. Έστρωναν ελατόκλαρες χάμου, απάνω ένα στρωσίδι και ύπνο με πειράγματα και καλαμπούρια. Οι ελατόκλαρες όμως τσίμπαγαν και οι ντελικάτοι παίρναγαν τον έρμο τους. Πολλές γυναίκες μερικές φορές όταν έμεναν έγκυος και τις ρώταγαν, η απάντηση ήταν: «Μωρ’ το άρπαξα στην Αρπακωτή, αλλά μη λες τίποτα».

DSCF7756 - ARPAKOTIΑρπακωτή

Βέβαια η ζουλίτσα και η φατσή ήσαν καρποί πολυτελείας. Η φατσή για μαγιέρεμα και το σιτάρι της ζουλίτσας για ψωμί που γινόταν κατακίτρινο, χάσικο και πεντανόστιμο. Πολλές φορές όποιος δεν είχε ζουλίτσα έκανε τράμπα με άλλον και αλλάζανε με σιτάρι είδος με είδος.

Βιβλίο όμως θα μπορούσε να γράψει κανείς με τις αγροτικές ασχολίες και τον τρόπο που τα βγάναμε πέρα, χωρίς μηχανήματα, χωρίς εργαλεία, αλλά με πείσμα, υπομονή και δουλειά. Έτσι ήταν τότε. Δύσκολα χρόνια. Ίσως σε άλλες περιοχές να ήταν τα πράγματα πιο τραγικά. Σήμερα υπάρχουν τα μηχανήματα  που θερίζουν μόνα τους και τον καρπό τον παίρνουν από το χωράφι, τον σακκιάζουν και μας τον φέρνουν κατ’ ευθείαν στο κασόνι. Δεν χρειάζεται να πάμε επί τόπου. Τα δραπάνια, τα ντουένια και τα αλέτρια ψάχνουμε να τα βγάλουμε από την αστράχα για να τα κρεμάσουμε στα σαλόνια για ενθύμιο και για φουμιά.

Ίσως κάποιοι να έχουν την άποψη ότι τέτοιες καταστάσεις που ζήσαμε σε μια συγκεκριμένη εποχή της ιστορίας του χωριού μας, στα πέτρινα χρόνια, όταν εξιστορούνται και βλέπουν το φως της δημοσιότητας, στενοχωρούν και φέρνουν στο στόμα πίκρα, και ότι αυτά πρέπει να μπαίνουν στη λήθη. Δεν είναι έτσι. Όταν τα φέρνουμε στη μνήμη μας, αισθανόμαστε υπερήφανοι που, παρ’ ότι ζήσαμε τόσο δύσκολα χρόνια, σταθήκαμε όρθιοι, προχωρήσαμε  με το κεφάλι ψηλά, τα βγάλαμε πέρα και φτάσαμε στο σήμερα, που όλα αυτά που αναπολούμε από τον καναπέ, όσοι τουλάχιστον τα έζησαν, έρχονται σαν γλυκόπικρες αναμνήσεις, που μας δυναμώνουν ακόμα περισσότερο για να αγωνιστούμε για κάτι ακόμα καλύτερο.

Θανάσης Γ. Κουτσούγερας (Δάσκαλος)

Σχολιάστε

Όνομα (υποχρεωτικό)

Email (υποχρεωτικό)

Τηλέφωνο

Σχόλια