Back to top
Παρασκευή, 28 Οκτωβρίου, 2016 στις 2:38μμ | Κατηγορία: Παιδεία | J.Arkas
Το Κελάηδημα της Τσίχλας

Τσίχλα την παρανομιάζανε στο χωριό την Αννούλα. Κι έζησε και πέθανε τσίχλα.

Ήτανε μιας μπουκιάς ανθρωπάκι. Αδύνατη, με ψιλά κανιά, δίχως βάρος, πετούμενη. Δεν περπατούσε –πήδαγε κι έτρεχε-.  Αλλά για ποιο χωριό μιλάμε;

Για έν’ από κείνα τα βουνίσια, που σκαρφαλώνουμε στην πλαγιά του βουνού κ’ είναι όλα τα ίδια. Όμορφα, μα φτωχά και μίζερα κι’ αφημένα στην τύχη τους κι από θεούς κι ανθρώπους.

Μια ρεματιά στην κατηφοριά με τις κόκκινες ροδοδάφνες και μια γιδόστρατα, που φέρνει μες από το δάσος των πεύκων στην κορφή του βουνού . Τόσο απόμερο, ξεχασμένο χωριό, που σχεδόν είχε κι αυτό ξεχάσει τ’ όνομά του .

Δεν του χρειαζότανε, λες και του πεφτε βάρος.

Αλλά όσο τους λείπουνε των μικρών αυτών χωριών πολιτισμός, φροντίδα, χορτασιά, τόσο τους περισσεύει η ψυχή, ψυχή του λαού.

Είμαστε στο τελευταίο χρόνο της κατοχής.

Το χωριό που λέμε, βρισκόταν στα σύνορα των δύο Ελλάδων: της λέφτερης και της συνεργαζόμενης. Αλλά προς τα εδώ.

Ένα γερμανικό φυλάκιο προσπαθούσε με τους ναζήδες τους δικούς του και τους τσολιάδες τους «δικούς μας» να εμποδίζει τη λευτεριά να κατέβει απ’ την κορφή του βουνού προς τα κάτω στον κάμπο. Γιατί  κει ψηλά στην κορφή του βουνού είχανε φωλιάσ’ οι αγωνιστές του Έθνους κι ετοιμάζανε «καλά Χριστούγεννα» για τους εχθρούς.

Με την απελευθερωτικήν επιτροπή του χωριού είχανε συχνήν επαφή. Αλλά πώς; Μέσον της Τσίχλας. Είτανε κόρη μιας φτωχειάς  χηραβάμενης του χωριού, που ο άντρας της σκοτώθηκε στην Αλβανία. Οκτώ με δέκα χρόνων η τσίχλα. Μα γεμάτη φωνή, ξυπνάδα και μίσος εναντίον των εχθρών. Και σβέλτη και μπασμένη στη ζωή – σαν ώριμο πλάσμα – κι αδείλιαστη .

Καλός καιρός στα τέλη του Δεκέμβρη. Ήλιος και στέγνη μα και κρύο τσουχτερό.

Η Τσίχλα, μαζί με άλλα παιδιά (τα σκολειά κλεισμένα) βγαίναν έξω απ’ το χωριό σ’ ένα πλάτωμα προς το ρέμα και παίζανε μπροστά στα μάτια των Γερμανών κι των τσολιάδων.

Παίζανε τόπι.

Η  Τσίχλα, πάνου στο φούντωμα του παιχνιδιού, τίναζε το τόπι όσο μπορούσε πιότερο, να το φτάσει.

Το τόπι κυλούσε κάτω στη ρεματιά κι η Τσίχλα κυλούσε κι αυτή. Όχι πολύ ψηλά, μέσα στο δάσος την περιμένανε κατά  το μεσημέρι, κάθε μέρα δύο αντάρτες. Τους έδινε το μήνυμα γραμμένο ή στοματικά της επιτροπής και ξαναγυρνούσε πίσω λαχανιασμένη (για να μην αργήσει) με το τόπι στα χέρια!

Αλλά αυτό το τακτικό χάσιμο της Τσίχλας μέσα στο δάσος πονήρεψε τους «εχθρούς» ξένους και δικούς.

«Πρέπει να ιδούμε τι τρέχει, με τρόπο – γιατί το μωρό είναι πολύ πονηρό…»

Αλλά δεν χρειάστηκε τρόπος. Ο πρόεδρος του χωριού, δεξί χέρι των ναζήδων, έκανε την τελευταία του υπηρεσία «προς την πατρίδα». Τους πληροφόρησε τι συμβαίνει.

Όταν την άλλη μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, η Τσίχλα ξανάκανε το «παιχνίδι» της, τρέξανε πίσω από το τόπι ναζήδες και «δικοί», σταματήσανε το τόπι, σταματήσανε κι αυτήνε και την ψάξανε.

Βρήκανε χωμένο μέσα στα μαλλιά της ένα χαρτάκι.

«Έλα εδώ πουλάκι μου, τη ρώτησε ο πρόεδρος. Ποιος σου το δωσε τούτο;»

«Μόνη μου το γραψα».

«Και τι ξέρεις εσύ από τέτοια πράγματα;».

«Όλοι μας ξέρουμε».

«Και τι άλλο «παιχνίδι» ξέρεις;»

«Όλα. Και να τρέχω. Και να πηδώ. Και να τραγουδώ. Να σκαρφαλώνω στα δέντρα να καρπολογώ και να πιάνω πουλάκια στις φωλιές τους».

«Για σκαρφάλωσε σ’ αυτήνε την ελιά να σε ιδούμε;»

Η Τσίχλα βρέθηκε σ’ ένα λεπτό πάνω στο δέντρο.

«Ξέρεις, είπες να τραγουδάς. Για πες μας κανένα «σκοπό» ν’ ακούσουμε; ότι σου αρέσει».

Κι η Τσίχλα με λαγαρή παιδιάστικη φωνή κελάηδησε.

«Μαύρ’ ειν’ η νύχτα στα βουνά…» (Αυτό το τραγούδι είτανε τότες το πιο συνηθισμένο τραγούδι των σκλαβωμένων Ελλήνων).

Μπαμ! Μπαμ! Μπαμ!…

Οι γερμαναράδες και οι τσολιάδες τη βάλανε στο σημάδι και τη σκοτώσανε σαν πουλί . Και το πουλί σωριάστηκε χάμου, μιας χούφτας σώμα κι’ απέραντη ψυχή . Η ψυχή όλης της Ελλάδας.

Περασμένα μεσάνυχτα την ώρα που οι καμπάνες διαλαλούσαν την γέννηση του «Σωτήρος», πέσανε ξαφνικά στο χωριό οι αντάρτες – και ναζήδες και «δικοί» κι ο Πρόεδρος πλήρωσαν με τη ζωή τους το άναντρό τους έγκλημα.

Κι ύστερα;

Ύστερα από ένα χρόνο η «Ελευθερία» είχε κυνηγηθεί στεριάς και πελάου απ’ όλη την Ελλάδα.

Αλλά κάθε Χριστούγεννα, μετά τα μεσάνυχτα, οι χαρούμενοι αντίλαλοι της καμπάνας δεν μπορούνε να πνίξουνε το θλιβερό κελάηδημα της Τσίχλας και το κλάμα της πατρίδας.

Κώστας Βάρναλης

Σχολιάστε

Όνομα (υποχρεωτικό)

Email (υποχρεωτικό)

Τηλέφωνο

Σχόλια